«Και τώρα τι θα κάνεις;», τον ρώτησα. «Θα κάψω με οξύ τα δάχτυλά μου, ώστε να μην έχω αποτυπώματα, και θα δοκιμάσω να ξαναφύγω. Εδώ πάντως δεν μένω».
Μου είχε δώσει ένα όνομα, φανταστικό υποθέτω. Μου είχε πει ότι ερχόταν από το Αφγανιστάν. Μου είχε διηγηθεί όλη την περιπέτεια, να διασχίζεις την Τουρκία σε καρότσες φορτηγών ή με τα πόδια, νηστικός, παγωμένος, υπό την επίβλεψη λαθρεμπόρων και «μιλημένων» χωροφυλάκων. Είχε περάσει με λαστιχένια βάρκα στη Μυτιλήνη. Παραδόθηκε στην Αστυνομία, μαζί με άλλους έξι. Τους κράτησαν λίγες μέρες, τους πήραν δακτυλικά αποτυπώματα, τους εξέτασαν εθελοντές «γιατροί του κόσμου» κι έπειτα τους άφησαν με ένα χαρτί στο χέρι να μπουν νύχτα στο πλοίο για Πειραιά. Είχε οδηγίες: ηλεκτρικός, σταθμός Αττική, κάποιος τον περίμενε… Εμεινε περίπου έναν χρόνο, κάνοντας δουλειές για τις οποίες δεν ήθελε να μιλάει. Τον πήγαν έπειτα στην Ηγουμενίτσα, πλήρωσε για μια θέση σε νταλίκα, πέρασε. Πέντε μήνες αργότερα τον έπιασαν στο Αμστερνταμ, τα αποτυπώματα τον ταυτοποίησαν και τον έστειλαν πακέτο πίσω, στην πρώτη χώρα εισόδου. Ομόνοια, ξανά…
Οταν τον βρήκα, ζούσε – σταβλιζόταν, θα ήταν καταλληλότερο ρήμα – σε ένα διαμέρισμα 50 τετραγωνικών, μέσα σε απίστευτη βρώμα, με άλλους δέκα. Το διαμέρισμα λέγανε ότι το είχε υπενοικιάσει ένας αστυνομικός που χρέωνε με το κεφάλι, με τη νύχτα. Παστρικές δουλειές. Εβραζε από θυμό. «Θα φύγω οπωσδήποτε. Εδώ δεν μένω».
Εχω ακούσει εκατοντάδες φορές την ίδια ιστορία. Εχω δει εκατοντάδες ανθρώπους σαν αυτόν, στην Πόλη, στα νησιά ή στον Εβρο, στη διαδρομή με λεωφορείο ή πλοίο ώς την Αθήνα, πρωί κάτω από την Ομόνοια ή νύχτα στην Πειραιώς, να περιμένουν όρθιοι ώς το πρωί τον αστυνόμο που θα μοιράσει λίγα χαρτάκια για λίγους τυχερούς.
Πάνε χρόνια τώρα που το Κέντρο της Αθήνας χρησιμεύει σαν παλιό χαλί, κάτω από το οποίο κρύβουμε ανθρώπους, που τους φερόμαστε σαν να ήταν σκουπίδια κι εκείνοι φέρονται στην πόλη σαν να ήταν σκουπιδοτενεκές. Η ελληνική Πολιτεία, αδύναμη να αποτρέψει την είσοδο στα σύνορα, αιχμάλωτη μιας ετεροβαρούς ευρωπαϊκής συμφωνίας, αποδείχθηκε επιπλέον εγκληματικά αδιάφορη για ένα πρόβλημα που δυναμίτιζε τα θεμέλιά της. Από διοικητική παράλυση και ανικανότητα; Από υποδόρια αντίληψη «εθνικής καθαρότητας»; Ισως από ένα χαρμάνι των δύο μαζί.
Λες και το κάναμε επίτηδες! Οι επιτροπές ασύλου δεν συνεδρίαζαν επί χρόνια ολόκληρα, μην και υποχρεωθούν να παραχωρήσουν άσυλο σε κάποιον που το δικαιούνταν. Οι νόμιμες άδειες παραμονής δίνονταν με το σταγονόμετρο, με καθυστερήσεις και μύρια βασανιστήρια. Και ακόμη και τα παιδιά που είχαν γεννηθεί εδώ και είχαν τελειώσει ελληνικό σχολείο στερούνταν το αυτονόητο δικαίωμά τους στην ιθαγένεια. Λες και θέλαμε να τους σπρώχνουμε όλους στον κατώτερο κοινό διαιρέτη παρανομίας. Λες και το συμφέρον της ελληνικής Πολιτείας ήταν να μεγεθύνει τον στρατό των ακουσίως παρανόμων για να κρύβονται καλύτερα ανάμεσά τους και οι εκουσίως παρανομούντες.
Κι όταν κάποια στιγμή το πρόβλημα άρχισε να γίνεται αληθινά εκρηκτικό, όταν από την Ευρώπη άρχισαν να φθάνουν απειλές έξωσης από τη Συνθήκη του Σένγκεν και από τις γειτονιές του Κέντρου της Αθήνας άρχισαν να έρχονται επικίνδυνα προεκλογικά μηνύματα ενίσχυσης του φαιού, ακροδεξιού μπλοκ, η ελληνική Πολιτεία πρώτα κρύφτηκε πίσω από έναν φράχτη στον Εβρο κι ύστερα ανήγγειλε, αγχωμένη, τη δημιουργία 30 κέντρων κράτησης ανά την επικράτεια, συμβολικά χωροθετημένων σε παλιά στρατόπεδα.
Σωστό; Ναι – έστω και ως καθυστερημένο σημάδι αφύπνισης. Ο τρώσας και ιάσεται.
Αρκεί να μην ξεχνούμε ότι τα στρατόπεδα δεν αρκούν για να δώσουν λύση. Χρειάζεται και αστυνόμευση, και χώροι κράτησης ωσότου ξεχωριστούν οι νόμιμοι από τους παράνομους, και δίκαιη νομιμοποίηση εκείνων που θέλουν και δικαιούνται να γίνουν νόμιμοι, και νέα διαπραγμάτευση με την Ευρώπη. Και χρειάζεται επίσης να προσέξουμε μη και, στη λαχτάρα να προλάβουμε την πολιτική άνθηση των κουρεμένων του αγκυλωτού σταυρού, γλιστρήσουμε ανεπαισθήτως στις θέσεις τους.