Ο τρόπος του Καμίνη

Λένα Διβάνη 03 Ιουν 2013

Όταν ο Γιώργος Καμίνης ανακοίνωσε σε φίλους και γνωστούς ότι αποφάσισε τελικά να δεχτεί την πρόταση που του έκανε η ΔΗΜΑΡ και να διεκδικήσει τον δήμο της Αθήνας, οι πραγματιστές κούνησαν το κεφάλι με δυσπιστία (δεν πρόκειται να κερδίσεις τις εκλογές: είναι παραδοσιακά δεξιός δήμος και συ ούτε πολιτικά κονέ έχεις, ούτε πολιτικάντικα τερτίπια ξέρεις για να επιπλεύσεις). Οι δονκιχωτικοί ενθουσιάστηκαν και ανασκουμπώθηκαν να βοηθήσουν εθελοντικά (όταν τίποτα δεν είναι δυνατόν, εμείς χτυπάμε την πόρτα του αδύνατον). Οι ρεαλιστές, αγχωμένοι, πήραν μολύβι και χαρτί (ακόμα και να κερδίσεις τις εκλογές, τι μπορείς να κάνεις ουσιαστικά μόνος σου σ’ έναν δήμο – μαύρη τρύπα με τόσα οικονομικά σκάνδαλα, με τόσα χρέη και μάλιστα την ώρα της πιο βαθιάς κρίσης;). Ένας όμως είπε την πιο σοφή, όπως αποδείχτηκε, φράση: «Στην Ελλάδα σήμερα καλύτερα να είσαι πρωθυπουργός παρά δήμαρχος. Διότι κανένας δεν πρόκειται να πάει στον πρωθυπουργό να του παραπονεθεί ότι τα λούκια του βούλωσαν. Σε σένα θα το κάνουν όλοι. Ένας άνθρωπος που δεν έχει σκοπό ούτε να καταχραστεί δημόσιο χρήμα, ούτε να χρησιμοποιήσει τον δήμο ως βατήρα για την εκτόξευση της πολιτικής του καριέρας, πρέπει να είναι ανόητος αν πάει για δήμαρχος Αθηναίων».

Ή να έχει υποσχεθεί στον εαυτό του κάποτε, ότι θα κάνει ό,τι μπορεί, όταν πρέπει να το κάνει. Και να πιστεύει, παιδιόθεν, σε εκείνες τις δυο πασίγνωστα ζόρικες λεξούλες: θαρσείν χρη.

Ο Καμίνης τις πίστευε και γι? αυτό δέχτηκε την πρόκληση, σήκωσε το γάντι και άρχισε μια προεκλογική εκστρατεία που δεν είχε όμοιο μέχρι τότε: Χωρίς λεφτά για ξόδεμα, χωρίς γκράντε τηλεοπτικές καμπάνιες, χωρίς έμπειρη ομάδα εκλογολόγων/image makers/ δικτυωμένων παρατρεχάμενων, χωρίς μεγάλα λόγια. Ακόμη τον θυμάμαι (και χαμογελάω) να βγαίνει στα τηλεοπτικά πάνελ και να περιμένει ευρωπαϊκά ατάραχος τη σειρά του να απαντήσει απέναντι σ’ ένα εμπειρότατο τηλεοπτικά λαϊκιστή αντίπαλο που δεν είχε σκοπό να τον αφήσει να μιλήσει. Ποτέ δεν διέκοψε. Ποτέ δεν ασχημόνησε. Ποτέ δεν τραμπούκισε. Ποτέ δεν είπε κάτι που δεν πίστευε.

Οι ψηφοφόροι εξεπλάγησαν, αλλά όχι οι φίλοι του, ούτε οι συνεργάτες του στον Συνήγορο του Πολίτη, ούτε οι παλιοί φοιτητές του. Γιατί εμείς ξέρουμε ότι αυτός είναι ο τρόπος του Καμίνη: Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Το αντίστροφο ισχύει: Τα μέσα που χρησιμοποιείς φωτίζουν τον σκοπό που έχεις. Κι αυτός είχε σκοπό να αποδείξει πως μπορεί να κερδίσει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τα αβυσσαλέα προβλήματα αυτής της πόλης, που ζούσε τις χειρότερες στιγμές της, με ήθος, με τιμιότητα και με θάρρος. Και προς μεγάλη κατάπληξη των ρεαλιστών, κέρδισε!

Και τότε έκανε την έκπληξη νο 2: Αντί να πανηγυρίζει βολτάροντας στα κανάλια και τις πλατείες, εξαφανίστηκε τελείως από τις κάμερες, από τις εφημερίδες, από τις πρεμιέρες, από τη γυναίκα του, ακόμη και από τα παιδιά του. Εγκαταστάθηκε στο Δημαρχείο της Λιοσίων και βούτηξε με το κεφάλι στο δύσκολο και το άχαρο έργο πρώτα: άρχισε να βάζει σε τάξη τα λαβυρινθώδη οικονομικά, έστειλε στον εισαγγελέα όλες τις σκανδαλώδεις υποθέσεις, υιοθέτησε διαφανείς διαδικασίες για όλες τις οικονομικές συναλλαγές, ώστε να ελέγχει και να ελέγχεται.

Ο κόσμος -ακόμα και οι φίλοι του- αδημονούσαν. Πού είναι ο δήμαρχος, έλεγαν; Όλοι κατά βάθος περιμέναμε να τον δούμε στα τηλεοπτικά πάνελ ή να κρατάει το ψαλίδι που κόβει κορδέλες εικονικών έργων. Μια μέρα του το ?πα κι εγώ: «Μα, πού είσαι, βρε άνθρωπε του Θεού; Δήμαρχο βγάλαμε, όχι τον προφήτη Ηλία τον αναχωρητή». «Στο γραφείο είμαι και δουλεύω», μου απάντησε. «Γιατί άμα καίγεται η πόλη ή θα ?σαι με τον πυροσβεστήρα και θα προσπαθείς να σβήσεις τη φωτιά ή θα είσαι στα κανάλια να δηλώνεις ότι ΘΑ τη σβήσεις». Σωστά. Έπρεπε να την έχω μαντέψει την απάντηση. Γιατί αυτός είναι ο τρόπος του Καμίνη. Πρώτα κάνεις τη δουλειά και μετά βγαίνεις να τη διαφημίσεις.

Και την κάνει τη δουλειά. Δεν διαχειρίζεται απλώς την κρίση του δήμου. Προχώρησε μπροστά σε μια παράτολμη κατεύθυνση: τα έβαλε με όλες μαζί τις κατεστημένες νοοτροπίες δεξιά κι αριστερά, χωρίς να σκεφτεί το περίφημο πολιτικό κόστος: Κατέθεσε νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις, ώστε να μην κλείνει η πόλη χωρίς λόγο για 100 άτομα (το ήξερε ότι θα συκοφαντηθεί ως απολίτικη η κίνηση αυτή. Και όμως προχώρησε σε αντίθεση με τα κόμματα που το πάγωσαν, συνηθισμένα από χρόνια στην τακτική του «δεν τρελάθηκα να βγάλω εγώ το φίδι απ΄ την τρύπα»). Αρνήθηκε να κλείσει τον δήμο και συνέχισε να εξυπηρετεί τους δημότες, την εποχή που άλλοι συνάδελφοί του σφράγιζαν τις πόρτες τους, διαμαρτυρόμενοι απέναντι στο συγκεντρωτικό κράτος. Μόνος του έκανε αγωγή στο πανίσχυρο σωματείο των υπαλλήλων της τοπικής αυτοδιοίκησης, όταν η απεργία απειλούσε να πνίξει στα σκουπίδια την πόλη. Κοντράρισε σταθερά το σκεπτικό ότι όποιος επιθυμεί μπορεί να καταλαμβάνει με το έτσι θέλω τους δημόσιους χώρους που ανήκουν σε όλους τους δημότες (το ήξερε ότι θα δυσαρεστηθεί ένα τμήμα της Αριστεράς που υποστηρίζει τις καταλήψεις, αλλά αυτό δεν τον σταμάτησε. Όπως δυσαρέστησε και τους λεγόμενους Αγανακτισμένους, όταν καθάρισε την πλατεία Συντάγματος. Διότι αν αφήσεις την Αριστερά να αυθαιρετεί, με ποιο δικαίωμα μετά θα σταματήσεις τις παρανομίες της Χρυσής Αυγής; Γιατί και αυτή την ανάγκασε να υποταγεί στη νομιμότητα. Και αυτής της απαγόρευσε να καταλάβει χωρίς άδεια την Πλατεία Συντάγματος για να στήσει το δήθεν φιλανθρωπικό σόου της.)

Το ήξερε απ’ την αρχή πως θα ‘ταν δύσκολο. Αποφάσισε όμως να επικεντρωθεί στις δομές, να δημιουργήσει αντικειμενικά κριτήρια για τις προσλήψεις, ακόμα και εκεί όπου δεν ήταν αναγκασμένος να το κάνει, αποκλείοντας τον εαυτό του από μελλοντικά ρουσφέτια εκλογικής πελατείας. Είναι ο μόνος που προχώρησε στην αξιολόγηση των υπαλλήλων του δήμου. Ακόμα και στο κοινωνικό έργο του δήμου -που είναι πολύ μεγάλο- το θεαθήναι δεν είναι κριτήριο: ποιος ξέρει λ.χ. ότι εκτός των κανονικών συσσιτίων ο δήμος είχε την ευαισθησία να στέλνει στο σπίτι χιλιάδες μερίδες φαγητού σε οικογένειες που αδυνατούν για ψυχολογικούς λόγους να στηθούν στην ουρά για να φάνε ένα πιάτο φαϊ; Ή ότι εκτός των κανονικών συσσιτίων που γίνονται σε όλους τους παιδικούς σταθμούς του ο δήμος στέλνει και το σαββατοκύριακο φαϊ στο σπίτι στα άπορα παιδιά;

Ποιος ξέρει επίσης ότι έφτιαξε έναν θεσμό, τον Συνήγορο του Δημότη, και είχε το θάρρος να διορίσει στη θέση αυτή όχι έναν φίλο του, αλλά έναν νομικό που είχε επανειλημμένα βρεθεί απέναντί του; Ποιος τα ξέρει όλα αυτά; Ελάχιστοι μυημένοι του χώρου. Ποιος μπήκε στον κόπο να τα ψάξει; Κανείς, γιατί δεν έχουμε μάθει να ερευνούμε. Προτιμάμε όλοι την εύκολη καταγγελία. (Ποιος θυμάται λ.χ. τη συκοφαντική εκστρατεία που εξαπέλυσαν τα γνωστά μπλογκς κατά του Δημάρχου όταν έβγαλε τα παγκάκια της πλατείας για να τα ανακαινίσει. Ήταν σίγουροι πως τα πέταξε για να μη βρίσκουν καταφύγιο εκεί οι άστεγοι. Όταν όμως τα παγκάκια εμφανίστηκαν ξανά , κανείς δεν ζήτησε συγνώμη)

Αυτός είναι ο λόγος που αποφάσισα να γράψω αυτό το άρθρο. Για να απαντήσω σε όσους με ρωτάνε γιατί εκτιμάω τόσο τον Καμίνη – όχι ως φίλο. Τους φίλους τους αγαπάμε, αλλά δεν τους εκτιμάμε αναγκαστικά – ως δημόσιο λειτουργό.

Γιατί κάνει αυτό που θεωρεί καθήκον του, ακόμα κι αν τον βρίζουν και από τις δυο πλευρές του πολιτικού φάσματος. Γιατί αντέχει να προχωράει σχεδόν μόνος, παράγοντας ουσιαστική πολιτική σε μια μανιχαϊστική, φαρισαϊκή Ελλάδα. Γιατί πιστεύει ότι η νομιμότητα είναι μονόδρομος και οι δημοκρατικοί θεσμοί η μόνη καταφυγή μας. Γιατί αγνοεί τα επικοινωνιακά κολπάκια και το πολιτικό κόστος.

Γιατί αυτός είναι ο τρόπος του Καμίνη.

Υ.Γ.: Αφιερώνω αυτό το κομμάτι στον εθελοντή που γνώρισα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και ξανασυνάντησα έξι μήνες πριν σε μια MKO όπου ήμασταν και οι δύο εθελοντές. Άρχισε αμέσως να μου λέει πόσο απογοητευμένος ήταν από τον Καμίνη. Όταν τον ρώτησα έκπληκτη «γιατί;», μου απάντησε πως δεν τον διόρισε πουθενά, όπως περίμενε. Ο Καμίνης όμως δεν περίμενε ότι το περίμενες, του είπα. Και γι? αυτό ακριβώς τον ψήφισα εγώ.