Πολλοί ισχυρίζονται ότι η πολιτική που εφαρμόζεται, σήμερα, είναι μονόδρομος και οποιαδήποτε αλλαγή της θα ακύρωνε τις έως τώρα θυσίες. Η Τρόικα και τα Μνημόνια, όμως, δεν ενδιαφέρονται για το παραγωγικό σύστημα και την ανθρωπιστική κρίση αλλά για την εξυπηρέτηση του χρέους. Η ταύτιση της αναγκαίας δημοσιονομικής σταθερότητας με τη λιτότητα και την ύφεση και η εξάρτηση της εξυπηρέτησης του χρέους από το πλεόνασμα, δεν μας εγκλωβίζει απλά σε ένα αδιέξοδο λαβύρινθο. Η συνέχιση της πορείας στο δρόμο αυτό μπορεί να επιβληθεί μόνο με ολοένα μεγαλύτερη βία και αυταρχισμό, με ότι σημαίνει αυτό για ότι έχει απομείνει από τη δημοκρατία μας.
Με χρέος περίπου 320 δισεκ. ευρώ ή 175% του ΑΕΠ και επιβάρυνση χρέους περίπου 4,5% του ΑΕΠ, η Ελλάδα είναι αφερέγγυα. Η εξυπηρέτηση του χρέους και μόνο σε μια χώρα πού έχει ήδη χάσει το 25% του εθνικού της εισοδήματος, με 28% ανεργία, 4 εκατομμύρια πολίτες φτωχούς και κοινωνικά αποκλεισμένους, που δεν μπορούν, δηλαδή, να συμμετέχουν με αξιοπρέπεια στην κοινωνική ζωή γιατί τους λείπουν τα στοιχειώδη της καθημερινής διαβίωσης, σημαίνει ότι το μέγεθος των πρωτογενών πλεονασμάτων που απαιτεί η εξυπηρέτηση του χρέους καταδικάζουν τη χώρα σε ένα μόνιμο αναπτυξιακό και κοινωνικό τέλμα και σε επιδείνωση της ανθρωπιστικής κρίσης. Εντός του 2014, συνεπώς, θα απαιτηθεί μια νέα συμφωνία με την Ευρώπη για ένα πρόβλημα που είναι και Ευρωπαϊκό.
Μια νέα και επωφελής συμφωνία με την Ευρώπη πρέπει να υπερβαίνει τα αδιέξοδα των Μνημονίων αλλά και την αδιαφάνεια, την έλλειψη λογοδοσίας και την ανάρμοστη συμπεριφορά προς εκλεγμένους εκπροσώπους των πολιτών μιας τρόικας τεχνοκρατών που δίνει εντολές και επιβάλλει λάθος συνταγές. Το περιεχόμενο της συμφωνίας αυτής πρέπει να είναι, από τη πλευρά μας, η διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους με τρόπο πειστικό για τις αγορές, περιοριζόμενο, για παράδειγμα, κάτω του 100% του ΑΕΠ μέχρι το 2020 μέσω μιας ουσιαστικής μείωσης του επιτοκίου στο «κρατικό χρέος», την επέκταση της διάρκειας των δανείων που λήγουν τη τρέχουσα διετία από τις κεντρικές τράπεζες, την μεταφορά μέρους των δανείων που κατευθύνθηκαν στις τράπεζες στον ESM, κλπ. Η ουσιώδης επιδίωξή μας, ωστόσο, πρέπει να είναι η σύνδεση της εξυπηρέτησης του χρέους με την παραγωγική κοινωνική ανάπτυξη, που με τη σειρά της απαιτεί ειδικές κεφαλαιακές ροές για την χρηματοδότηση μιας αληθινής κοινωνικής αναπτυξιακής ανασυγκρότησης. Η κρίσιμη προϋπόθεση για να συμφωνήσουν οι δανειστές δεν θα είναι απλά η δέσμευση για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, αλλά η πολιτική αξιοπιστία και φερεγγυότητα της δέσμευσης αυτής. Ο τρόπος αξιοποίησης των 21 δισ. ευρώ του νέου ΕΣΠΑ θα αποτελέσει ένα αποφασιστικό πεδίο δοκιμασίας και ελέγχου της αξιοπιστίας μας, γιατί στην πράξη το ΕΣΠΑ είναι μια ήδη εξασφαλισμένη αρχική και μη δανειακή αναπτυξιακή χρηματοδότηση, σαν αυτή που επιδιώκουμε να διεκδικήσουμε σε μεγαλύτερη κλίμακα στο μέλλον.
Η πορεία εξόδου από την κρίση θα εξαρτηθεί, πρώτον, από την αντιμετώπιση των παθογενειών του κρατικο-οικονομικού κατεστημένου και την αποικιοποίηση του δημοσίου από ένα ιδιότυπο οικονομικό κρατικοδίαιτο παρακράτος που αναπτύχθηκε παρασιτικά γύρω από το κράτος και εξακολουθεί να το απομυζά ποικιλοτρόπως, στο οποίο οφείλεται η οικονομική διάβρωση και η παραγωγική αδυναμία της χώρας. Δεύτερον, τον μετασχηματισμό του κρατικού μηχανισμού από κομματικό εργαλείο νομής της εξουσίας σε εργαλείο πολιτικής, δηλαδή ευρύτατες ανατροπές όχι απλά στον κράτος αλλά στο κοινωνικο-πολιτικό κατεστημένο, τις παθογένειες των κομμάτων και τις νοοτροπίες και πρακτικές που αναπαράγουν τον πελατειακό κρατισμό, τον συντεχνιασμό και τον λαϊκισμό. Στο πεδίο αυτό – που δεν αφορά μόνο τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, αλλά χαρακτηρίζει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το σύνολο του πολιτικού μας συστήματος – το κρίσιμο σημείο είναι η λειτουργία των θεσμών για το συλλογικό συμφέρον. Η έξοδος από την κρίση απαιτεί, συνεπώς, μια στρατηγική διμέτωπης ρήξης.
Στην καρδιά της οικονομικής κρίσης βρίσκεται η πολιτική κρίση και αποτυχία. Στη πολιτική σκηνή κυριαρχεί η πόλωση του νέου δικομματισμού αλλά στα δυο αντίπαλα στρατόπεδα υπάρχουν φωνές νηφαλιότητας, ωριμότητας και ρεαλισμού. Η κρίσιμη μεταβλητή είναι ο λεγόμενος τρίτος πόλος. Για να διαδραματίσει τον καταλυτικό του ρόλο στη τρέχουσα ιστορική συγκυρία απαιτείται να έχει μια σαφή και συγκεκριμένη αξιακή και ιδεολογική οριοθέτηση αλλά να αναγνωρίζει, ταυτόχρονα, ότι η ώρα που διακυβεύονται τα πάντα για τη χώρα είναι μια ώρα υπέρβασης, στρατηγικών ρήξεων και εθνικών προτεραιοτήτων που απαιτεί την αμοιβαία ανοχή και την συνύπαρξη διαφορετικών αξιών και ιδεολογιών, δεξιών και αριστερών. Να τοποθετείται όχι γενικά επί της «δεξιάς», αλλά επί του νεοφιλελευθερισμού και ιδιαίτερα επί των συγκεκριμένων πολιτικών που υλοποιούνται σήμερα. Ο τρίτος πόλος δεν μπορεί να συγκροτηθεί στη βάση μιας γενικόλογης μεταρρυθμιστικής ιδεολογίας, χωρίς σαφείς τοποθετήσεις. Δεν μπορεί επίσης να προϋποθέτει την διάλυση ιστορικών πολιτικών σχηματισμών όπως το ΠΑΣΟΚ, ούτε να προσανατολίζεται σε μια μονόπλευρη στρατηγική σύγκλιση προς τα δεξιά και εκ των προτέρων αποκλεισμούς προς τα αριστερά. Η αξιωματική αντιπολίτευση είναι ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα, πολύ πιο σύνθετο και πολύπλοκο από τις «εθνολαϊκιστικές» και «νεοκομμουνιστικές» κορώνες ορισμένων στελεχών του. Η ανάκτηση των κοινωνικών ερεισμάτων και η αναγκαιότητα της διμέτωπης ρήξης απαιτούν συγκεκριμένο κοινωνικό σχέδιο με σαφήνεια και καθαρές τοποθετήσεις αλλά και δυνατότητα ανοχής, σύνθεσης και συνύπαρξης. Τα κρίσιμα αυτά στοιχεία λείπουν από την πρωτοβουλία των ‘58’.