Πρόσφατα το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος οργάνωσε ένα υψηλού επιπέδου συνέδριο για τον ρόλο του μη-κερδοσκοπικού τομέα, γνωστού και ως Τρίτου Τομέα, στη δημιουργία μιας κοινωνίας πρόνοιας. Μιας κοινωνίας πρόνοιας που συμπληρώνει και συνυπάρχει με το κράτος πρόνοιας. Η συζήτηση αυτή όμως για την κοινωνία πρόνοιας ξεπερνά την πρωτοβουλία του συγκεκριμένου Ιδρύματος. Διότι είναι μια συζήτηση που αφορά τη συλλογική μας ικανότητα να παράγουμε, σε βιώσιμο κόστος και αποδεκτή ποιότητα, τα δημόσια αγαθά που τόσο έχουμε ανάγκη. Είναι μια συζήτηση που πρέπει να έχει τα χαρακτηριστικά του δημόσιου διαλόγου και της αναπόφευκτης πολιτικής αντιπαράθεσης.
Θα αρχίσω λέγοντας ότι ναι μεν έχουμε εμφανώς αποτύχει να κατασκευάσουμε ένα αποτελεσματικό κράτος πρόνοιας, έχουμε αποδείξει όμως στο πρόσφατο παρελθόν την ικανότητα να κατακτήσουμε υψηλό βαθμό συλλογικής πρόνοιας σε αναρίθμητες ελληνικές κοινότητες.
Αυτό που σήμερα αποκαλείται Τρίτος Τομέας υπήρξε παλαιότερα, σε πόλεις σαν την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια, τη Φιλιππούπολη αλλά και τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, η κύρια μορφή συλλογικής οργάνωσης του Ελληνισμού. Γνωρίζουμε τους μεγάλους ευεργέτες όπως τον Παπάφη, τον Μαρασλή, τον Ζάππα. Ξεχνούμε όμως ότι αυτοί οι ευεργέτες λειτούργησαν μέσα σε ένα πλαίσιο συλλογικής οργάνωσης που αποτελούνταν από φορείς -αναφέρω ενδεικτικά τον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως και τη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Ανδρών Θεσσαλονίκης- με διαχρονική αποτελεσματικότητα. Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, και άλλων πόλεων της σημερινής ελληνικής επικράτειας, μετά την ανεξαρτησία του 1912, το ελληνικό κράτος επέλεξε τη διάλυση αυτού του Τρίτου Τομέα μέσα από την ενσωμάτωσή του στον κρατικό μηχανισμό.
Δεν έκαναν άλλες χώρες το ίδιο λάθος. Το Ισραήλ μετά την σύστασή του διατήρησε τον ανάλογο Τρίτο Τομέα. Στο Ισραήλ τα πανεπιστήμια, τα ερευνητικά κέντρα, τα μουσεία, τα νοσοκομεία, τα κέντρα πρόνοιας, ανήκουν στον Τρίτο Τομέα. Οι οργανισμοί του Τρίτου Τομέα παραγάγουν βασικά δημόσια αγαθά -παιδεία, υγεία, έρευνα- έχοντας ως κύριο χρηματοδότη τους το κράτος και βασιζόμενα για ένα 10-20% των δαπανών τους σε ιδιωτικές χορηγίες. Αυτό το μοντέλο, με όλα τα προβλήματά του, έχει αποδώσει αποτελεσματικότητα, χρηστή διαχείριση και ικανότητα ανάληψης πρωτοποριακής δράσης σε ισραηλινά ιδρύματα και οργανισμούς σε επίπεδα που παραμένουν όνειρο θερινής νυκτός για την Ελλάδα.
Τι προτείνω; Τη μετατροπή ερευνητικών κέντρων, νοσοκομείων, μουσείων, θεάτρων και άλλων τέτοιων οργανισμών σε μη-κερδοσκοπικά ΝΠΙΔ. Τον διορισμό των μελών των διοικητικών τους συμβουλίων από τα υπεύθυνα υπουργεία και κυρίως την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Την υποχρέωση αυτών των Δ.Σ. να διορίζουν τις διοικήσεις αυτών των οργανισμών μέσα από διεθνείς, ανοιχτούς διαγωνισμούς. Τη διατήρηση του Δημοσίου ως του κύριου χρηματοδότη αυτών των οργανισμών, αλλά και την καταστατική δέσμευση να αναζητήσουν συμπληρωματική χρηματοδότηση από ιδιώτες χορηγούς. Την άσκηση διαχειριστικού ελέγχου ex post, και όχι ex ante, από το Ελεγκτικό Συνέδριο ή όποιον άλλο αξιόπιστο μηχανισμό.
Τι πιστεύω ότι θα συμβεί με μια τέτοια αλλαγή; Οι οργανισμοί αυτοί θα αποκτήσουν πρωτοφανή διοικητική ευελιξία. Θα πάψουν να καταναλώνουν το 30% και πάνω του χρόνου και της ενέργειάς τους στην ικανοποίηση απηρχαιωμένων διοικητικών προβλέψεων και ελεγκτικών λειτουργιών (που επιβαρύνουν τα ΝΠΔΔ και που δεν μας απέτρεψαν από το να είμαστε μια από τις πιο αναξιοκρατικές και διεφθαρμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης). Θα διαμορφώσουν στρατηγικές δεχόμενοι τα ερεθίσματα των τοπικών κοινωνιών που εξυπηρετούν. Θα διευρύνουν τους πόρους τους απευθυνόμενοι στη χορηγική κοινότητα και θα βελτιώσουν τη διακυβέρνησή τους για να ικανοποιήσουν τις αυξημένες απαιτήσεις των χορηγών τους.
Τα υπουργεία, που θα παραμείνουν ως βασικοί χρηματοδότες τους, θα μπορέσουν να αποκτήσουν τον περιζήτητο ρόλο του κράτους στρατηγείου, αποποιούμενα τον σημερινό ρόλο του πελατειακού micromanager. Τα υπουργεία θα εστιασθούν στον προσδιορισμό στόχων, στη διάχυση βέλτιστων πρακτικών, στην ενθάρρυνση πρωτοποριακών πρωτοβουλιών από τους χρηματοδοτούμενους οργανισμούς τους.
Το προσωπικό αυτών των οργανισμών δεν θα είναι δημόσιοι υπάλληλοι, και θα λειτουργούν σε περιβάλλον διοικητικής ευελιξίας και προσωπικής ανέλιξης. Θα δημιουργηθεί μια δυναμική αγορά στελεχών -επιμελητών μουσείων, οικονομικών διευθυντών, στελεχών υπεύθυνων για την άντληση χορηγιών, στελεχών υπεύθυνων για τις εμπορικές εκμεταλλεύσεις πατεντών ερευνητικών ιδρυμάτων- που θα μετακινούνται ανάλογα με τις ευκαιρίες που τους δίνονται.
Ο αναγεννημένος Τρίτος Τομέας θα αποτελείται και από φορείς η χρηματοδότηση των οποίων θα προέρχεται από ιδιώτες χορηγούς. Η πρότασή μου βασίζεται στην υιοθέτηση γενναίων φοροαπαλλαγών σε δωρεές προς τα ιδρύματα του Τρίτου Τομέα: στα ιδρύματα που θα μεταφερθούν στον Τρίτο Τομέα από το κράτος, στην Εκκλησία και τα ιδρύματά της και στα μη-κερδοσκοπικά ιδρύματα που έχουν ιδρυθεί από ιδιώτες και την Κοινωνία των Πολιτών. Η απόδοση τέτοιων φοροαπαλλαγών καθιστά αναγκαία την ίδρυση μιας ισχυρής ελεγκτικής αρχής, με πιθανό μοντέλο το Βρετανικό England and Wales Charity Commission, που θα βεβαιώνει ότι οι οργανισμοί του Τρίτου Τομέα δεν χρησιμοποιούνται ως μέσο φοροδιαφυγής από τους ιδρυτές και διαχειριστές τους.
Πριν από εκατό περίπου χρόνια το ελληνικό κράτος, συνάμα με την εδαφική του επέκταση, επέκτεινε το μέγεθος και τις ευθύνες του, αφομοιώνοντας και διαλύοντας τον σύνθετο όσο και αποτελεσματικό κοινωφελή τομέα των ελληνικών κοινοτήτων. Σιγά σιγά το συγκεντρωτικό κράτος απέκτησε χαρακτηριστικά σοβιετικού τύπου, ευνούχισε την πρωτοβουλία και την συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, και διέλυσε με την ισοπέδωση προς τα κάτω την παιδεία. Το ίδιο αυτό κράτος σήμερα καλείται να ανακτήσει τη χαμένη αξιοπιστία του, αλλά και να μπορέσει να ικανοποιήσει τις προσδοκίες των πολιτών του, μικραίνοντας αυτή τη φορά τον εαυτό του και μεγαλώνοντας, αντίστοιχα, τον κοινωφελή, Τρίτο Τομέα της χώρας μας.