Kοντεύουν κιόλας 14 χρόνια από την τελευταία φορά που μίλησα με τον αείμνηστο σκηνοθέτη Λευτέρη Βογιατζή. Στο καμαρίνι του, στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Παρουσίαζα τότε στην ΕΤ-1 μια εκπομπή βιβλίου, το «Πνεύμα αντιλογίας», και η κουβέντα μας ήταν γύρω από ένα φαινομενικά βατό θέμα, τη γνωριμία του Βογιατζή με το συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα, προορισμένη να ενσωματωθεί σ’ ένα άτυπο τηλεοπτικό πορτρέτο του τελευταίου. Όσοι όμως έχουν πάρει συνέντευξη από τον Βογιατζή και, κυρίως, όσοι έχουν δουλέψει μαζί του –μεταξύ των οποίων τόσο η μάνα όσο και η νονά του γιου μου– πικρά γνωρίζουν ότι για το μακαρίτη δεν υπήρχε βατό θέμα. Κάθε θέμα παρουσίαζε τον ύψιστο βαθμό δυσκολίας. Όποια πρόταση τολμούσε ν’ ακολουθήσει το κακοτράχαλο μονοπάτι που οδηγούσε από τη φαιά ουσία του Βογιατζή έως τα χείλη του, συναπαντούσε στο διάβα της αναρίθμητες άλλες προτάσεις, πλακωνόταν μαζί τους, μαλλιοτραβιόταν κι έφθανε στο τέρμα τσουρομαδημένη. Στον επιδερμικό τηλεθεατή –τουτέστιν, στην πλειοψηφία– ο Λευτέρης Βογιατζής έδινε την εντύπωση ενός ανθρώπου ανίκανου να βάλει με στοιχειώδη ευχέρεια το ουσιαστικό δίπλα στο ρήμα ή στο επίθετο. Στον ψυχοπονιάρη, ενός ανθρώπου βασανισμένου.
Στον αντίποδα του Βογιατζή, η σημερινή Βουλή –όπως και η χτεσινή, όπως και η προχτεσινή, όπως η παντοτινή– βρίθει από ρήτορες με στεντόρεια φωνή και ακόμη πιο στεντόρειες απόψεις. Κανένα κακοτράχαλο μονοπάτι δεν συνδέει τη δική τους φαιά ουσία με τα δικά τους χείλη, τουναντίον, ενώνονται με μια φαρδιά λεωφόρο ταχείας κυκλοφορίας, μια Εγνατία Οδό, όπου καμία άλλη άποψη δεν τις παρενοχλεί και αν, παρ’ ελπίδα, πεταχτεί ξαφνικά μπροστά τους, σαν αδέσποτο κατσίκι, την εκσφενδονίζουν στον αέρα με χίλια. Είναι τόσο σίγουρες για τον εαυτό τους τούτες οι διανοητικές Μαζεράτι, που θα μπορούσαν κάλλιστα και ν’ αποσπάσουν το σαρκίο από τη φωνή τους, να πεταχτούν για ένα τσιγάρο ή έναν καφέ στα όρθια, και η φωνή τους εκεί, απερίσπαστη, ατρόμητη, ακλόνητη, να συνεχίζει το φιλιππικό με αυτόματο πιλότο. Οι καλοί μου συνάδελφοι έχουν συλλάβει το βαθύτερο νόημα. Εάν είναι οι ίδιες οι σκέψεις που σε εμποδίζουν να εκφράσεις τις σκέψεις σου, τόσο το χειρότερο για τις ίδιες τις σκέψεις. Τις εκφράζεις καλύτερα, αν δεν έχεις καμία.
Δεν γνωρίζω αν είναι δύσκολοι καιροί για πρίγκιπες – αναμφίβολα, ωστόσο, είναι δύσκολοι καιροί για σκεπτικιστές. Ποτέ ο σκεπτικισμός δεν έγινε μέρος του λάιφ στάιλ, όπως και ποτέ ο Ντάστιν Χόφμαν και ο Γούντι Άλεν δεν στοίχειωσαν τις γυναικείες ονειρώξεις, όσο και αν σας παραμυθιάζουν περί του αντιθέτου οι κοντοί και οι μύωπες. Μολαταύτα, υπήρξε πράγματι εποχή ασυγκρίτως πιο ανεκτική προς το σκεπτικισμό από τη δική μας. Δεν έχουν άδικο όσοι αντιμετωπίζουν το σκεπτικισμό ως μια πολυτέλεια που ταιριάζει σε λιγότερο ταραγμένους καιρούς. Δεν θα στείλεις το στρατό στη μάχη, σου λένε, με την Πωλίνα να παιανίζει «Πάμε για τρέλες στις Σεϊχέλες». Συμφωνώ – χρειάζεσαι κάτι πιο σε «Ούγκα-Ούγκα», πιο σε «Εγέρθητου». Η τραγωδία όμως έγκειται στο γεγονός ότι μόνο ο σκεπτικισμός μπορεί να σου εξηγήσει πώς κατέληξες σε αυτούς τους ταραγμένους καιρούς και, πρωτίστως, πώς θα μπορέσεις ν’ απεγκλωβιστείς. Ούλτρα σαδιστικό, αν το καλοσκεφτείς. Οι απαντήσεις βρίσκονται στο μοναδικό βιβλίο που δεν θέλεις να διαβάσεις.