Ο Τραγουδόσπορος

Κώστας Σπυρόπουλος 25 Απρ 2014

-Μάκη, γιατί έφτιαξες αυτή την επιχείρηση στο χωριό σου (στο Ψάρι Γορτυνίας);

-Ήθελα να γυρίσω στο χωριό, απ’ όπου φύγαμε κυνηγημένοι το ’48, κυνηγημένοι με πέτρες και με σφαίρες, ήθελα να γυρίσω, λοιπόν, εδώ και να προσφέρω δουλειά και συνεργασία στους συγχωριανούς, όχι μόνο σε φίλους, αλλά και στα παιδιά και τα εγγόνια των διωκτών μας.

Η κουβέντα γίνεται πριν από 7 χρόνια, στην «Αρκαδιανή» μια πρότυπη αγροτουριστική επιχείρηση. Στην αρχή δεν καταλαβαίνω τι είδους «πρότυπη» και «αγροτουριστική» είναι, αφού το μόνο που βλέπω είναι μια ταβέρνα, με ομολογουμένως πεντανόστιμα πιάτα, όλα αρκαδικής παραδοσιακής κουζίνας. Μου δείχνει, δίπλα στην ταβέρνα, το μαγαζί με δεκάδες τοπικά προϊόντα, όλα υπό το ενιαίο brand «Αρκαδιανή», παραδίπλα μου παρουσιάζει το εργαστήριο ζυμαρικών με τον νερόμυλο, τις σκάφες για το ζύμωμα και τον φούρνο για να μαθαίνουν οι νέοι και να ζυμώνουν και να ψήνουν το δικό τους ψωμί και τις χυλοπίτες, αλλά τα καλύτερα, τα κρατάει για το τέλος:

– Πάνω είναι το κέντρο έρευνας και βιβλιογραφικής τεκμηρίωσης της ελληνικής μαγειρικής.

-Κέντρο Έρευνας; -άνοιξα το στόμα δύο πιθαμές.

Ανεβαίνουμε και αντικρίζω μια βιβλιοθήκη με χιλιάδες τόμους βιβλίων και περιοδικών, υπολογιστές και δύο κυρίες, χωμένες στην οθόνη τους, τόσο απορροφημένες στη δουλειά τους ώστε δε μας πήραν είδηση. «Εδώ, άπιστε Θωμά, ξερόλα δημοσιογράφε,πληκτρολόγησε όποιο λήμμα θες σχετικά με την μαγειρική στην Ελλάδα και θα βρείς ηλεκτρονικά την ψηφιακή βιβλιογραφική αποδελτίωσή της. Μόνο κάν? το ήσυχα γιατί οι δυο κυρίες που βλέπεις, είναι από πανεπιστήμια και κάνουν έρευνα». Κόκαλο ο ξερόλας.

Πριν κατεβούμε στην ταβέρνα με πάει στο παράθυρο και μου δείχνει ένα υπαίθριο αμφιθεατρικό θεατράκι. «Εδώ το καλοκαίρι θα κάνουμε και παραστάσεις».

Περνώντας από το μαγαζί βλέπω χυλοπίτες, μαρμελάδες, γλυκά του κουταλιού, αποξηραμένα φρούτα, ρίγανες και βότανα, λάδια, ξύδια και τσίπουρα.

-Ποιοι τα φτιάχνουν όλα αυτά και ποιος τα μαζεύει εδώ;

-Γυρνάω τα χωριά, δοκιμάζω και μετά αρχίζει το τέστ. «Πότε μπορείς κυρά Λένη να φτιάξεις 5 κιλά από το ίδιο γλυκό, ή τη μαρμελάδα; Ξαναδοκιμάζω την παραγωγή της. Αν έχει την ίδια ποιότητα, τότε την κάνω προμηθευτή μου και της δίνω τακτικά παραγγελίες. Σε όλα τα προϊόντα, προσφέρουμε τυποποίηση και υπηρεσίες branding / marketing.

-Τα λάδια, τα τσίπουρα;

-Τα ανακάλυψα, χάρη σε έναν φίλο, έναν ταλαντούχο παραγωγό. Φοβήθηκε μην του ζητήσω μεγάλες ποσότητες. Τον καθησύχασα. Του έδειξα, όμως, ότι αν συνδυάσουμε το τσίπουρό του με τοπικά γλυκά κουταλιού, τότε φτιάχνουμε μοναδικά λικέρ. Και το τσίπουρο είναι τόσο ωραίο, που το ονομάσαμε Τραγουδόσπορο. Το πίνεις κι αμέσως το τραγούδι έρχεται στα χείλη σου.

Ο Μάκης Παπούλιας, έφυγε με τα δυό του αδέλφια από το Ψάρι Μεγαλόπολ,ης το ΄48. Ήρθαν στην Αθήνα να χαθούν στην ανωνυμία και να γλιτώσουν το κυνηγητό. Δουλειά και νυχτερινό σχολείο και κατόπιν δουλειά, σπουδές και Αριστερά. Πρώτα ο Μίμης, ο μικρότερος, μαθηματικός για να σπουδάσει μετά οικονομικά στη Ρώμη, στο Λονδίνο και στο Χάρβαρντ. Εμείς, οι υπόλοιποι, τον γνωρίσαμε ως τον καθηγητή Δημήτρη Παπούλια, πρόεδρο στον ΟΤΕ και τη ΔΕΗ, ειδικό γραμματέα των ΔΕΚΟ στο Υπουργείο Οικονομίας. Ο Μάκης, πήγε στην ΑΣΟΕΕ, στην επίσημη Αριστερά -όχι για πολύ- επιστήθιος φίλος και συνοδοιπόρος του Σωτήρη Πέτρουλα. Επιχειρηματίας, από τους πρώτους που ανακάλυψαν την αγορά της Κίνας στο εξαγωγικό και εισαγωγικό εμπόριο.

Γύρισε στο χωριό του, έκανε μια μεγάλη επένδυση. Στην αρχή είπε στη γυναίκα του «μην ανησυχείς, μια μέρα τη βδομάδα θα ?ρχομαι». Τώρα μια μέρα μένει στην Αθήνα. Τις υπόλοιπες διδάσκει ζωντανά επιχειρηματικότητα σε γιαγιάδες, λαδάδες, οινοποιούς και στα παιδιά και τα εγγόνια, «ακόμα και εκείνων, που μας κυνήγησαν». Κάπως έτσι τελειώνει ο εμφύλιος σε μια βασανισμένη χώρα. Με τραγουδόσπορο.