Η εμφάνιση -και εξαφάνιση- των διαφόρων λιστών και η προφανής προϊούσα κατάρρευση όχι μόνο του πολιτικού συστήματος, αλλά και του εξαμβλωματικού κοινωνικού και οικονομικού συστήματος που οικοδομήθηκε τα τελευταία 60 χρόνια, πέρα από τα τρέχοντα αναδεικνύουν και τα διαχρονικά:
Πρώτον, τη χρεωκοπία του μεταπολεμικού νόθου και κατ’ επίφασιν αστισμού, που ακριβώς επειδή αξιοποιούσε τις ευκαιρίες που δημιουργούσε το πελατειακό και κομματοκρατούμενο κράτος, παρέμεινε σε βαθμό καθοριστικό για το ποιόν και το χαρακτήρα του, δέσμιος μιας εργολαβικής, μεταπρατικής αντίληψης του επιχειρείν. Του αστισμού που πρότασσε τον εσπευσμένο πλουτισμό, όχι ως αποτέλεσμα εκλογικευμένης επένδυσης, συσσωρευμένης γνώσης, εφευρετικότητας και μακροχρόνιας εργασίας, αλλά ως προϊόν διαπραγμάτευσης κρατικών και τραπεζικών «επιδοτήσεων», που ενισχύονταν σε ευθεία αναλογία με την ικανότητά του να διαφθείρει και να διαφθείρεται. Που ευημερούσε αυτάρεσκα και επιδείκνυε ναρκισιστικά την πολιτισμική και πνευματική του ένδεια, ακροβατώντας ανάμεσα σ’ έναν άναρθρο μιμητισμό του γράμματος και ποτέ του πνεύματος του ευρωπαϊκού μοντερνισμού και την έπαρση μιας ακατάσχετης ελληνοκεντρικής κενολογίας.
Δεύτερον, την οριστική πτώχευση της νεοελληνικής ιδεολογίας του ελληνοκεντρισμού, που αν και κατά καιρούς έπαιρνε διαφορετικές μορφές -άλλοτε «νεωτερίζουσες» κι άλλοτε μεταφυσικές, άλλοτε αρχαιολατρικές και άλλοτε ελληνοχριστιανικές- δεν έκρυβε ποτέ ότι είχε μετατρέψει σε ιδεολογία τον εαυτό του, αναγάγοντας την ελληνικότητα σε φοβικό, αμυντικό και αναπληρωματικό μηχανισμό ενός έθνους που αφενός δεν παράγει τίποτε υλικά ή πνευματικά και αφετέρου έχει εκποιήσει οτιδήποτε μη αυτοαναφορικό, οτιδήποτε δηλαδή θα μπορούσε να έχει αξιώσεις οικουμενικότητας. Γιατί μόνο το ανοιχτό, αυτό που υπερβαίνει τον εαυτό του και γίνεται ικανό να ενεργοποιήσει και να εμψυχώσει το πανανθρώπινο, μπορεί να είναι ουσιωδώς «κέντρο», να νοηματοδοτεί μια οικουμενική ιδιαιτερότητα και να προσθέτει αξία. Αλλιώς είναι «κέντρο» ποιού ακριβώς ευρύτερου κόσμου, «τίνος πράγματος»;
Η χρεωκοπία όλων των εκδοχών του ελληνοκεντρισμού, βέβαια, δεν σημαίνει την αυτόματη πολιτική του κατάρρευση. Αντίθετα, και στο βαθμό που κανένα αντίπαλο δέος δεν έχει αρθρωθεί συστηματικά και σε βάθος τις τελευταίες δεκαετίες, ο ελληνοκεντρισμός στις πιο φτωχές, φτηνές, πιθανά και εγκληματικές εκδοχές του, θα συνεχίσει να συνεγείρει και να καλεί σε μία συσπείρωση στον εαυτό μας και μία αναδίπλωση της Ελλάδας «σε μια στενή και παράπλευρη» λωρίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, που δεν οδηγεί πουθενά παρά μόνο στο «θέαμα» του παρελθόντος. Η απήχηση των αριστερών και δεξιών εκδοχών τού «μπορούμε και μόνοι μας», είναι πιθανό να μετατραπεί, αν δεν έχει μετατραπεί ήδη, σε πλειοψηφικό ρεύμα. Όμως, επιλέγω ένα δρόμο σημαίνει κατευθύνομαι κάπου, αγαπώ τα μάκρη, στοχεύω στις γραμμές των οριζόντων, δεν περιχαρακώνομαι στο περιορισμένο.
Τρίτον, τη μερική τουλάχιστον αποτυχία των εκσυγχρονιστικών εγχειρημάτων των αρχών της δεκαετίας του ’60 και του τέλους της δεκαετίας του ’90, τα οποία, πέρα από τις πολλές διαφορές τους, είχαν ένα κοινό κεντρικό χαρακτηριστικό: Αντιλαμβάνονταν τον εκσυγχρονισμό μονοσήμαντα και μηχανιστικά, ως ερχόμενο από τα έξω, ως αποτέλεσμα της προϊούσας εμβάθυνσης της ένταξης της ελληνικής κοινωνίας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ενοποίησης, ακόμα και χωρίς την παράλληλη ριζική μεταρρύθμιση των δομών του κράτους και της κοινωνίας. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που διορατικά χάραξε την πορεία της Ελλαδας προς την ΕΟΚ, την ίδια στιγμή επέκτεινε και εμβάθυνε το πελατειακό κράτος και έβαλε τα θεμέλια για την εξαμβλωματική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και της αστικής χωροταξίας στη βάση του εργολαβισμού και του κομματοκρατούμενου μεταπρατισμού.
Ομοίως, για να κρίνουμε το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα της δεκαετίας του ’90, δεν αρκεί η επιτυχία της ένταξης στην ΟΝΕ και στις διαδικασίες ευρύτερης πολιτικής ολοκλήρωσης, όσο σημαντικές κι αν είναι αυτές. Χρειάζεται να αναστοχαστούμε το βάθος και το εύρος των μεταρρυθμίσεων στο κράτος, την παραγωγή, την παιδεία και τον πολιτισμό. Η έλλειψη ριζικών μεταρρυθμίσεων, που στόχο θα είχαν, όχι μόνο τον διαχωρισμό του κράτους από την εκκλησία, αλλά και την ουσιαστική ένταξη της Ελλάδας σε διαδικασίες πολιτισμικής και πολιτικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, είναι αυτή που οδήγησε στη χρεωκοπία και τα μνημόνια. Η έλλειψη στρατηγικού μεταρρυθμιστικού σχεδίου και η απουσία κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων ικανών να το υλοποιήσουν – καθώς η κομματοκρατούμενη δημόσια ζωή αναδείκνυε σ’ όλα τα επίπεδα όχι μόνο όποιους δεν ήταν άξιοι, αλλά κυριολεκτικά τους χειρότερους ( όχι αναξιοκρατία αλλά κακιστοκρατία) – μας οδηγούν σχεδόν στην απελπισία όταν αναλογιζόμαστε ποιοι δίνουν τις κρίσιμες μάχες για το μέλλον. Ο επόμενος χρόνος, όμως, είναι πιθανά ο πιο κρίσιμος στην ιστορία της μεταπολεμικής -τουλάχιστον- Ελλάδας. Γι’ αυτό, πέρα από τις άλλες λίστες, αναζητούμε κυρίως μία: Αυτή των ικανών, τολμηρών και εμπνευσμένων.