Ο Θουκυδίδης, ο λοιμός των Αθηνών και η εποχή μας

Αικατερίνη Μπέζα- Τσουρουπάκη, 23 Φεβ 2021

″Χρόνος παρών και περασμένος χρόνος

Είναι ίσως και οι δυο παρόντες στον μελλοντικό καιρό.

Και το μέλλον περιέχεται στο παρελθόν.″

Τ.Σ. Έλιοτ, Τα τέσσερα κουαρτέτα.

-


Ποτέ άλλοτε η ανάγκη να καταφύγουμε στο παρελθόν – εικονογραφώντας την ιστορία και τα κοινωνικο – ιστορικά συμβάντα, ως μια ειδική ισχυρή συνέχεια – για να φθάσουμε σε πραγματική κατανόηση του παρόντος, δεν υπήρξε τόσο επιτακτική όσο είναι σήμερα.

Είναι αναντίρρητα ο καλύτερος τρόπος να συλλάβουμε την ιδιαιτερότητα και τη μοιραιότητα της εποχής που ζούμε, η οποία σπεύδει να διακηρύξει το τέλος της ολότητας του εφησυχασμού, που συνεπάγεται τον αναγκαστικό στοχασμό, εφόσον η ζωή βρίσκεται σήμερα υπό απειλήν και απαιτεί την επιστροφή στο ίδιο της το κοινωνικο – ιστορικό παρελθόν για να το διαυγάσει.


Η διαύγαση γίνεται ιδιαίτερα φανερή, εφόσον η ιστορία επαναλαμβάνεται και έννοιες, διαδικασίες, μορφές, αποχρώσεις, μεταφερμένες από ένα μακρινό πολιτισμό, ανοίκειες, όπως τότε και τώρα, μας οδηγούν σε κοινούς τόπους και μας φέρνουν αντιμέτωπους με τα ίδια επώδυνα συναισθήματα.

Μας οδηγούν αναπότρεπτα στη ζωντανή ανάγνωση της ιστορίας του λοιμού των Αθηνών, που μας χαρίζει ο ιστορικός Θουκυδίδης, ο οποίος με τον πλούτο και τη στερεότητα της ιστορικής του ανάλυσης, την ανάδυση του παλίμψηστου της ιστορίας της πόλης των Αθηνών, τις αφομοιωμένες αναφορές του στους πάσχοντες από τη νόσο Αθηναίους, τα πολλά πραγματολογικά στοιχεία για τις κοινωνικές επιπτώσεις από αυτήν, το αίσθημα της ανοικειότητας και ετερότητας, που μεταφέρει, το οποίο κατέκλυζε ως στοχασμός και ως ψυχισμός τους Αθηναίους, διαυγάζει ″το ανοίκειον″ κατά τον Χαϊντεγκερ που μοιάζει να συνυπάρχει με το παρόν και να το συγκαθορίζει.

Αν αγνοήσουμε ότι υπάρχουμε εντός και δια της ιστορίας, τότε φτωχαίνει η ζωή μας, εφόσον η ιστορία είναι μια διαδικασία μάθησης, τα δε αθεράπευτα καταβυθισμένα στο παρελθόν κοινωνικο – ιστορικά συμβάντα παραμένουν ζωντανά για μας, ως αναγκαίες συνιστώσες των διερωτήσεών μας.


Είναι η διεκδικούμενη συνθήκη, όταν τα κοινωνικο – ιστορικά γεγονότα επαναλαμβάνονται και φωτίζεται έτσι ένα μάγμα σημασιών, μέσα στο οποίο εγγράφεται η πολυσημία των λιγότερο εφήμερων όψεων των επιδημιολογικών κοινωνικών επιπτώσεων, στις οποίες θα επανέλθω, όπως και των συναισθημάτων, τα οποία, παρότι νικημένα, αντιστέκονται στη βαρβαρότητα, όπως τότε και τώρα.

Το τέλος του εφησυχασμού σημαίνει και τη μετάβαση από μία μακρά περίοδο ενσάρκωσης συνεχών αναπτυξιακών μεταβάσεων και κατασίγασης όλων των δυνάμει καταστροφικών απειλών για την ανθρωπότητα (λιμός, επιδημίες, πόλεμοι) στην αιφνίδια ατένιση αυτού του μεγάλου απρόσιτου άγνωστου επιδημιολογικού εχθρού, που δημιουργεί μία νέα κοινωνικο – ιστορική πραγματικότητα.


Μία πραγματικότητα, δυνάμει της οποίας δεν θα ήταν παράλογο να διερωτηθούμε αν αυτό που ζούμε είναι μία απλή παρένθεση ή αν παρευρισκόμαστε στην αρχή του τέλους της πολυετούς Δυτικής ιστορίας του εφησυχασμού, συγκεφαλαιούμενου σ? αυτήν του προτάγματος της οικονομικής ευημερίας, η οποία όσο διατηρείται η πανδημική κρίση βρίσκεται υπό ανάσχεση.

Μία πραγματικότητα, που αναδεικνύει πόσο κοντά στην επιφάνεια βρίσκονται οι δυνάμεις του χάους και της βαρβαρότητας, αφού αυτό που συμβαίνει απροσδόκητα, αντίθετο σε κάθε υπολογισμό, ανατρέπει ζωές, αλλάζει βαθμηδόν τον κόσμο και ταυτόχρονα μέσα από μία βαθιά αμφισημία και αμφιθυμία λειτουργεί ως καταλύτης στο να συζητηθεί η ανικανότητα του πένθους και η θνητότητα.

Είναι η ίδια πραγματικότητα, που ανακαλύπτει επιπλέον, αλλά και επινοεί τις παράξενες διαδρομές του αναγωγισμού, που την οδηγούν στην πολυσήμαντη αναβίωση των κοινωνικο – ιστορικών γεγονότων του λοιμού των Αθηνών, που μοιάζουν να συνοδοιπορούν και να συνομιλούν με την εποχή μας.

Το 430 π.Χ. δε σημαίνει μόνο με τη λήξη του χειμώνα – στη διάρκεια του οποίου έγινε ο ενταφιασμός των νεκρών και η εκφώνηση του επιταφίου του Περικλή, τη συμπλήρωση του πρώτου χρόνου του Πελοποννησιακού Πολέμου, αλλά αμέσως με την αρχή του καλοκαιριού και την δεύτερη εισβολή των Πελοποννησίων στην Αττική και την αρχή του λοιμού των Αθηνών – μιας μυστηριώδους και φρικώδους κατάστασης – από δύο ξεσπάσματα του οποίου υπέφερε η Αθήνα (430- 426 π.Χ.) που απασχολεί ακόμη τους ιατρικούς συγγραφείς σήμερα.


Μοναδική μας πηγή για τον λοιμό των Αθηνών είναι ο ιστορικός Θουκυδίδης γεννημένος μεταξύ 460 – 455 π.Χ. ο οποίος ως σύγχρονος της ″μάστιγας της Αθήνας″ θα περάσει τις αναμνήσεις του στο ΒΙΒΛΙΟ Β (ΙΣΤΟΡΙΑΙ) Πελοποννησιακός πόλεμος, περιγράφοντας τα συμπτώματα και τις επιπτώσεις της νόσου αυτής με λεπτομέρεια, διατεινόμενος μάλιστα ότι και ο ίδιος προσβλήθηκε από την επιδημία αυτή αλλά κατάφερε να επιβιώσει, ώστε εάν όπως αναφέρει αυτή επανερχόταν κάποτε, να είναι σε θέση οι μελλοντικές γενεές να την αναγνωρίσουν.

Για το Θουκυδίδη, η μάστιγα του λοιμού ήταν ένα πολύ σημαντικό γεγονός για την ιστορία της Αθήνας, στην οποία αποδίδει την απώλεια ενός ποσοστού πάνω από το είκοσι πέντε τοις εκατό του ανδρικού πληθυσμού της και θεωρεί ότι αυτό ήταν ο κύριος λόγος για τον μαρασμό της αθηναϊκής στρατιωτικής δύναμης.

Παραταύτα, δεν περιλαμβάνεται αυτή από άλλους εν ζωή εκείνης της εποχής συγγραφείς στις συμφορές του Πελοποννησιακού Πολέμου, ούτε και στον κατάλογο για αυτές, όπως αποδίδεται στους Αχαρνής του Αριστοφάνη (425 π.Χ.), εκτός από μία σύντομη μνεία που γίνεται στο Συμπόσιο του Πλάτωνα.

Όπως επίσης δεν καταγράφεται η νόσος αυτή ως ένα τόσο σημαντικό γεγονός στην εικόνα των επιδημιών της αρχαίας Μεσογείου, εφόσον δεν περιλαμβάνεται στο corpus Hippocraticum, εκτός από τους ύστερους μύθους ότι την θεράπευσε ο Ιπποκράτης.

Ο Πλούταρχος στην βιογραφία του δηλώνει ότι ίσως η νόσος αυτή να ήταν υπεύθυνη για τον θάνατο του Περικλή, ο οποίος όχι μόνο επλήγη από αυτήν, αλλά σταδιακά, τόσο το σώμα του, όσο και το πνεύμα του, έφθινε μέχρι τον θάνατό του το φθινόπωρο του 429 π.Χ. (Βίοι Παράλληλοι, Περικλής).

Ο Θουκυδίδης τοποθετεί την αναφορά του για τον λοιμό, σαν μία εσκεμμένη ρητορική επιλογή, αμέσως μετά τον επιτάφιο λόγο που εκφώνησε ο Περικλής στο τέλος του πρώτου χρόνου του Πελοποννησιακού πολέμου για την κυριαρχία του ελληνικού κόσμου μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης και των συμμάχων τους από το 431 μέχρι το 404 π.Χ.


Η εσκεμμένη ρητορική επιλογή του Θουκυδίδη της τοποθέτησης της αναφοράς του για τον λοιμό των Αθηνών, αμέσως μετά την εκφώνηση του επιταφίου λόγου του Περικλή έγινε διότι έτσι δίνεται έμφαση στο πέρασμα μέσα σε λίγες προτάσεις από τον λαμπρό φόρο τιμής στη δόξα της Αθήνας, την πόλη παράδειγμα προς όλη την Ελλάδα για τις τέχνες της, την πολιτική της και τις πολιτικές της αρετές, στον εφιάλτη της επιδημίας, θέλοντας έτσι να υποδηλώσει ότι ″το μεγαλείο κάποιες φορές προηγείται μιας συμφοράς″.

Παραμένει όμως γεγονός ότι ήταν τόσο ένδοξη η Αθήνα, που κατάφερε να υπερνικήσει ακόμη και αυτήν την καταστροφή και να συνεχίσει να πολεμά για ακόμη ένα τέταρτο του αιώνα πριν υποκύψει στην Σπάρτη και στους συμμάχους της.

Η λεπτομερής περιγραφή του Θουκυδίδη σχετικά με τα συμπτώματα αναδεικνύει την μεγάλη πιθανότητα η νόσος να είχε δημιουργήσει μία σύγχυση ερμηνείας στους γιατρούς.

Η διαταραχή ξεκινούσε από το κεφάλι και προχωρούσε προς τα κάτω στο σώμα, επηρεάζοντας τα μάτια, το στόμα, τη φωνή, το στήθος και το στομάχι. Εάν οι ασθενείς ξεπερνούσαν την αναγούλα και τον εμετό, η ασθένεια προχωρούσε και επηρέαζε τα έντερα. Εκείνοι που δεν πέθαιναν, θα μπορούσαν να έχαναν τα δάκτυλα των χεριών και των ποδιών τους, να τυφλώνονταν ή να έχαναν τη μνήμη τους. Ο άρρωστοι υπέφεραν από υψηλό πυρετό και δίψα, που δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να την αντιμετωπίσουν, νιώθοντας την επιθυμία, εάν ήταν δυνατόν, να μπουν μέσα σε δεξαμενές νερού.

Μιλά για την έβδομη ή και την όγδοη ημέρα, θεωρώντας την ως κρίσιμη περίοδο για κείνους που υπέφεραν. Ορισμένες εκφράσεις και σχόλια του Θουκυδίδη παραπέμπουν σε γνώσεις της Ιπποκρατείου Ιατρικής, όπως όταν μνημονεύει την Ιπποκράτεια θεωρία των ″Κρίσιμων ημερών″ ή το γενικό σχόλιο ότι εκείνη τη χρονιά ήταν εντυπωσιακό ότι δεν υπήρχαν άλλες ασθένειες που να αναφέρονται στις Ιπποκρατικές Ε π ι δ η μ ί ε ς.

Δεν θα ήταν εύκολο να πούμε, εάν άλλα στοιχεία της περιγραφής του, όπως αυτά που αφορούν τη φλεγμονή, τη βραχνάδα και τα έλκη, αποδίδονται σε ″ιατρική ορολογία″ εφόσον η γλώσσα της Ιπποκρατείου Ιατρικής ήταν πολύ κοντά στην καθομιλουμένη και η συνολική προσέγγιση του Θουκυδίδη για να δομήσει μία ευρύτερη εικόνα αναζητώντας μορφολογικούς τύπους στα συμπτώματα είναι οπωσδήποτε Ιπποκράτεια εν γένει.

Όμως πώς εξηγούσαν οι αρχαίοι Έλληνες αυτήν την επιδημία; Ορισμένες Ιπποκρατικές ιατρικές πραγματείες εισηγούντο ότι η νόσος ήταν αποτέλεσμα μιας ανισορροπίας μεταξύ των υγρών του σώματος που προκλήθηκε από ένα λανθασμένο συνδυασμό ανάμεσα στο άτομο, τον τρόπο ζωής του και το περιβάλλον.

Ωστόσο για ένα κυρίως ατομικιστικό σύστημα η επιδημική νόσος μπορούσε να δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο πρόβλημα σχετικά με την ερμηνεία. Πώς ήταν δυνατόν πολλά άτομα διαφορετικών ηλικιών και τύπων σώματος, όλα να υποστούν τα ίδια συμπτώματα ταυτόχρονα; Μια εξήγηση ήταν αυτή της θείας οργής, όπως συμβαίνει με τη μάστιγα, με την οποία ανοίγει η Ιλιάδα.


Το Ιπποκρατικό έργο περί Φύσιος Ανθρώπου επιχειρηματολογεί σχετικά με το ότι οι νόσοι συνήθως προέρχονται από τον τρόπο ζωής κάποιου, αλλά εισηγείται ότι οι επιδημίες έχουν διαφορετική αιτία.

Όποτε πολλοί άνθρωποι νοσούν από την ίδια νόσο ταυτόχρονα, αυτό οφείλεται στον αέρα, αφού αυτός – λέει ο συγγραφέας – είναι ο μοναδικός παράγοντας, τον οποίο μοιράζονται γέροι και νέοι, άνδρες και γυναίκες, όσοι ασκούνται, όσοι δεν ασκούνται, όσοι τρώνε πίτες από κριθάρι και όσοι επιλέγουν το ψωμί.

Σε άλλα Ιπποκρατικά κείμενα αναφέρεται ότι σε μία νόσο μπορεί να είναι ευάλωτοι με διαφορετική ένταση οι άνδρες και οι γυναίκες.


Στις Ιπποκρατικές Ε π ι δ η μ ί ε ς, η περιγραφή ενός κακού χειμωνιάτικου βήχα και πυρετού, που συχνά εξελισσόταν σε πνευμονία, συμπεριλαμβάνει την παρατήρηση ότι οι γεννημένες ελεύθερες γυναίκες σπάνια υπέφεραν με την χειρότερη μορφή της ασθένειας και ο συγγραφέας υπογραμμίζει ″το σημειώνω αυτό για κείνες που δεν βγαίνουν έξω, όπως οι άνδρες″.  Ωστόσο, οι δούλες, που πιθανότατα έβγαιναν έξω από το σπίτι συχνότερα για να κάνουν δουλειές, υπέφεραν από ιδιαίτερα άσχημες μορφές αυτής της κατάστασης.

Σύμφωνα με το Θουκυδίδη, οι Αθηναίοι πίστευαν ότι η μάστιγα ήρθε από τους θεούς, οπότε προσεύχονταν, συμβουλεύονταν χρησμούς και επισκέπτονταν Ιερά. Όταν όμως διαπίστωσαν ότι κάποιος μπορούσε να πεθάνει μέσα σε ένα ναό το ίδιο απλά, όπως και οπουδήποτε αλλού, τότε αυτοί διαμόρφωσαν την άποψη ότι δεν είχε νόημα η λατρεία των θεών και η τήρηση των θρησκευτικών κανόνων.

Η εισαγωγή της λατρείας του θεραπευτή Ασκληπιού στην Αθήνα 420 – 419 π.Χ. – με την πρώτη ευκαιρία που δόθηκε κατά την ειρήνη του Νικία – υποδηλώνει ότι ορισμένοι Αθηναίοι θεωρούσαν ότι το καλύτερο προληπτικό φάρμακο ήταν ένας νέος θεός.

Ο εξαγνισμός της Δήλου, του Ιερού νησιού του Απόλλωνα στα 426 π.Χ. (Διόδωρος Σικελιώτης – Ιστορική Βιβλιοθήκη), επίσης υποδηλώνει ότι οι θρησκευτικές ερμηνείες σχετικά με την μάστιγα εξακολουθούσαν να έχουν μία δυναμική.

Αναζητώντας εξηγήσεις οι Αθηναίοι σκέφτηκαν ότι η επιδημία είχε ξεκινήσει από την Αιθιοπία, είχε εξαπλωθεί στην Αίγυπτο, στη Λιβύη και την Περσική Αυτοκρατορία, είχε φθάσει στη Λήμνο και μετά στην Αθήνα. Ωστόσο, ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι η επιδημία σε κανένα άλλο μέρος δεν ενέσκηψε με τόση ένταση όσο στην Αθήνα.

Μία άλλη πιθανότητα ήταν ότι οι Σπαρτιάτες είχαν δηλητηριάσει τα αποθέματα νερού στον Πειραιά. Αλλά η θεωρία αυτή έπρεπε να εγκαταλειφθεί εφόσον η ίδια η Αθήνα προσβλήθηκε από την ασθένεια αυτή, τα αποθέματα νερού της οποίας προέρχονταν από την πηγάδια μεγάλου βάθους και όχι από εύκολα προσπελάσιμες δεξαμενές.

Οι ερμηνείες αυτές συναντώνται και αλλού στην ιστορία των ασθενειών. Κατά την διάρκεια της μεγάλης επιδημίας Βουβωνικής Πανώλης το 1347 – 51 μία εικασία ήταν ότι οι Εβραίοι είχαν δηλητηριάσει τα αποθέματα νερού. Όταν η σύφιλη προσέβαλε την Ευρώπη για πρώτη φορά στα τέλη του δεκάτου πέμπτου αιώνα, κάθε ευρωπαϊκή χώρα, που προσβαλλόταν, κατηγορούσε τους γείτονές της. Θεωρήθηκε ότι είχε έρθει από την Αμερική, αλλά η άφιξή της στην Ευρώπη εξελήφθη και σαν θεία τιμωρία, που έφθανε στους ανθρώπους μέσω μίας περίεργης ευθυγράμμισης των άστρων και μεταδιδόταν από τον αέρα.


Ο ίδιος ο Θουκυδίδης, ενδεχομένως εσκεμμένα, αποφεύγει τις εικασίες υπαινισσόμενος έτσι στους μεταγενέστερους αναγνώστες ότι η μάστιγα εξαπλώθηκε με τόση ταχύτητα στην Αθήνα, διότι υπήρχε συγκέντρωση υπερβολικού πληθυσμού στην πόλη εξαιτίας των συνθηκών πολέμου, εφόσον ο στρατός της Σπάρτης είχε αρχίσει να διατηρεί μία βάση στην ύπαιθρο, έξω από την πόλη της Αθήνας, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της να συνωστίζεται μέσα στην πόλη. Ήταν η πιο θερμή περίοδος του χρόνου και τα καταλύματα δεν επαρκούσαν για τους μετανάστες.

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Βίοι Παράλληλοι, Περικλής), η άποψη ότι ο υπερπληθυσμός και η ζέστη ευθύνονταν για την επιδημία εκφράστηκε από τους πολιτικούς εχθρούς του Περικλή, που δεν συμφωνούσαν με την πολιτική του, εφόσον οι κάτοικοι της Αττικής έπρεπε να αφήσουν τη γη τους και να περάσουν μέσα από τα τείχη της πόλης.

Ιστορικοί της Ιατρικής έχουν εισηγηθεί ότι ο Θουκυδίδης ήταν ο πρώτος συγγραφέας που αντιλήφθηκε τη μεταδοτικότητα μίας λοιμώδους νόσου, η οποία εξαπλώνεται από την ανθρώπινη επαφή. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι και ο Διόδωρος Σικελιώτης, όταν τον πρώτο αιώνα π.Χ. αναζητούσε έναν τρόπο για να γράψει για την επιδημία, που χτύπησε τον Καρχηδονιακό στρατό, όταν πολιορκούσε τις Συρακούσες το 397 π.Χ., είχε ως λογοτεχνικό πρότυπο τον Θουκυδίδη (Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη).

Ο Θουκυδίδης δίνει έμφαση στην ανθρώπινη επαφή όταν επισημαίνει ότι οι περισσότεροι θάνατοι προκλήθηκαν από το γεγονός ότι οι άνθρωποι προσβάλλονταν από τη νόσο, ενώ περιέθαλπαν άλλους, οι οποίοι ήδη νοσούσαν. Αυτό επιβεβαιώνει το αναμενόμενο, ότι τα μέλη των οικογενειών και οι φίλοι σήκωσαν το βάρος της φροντίδας των ασθενών.


Ο Θουκυδίδης λέει επίσης ότι, εφόσον οι άνθρωποι άρχισαν να φοβούνται τόσο πολύ να επισκέπτονται αρρώστους, πολλοί πέθαναν από την έλλειψη φροντίδας. Σημειώνει δε επιπλέον ότι η θνησιμότητα ήταν υψηλότερη μεταξύ των ιατρών, εφόσον εκείνοι ήταν που έρχονταν συχνότερα σε επαφή με τους αρρώστους, οι οποίοι ωστόσο δεν ήταν ικανοί, όπως ισχυρίζεται, να θεραπεύσουν την ασθένεια, διότι δεν γνώριζαν τις ενδεδειγμένες μεθόδους.

Η αναφορά του Θουκυδίδη σχετικά με τις κοινωνικές επιπτώσεις της μάστιγας δείχνει ότι μία από τις επιπτώσεις ήταν η έκπτωση των ταφικών εθίμων, με τους ανθρώπους να φθάνουν στο σημείο και να πετούν τα πτώματα σε οποιαδήποτε νεκρική πυρά τύχαινε να υπάρχει.


Αναφέρει επίσης ότι η επιδημία οδήγησε στην ιδιοτέλεια, καθώς οι άνθρωποι αποφάσισαν να σπαταλούν τα χρήματά τους στη διασκέδαση, ενώ είχαν ακόμη την ευκαιρία. Εγκαταλείφτηκε κάθε κανόνας για αξιοπρεπή συμπεριφορά, αφού κανένας δεν περίμενε ότι θα ζούσε αρκετά, ώστε να επιβραβευτεί από αυτήν.

Το έγκλημα αυξήθηκε, διότι φαινόταν ότι υπήρχε μηδαμινός κίνδυνος να επιβιώσει κάποιος, ώστε να δικαστεί και να τιμωρηθεί. Όσοι επέζησαν της επιδημίας νόμιζαν ότι ζούσαν μία θεοφύλακτη ζωή, κατά τη διάρκεια της οποίας καμία ασθένεια δε θα τους σκότωνε ποτέ.

Ο Θουκυδίδης δίνει έμφαση στη μοναδικότητα του γεγονότος με διάφορους τρόπους: για την εξαιρετικά μολυσματική του δύναμη, για τις αποτρόπαιες επιπτώσεις του σε όσους υπέφεραν και στην πόλη της Αθήνας.

Επισημαίνει ότι μία υγειονομική κρίση μπορεί να απειλήσει ακόμη και το πλέον δυνατό κράτος. Ότι καμία ανθρώπινη κοινωνία δεν θα πρέπει να υποτιμά την ταχύτητα με την οποία μία φυσική καταστροφή μπορεί να διαλύσει τις πιο βασικές αξίες της.


Ο Θουκυδίδης δεν ήταν ο μοναδικός Έλληνας συγγραφέας, που χρησιμοποίησε γλώσσα, που θύμιζε αυτήν της ιατρικής. Όλοι οι συγγραφείς τραγωδιών χρησιμοποιούν ιατρικές απεικονίσεις. Οι χαρακτήρες υποφέρουν από πόνο και τρέλα, ενώ σύνολα εικόνων ασθενειών και θεραπείας χρησιμοποιούνται εν είδει κοινωνικής αταξίας.

Ο Σοφοκλής χρησιμοποιεί την ασθένεια ως σημάδι ηρωικών δεινών: για παράδειγμα, η τρέλα του Αίαντα και η κακοφορμισμένη πληγή στο πόδι του Φιλοκτήτη. Αυτές δεν είναι φυσιολογικές ασθένειες, είναι ιδιαίτερα ″άγριες″ ασθένειες, που ταιριάζουν σε ήρωες, πέρα από οτιδήποτε μπορεί να θεραπευτεί από την ανθρώπινη ιατρική.

Είναι απερίγραπτο: ανακεφαλαιώνοντας τον Θουκυδίδη, ο λοιμός των Αθηνών με τα γεγονότα και τις ερμηνείες του, από μια συγκυρία του παρόντος επανέρχεται σε μία ξεχωριστή ″μυθολογία″ και επικάθεται σε πολλαπλές ερμηνείες της καθημερινότητάς μας, δημιουργώντας μεταξύ τους μία σχέση, που νομίμως θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε διαλεκτική.


Η Θουκυδίδεια ιδιοφυία, που λειτουργεί ως γέφυρα με την εποχή μας και ανοίγει μπροστά μας ένα κόσμο, το ίδιο ταραγμένο από φορείς του φόβου, σε μία εποχή πολύ σκοτεινή και σκυθρωπή, όπως η σημερινή, είναι η εναργέστερη υπενθύμιση ότι ο εφιάλτης μιας επιδημίας συνεπιφέρει μαζί με την απαξίωση κάποιων αξιών, την αναδιατύπωση της στάσης ζωής και την εμφάνιση νέων ψυχικών διανοητικών και πνευματικών στάσεων, που ενσαρκώνουν νέους τρόπους να αντιλαμβάνεται κανείς τι σημαίνει σωστό, εύλογο και επιτρεπτό.

Η κοινωνική απορρύθμιση και η ραγδαία απομείωση της σημασίας των κοινωνικών κανόνων συνοδεύεται μεταξύ άλλων και από δραματικές απώλειες, που συσσωρεύει ο ματαιωμένος χρόνος, οι οποίες ως γνωστόν σημαδεύουν τις εποχές των κρίσεων.

Μία από αυτές είναι και αυτή που συμπυκνώνει η τραυματισμένη συναισθηματική αυτοπεποίθηση ότι ορισμένες μορφές της Χαράς, η γλυκύτητα της ζωής και οι χαρές της γιορτής μέσα στην αταξία του χρόνου, που τρέχει, χάθηκαν για πάντα.


Ωστόσο, η Θουκυδίδεια αφήγηση, με την φρικαλεότητα των γεγονότων της εποχής εκείνης, αφήνει ανοιχτή την οδό της ελπίδας ότι οι απώλειες, τα ατομικά και συλλογικά τραύματα, εφόσον δεν μείνουν ανεπεξέργαστα, επουλώνονται και οι μορφές της Χαράς επανέρχονται πάντα μαζί με την συναισθηματική αυτοπεποίθηση.

Είναι η ζωή η ίδια, που ενώ υφίσταται το πένθος της πανδημίας, κοιτάζει νοσταλγικά μέσα της και αναζητά τρόπους χειραφέτησης της σκέψης από την εμπειρία του παρόντος, όπως και την επιστροφή των ματαιωμένων συναισθημάτων. Δανείζομαι σαν κατακλείδα, έναν από τους στίχους της Αμάντα Γκόρμαν, παραφράζοντάς τον: ″Υπάρχει πάντα η φωτεινή ενόραση, φτάνει να έχουμε τη σοφία και τη διαίσθηση να τη δούμε.″