Ο λαϊκισμός στο πολιτικό μέτωπο είναι ένας τρόπος περιγραφής του κόσμου. Ως τέτοιος, γίνεται συχνά στην ιστορία μέθοδος κατάκτησης της εξουσίας.
Ο λαϊκισμός στην Ελλάδα έχει μεγάλη ιστορία. Η εμπειρία των ανθρώπων και οι πικροί καρποί της εφαρμογής του αποτελούν ανάχωμα στην ανεμπόδιστη κυριαρχία του.
Στην ιστορική φάση που διανύουμε, ο λαϊκισμός γίνεται μέρος του πεδίου της εξαπάτησης και απόπειρα χειραγώγησης των συνειδήσεων. Το βλέπουμε αυτό να ξετυλίγεται καθημερινά μπροστά στα μάτια μας, από τη Βουλή μέχρι τα πεζοδρόμια, όπου ο λαϊκισμός βρίσκεται σε μια διαρκή διένεξη με την ίδια την πραγματικότητα, αλλά και με την λογική και τον κοινό, ορθό λόγο που τη συγκροτεί.
Το μεγάλο πρόβλημα της ΕΡΤ (έχω αλλού αναφερθεί στο πολιτικό αυτό ζήτημα που συνδέεται με το κράτος και τις λειτουργίες του) έγινε αφορμή να συναντηθούμε και πάλι με το λαϊκισμό και τις πολλές εκδοχές του. Εδώ, αφήνοντας πίσω του την συγκεκριμένη αφορμή, ο λαϊκισμός γίνεται όλο και περισσότερο θορυβώδης.
Πέρα από το γεγονός ότι ο λαϊκισμός είναι από τη φύση του θορυβώδης, σήμερα οι πολιτικοί κυμβαλιστές επιχειρούν, μέσα από τις βροντώδεις καταγγελίες και τις μεγαλόστομες κραυγές, να κρύψουν το ετερόκλητο και αντιφατικό πρόσωπό τους.
Επειδή ο λαϊκισμός αποτυπώνει πάντοτε ένα αδιέξοδο που έρχεται, ένα αδιέξοδο που θα γίνει ορατό αργότερα, αυτοί ενδιαφέρονται και βιάζονται να εγκατασταθούν στο παρόν της εξουσίας τους.
Το μέλλον δεν ενδιαφέρει, γι’αυτό και ο λαϊκισμός δεν καταγίνεται με το πραγματικό, ούτε με την πραγματική ζωή των ανθρώπων. Για τον ίδιο λόγο, εργάζεται για την α-σημία των πραγμάτων. Ώστε εντός τους, ο ίδιος να παραμένει ως μέθοδος παραπλάνησης, δυσανάγνωστος. Ώστε να μπορεί να κατασκευάζει έναν υποκατάστατο κόσμο, όπου οι εκφραστές του, μέσα στην παιδαριώδη αυταπάτη τους να θεωρούν πιο εύκολη την ανάπτυξη ενός κυνικού σχεδίου εξουσίας.
Στο θορυβώδη λαϊκισμό, που οργανώνει στις μέρες μας παραστάσεις «υπέρ του λαού», αντιτάσσεται η δημιουργική πολιτική συνύπαρξη των ανθρώπων, που υποστηρίζοντας την πνευματική της διάσταση και σεβόμενη τον ορθό λόγο ως προϋπόθεση αυτοπροσδιορισμού και ελευθερίας, αντιτάσσεται με ταυτότητα και ουσία στη νεοδημαγωγική ισοπέδωση.