Ήταν παράδοση: τα τέσσερα ξαδέρφια δίπλα δίπλα σε ένα σκαλί (πάντα στο ίδιο, στο δεύτερο από πάνω, χωρίς να μετράμε το κεφαλόσκαλο), στον κήπο του δικού μας σπιτιού, καθισμένα με αντίστροφη σειρά εμφανίσεως στον κόσμο ετούτο: από το μικρότερο στο μεγαλύτερο. Πρώτη η
Margarita, δεύτερος εγώ, τρίτος ο Nikos, τέταρτη η Evi
Κάποτε μεγαλώσαμε, περάσαμε μερικά χρόνια σε άλλη πόλη ο καθένας· εξακολουθούσαμε να βρισκόμαστε αλλά πιο αραιά, πέθανε και ο πατέρας μου που μας φωτογράφιζε και η συνήθεια ξεχάστηκε.
Κατά καιρούς, ιδίως όταν βρισκόμασταν σε οικογενειακές συνεστιάσεις, οι εν λόγω φωτογραφίες γίνονταν αφορμή για αναπολήσεις, για ιστορίες από την παιδική ηλικία και (κυρίως) για ρατσιστικά αστειάκια εις βάρος του Νίκου, που ήταν τόσο μαυριδερός μικρός. «Έφτασε η ώρα να σου το πούμε: σε είχαν αφήσει σε ένα καλάθι» — τέτοια. Αυτές οι αναπολήσεις, πάντως, μου θύμιζαν το γεγονός ότι, σε διάφορες ηλικιακές φάσεις, εγώ ήθελα όταν μεγαλώσω να γίνω ο Νίκος. Και το εννοώ. Αρχικά, γύρω στα οχτώ εγώ, ο Νίκος δέκα και η Μαρίτα εφτά —η Εύη δεν συμμετείχε στη συγκεκριμένη δραστηριότητα—, κάναμε ατελείωτους αγώνες στίβου. Ατελείωτους. Ακολουθούσε η απονομή (με το βάθρο μας, με τα όλα μας). Σε όλα τα αγωνίσματα ανεξαιρέτως, ο Νίκος έπαιρνε το χρυσό, εγώ το αργυρό και η Μαρίτα το χάλκινο μετάλλιο. Ήταν απολύτως προφανές το γιατί συνέβαινε αυτό, πλην όμως εγώ τότε δεν το καταλάβαινα, θαύμαζα τον Νίκο που σάρωνε τα χρυσά και ήλπιζα να γίνω κάποτε εκείνος.
Αργότερα, στην εφηβεία, ο Νίκος ήταν ο λογοτεχνικός γκουρού μας. Ατελείωτες μέρες και, κυρίως, νύχτες στο υπόγειο του σπιτιού του Νίκου και της Μαρίτας (καλά, είχαν και κανονικά δωμάτια στο ισόγειο, αλλά εμείς ζούσαμε κυρίως στο υπόγειο, γιατί ήταν underground και μεταφορικά, εκτός από κυριολεκτικά), διαβάζαμε Σάλιντζερ και Μπουκόφσκι και Φερλινγκέτι και Γούντι Άλεν και χαλάγαμε το στομάχι μας με ουίσκι και τσιγάρα. Και ακούγαμε και μουσική και μιλούσαμε πολύ περί μουσικής — αλλά μέχρις εκεί, διότι ο Νίκος, σε αντίθεση με τη Μαρίτα, ήταν χειρότερος από τον Κακοφωνίξ. Αλλά εγώ ήθελα και τότε να γίνω ο Νίκος, ο οποίος έγραφε και ποιήματα τα οποία ήταν και πολύ καλά — κάποια στιγμή μάλιστα, το 1983 νομίζω (άρα ο Νίκος ήταν 17), διάβασε ποιήματά του (με τρομερό τρακ, είναι η αλήθεια, αλλά το έφερε εις πέρας) σε μια εκδήλωση στην γκαλερί «Ώρα» του Μπαχαριάν. Εγώ ήμουν εκεί και ήθελα να γίνω ο Νίκος.
Αλλά ας επιστρέψω στις φωτογραφίες — αναρτώ εδώ δύο από τα παλαιότερα δείγματα: κάποια στιγμή, προς τα τέλη της δεκαετίας του 2000 ή τις αρχές της επόμενης, έτυχε μια μέρα να στεκόμαστε τα τέσσερα ξαδέρφια στον κήπο και να μιλάμε κι έπεσε η ιδέα: «Βρε σεις, δεν βγάζουμε την κλασική φωτογραφία;» Δώσαμε σε κάποιον την —ψηφιακή πλέον— μηχανή, σταθήκαμε στο τρίτο σκαλοπάτι χαχανίζοντας, λυγίσαμε τα γόνατα — και σφηνώσαμε. Εννοώ, ότι δεν φτάσαμε να ακουμπήσουμε το σκαλοπάτι· σφηνώσαμε σε βαθύ κάθισμα, προτού τα οπίσθιά μας αγγίξουν το μάρμαρο.
Την αρχική αμηχανία και την άρνηση («κάνε πιο κει», «όχι, εσύ κάνε πιο κει») έσπασε μια χάβρα αλληλοκατηγοριών: «Εσύ φταις», «εσύ πάχυνες», «ναι, γιατί εσύ είσαι μοντέλο», «δεν κοιτάς την κωλάρα σου» — τέτοια. Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν έφταιγε από μόνος του· είχαμε απλώς μεγαλώσει.
Ναι, μεγαλώσαμε. Αλλά όχι και τόσο, ρε Νίκο. Too old to rock and roll, too young to die.
Αντίο, ξάδερφε.
Από ανάρτηση στο facebook