Ο τετραγωνισμός του κύκλου: συμβιβαζόμενοι με το τρίτο μνημόνιο

Γιάννηs Κωνσταντινίδηs 14 Σεπ 2015

Οι εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου δίνουν σαφώς την ευκαιρία αξιολόγησης από τους πολίτες τόσο της διαχείρισης των διαπραγματεύσεων για την τρίτη δανειακή συμφωνία της χώρας από την κυβέρνηση Τσίπρα, όσο και του ίδιου του περιεχομένου της συμφωνίας αυτής. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η επικείμενη εκλογική αναμέτρηση επικεντρώνεται, τουλάχιστον στις εκτιμήσεις της κοινής γνώμης και όχι τόσο καθαρά στον εκφερόμενο λόγο των κομμάτων που δείχνουν να προτιμούν μια αόριστη συζήτηση για τις μετεκλογικές συνεργασίες, στο ζήτημα της αξιολόγησης των διαπραγματεύσεων και του περιεχομένου της συμφωνίας. Η εστίαση αυτή συμπυκνώνεται σε δύο ερωτήματα: (α) πόσο έντονη ήταν η προσπάθεια της κυβέρνησης Τσίπρα να πετύχει την καλύτερη δυνατή συμφωνία και (β) πόσο καλύτεροι ή χειρότεροι ήταν οι όροι της συμφωνίας αυτής από προηγούμενές της. Ο διττός χαρακτήρας του ζητήματος δύναται να παράγει τέσσερις διαφορετικές αξιολογήσεις, καθώς η αναγνώριση μιας έντονης προσπάθειας της κυβέρνησης Τσίπρα σε συνδυασμό με μια θετική αξιολόγηση του περιεχομένου της τρίτης συμφωνίας μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικές εκλογικές προτιμήσεις από αυτές μίας αρνητικής αξιολόγησης του τελικού προϊόντος των διαπραγματεύσεων, ακόμα και αν η προσπάθεια αναγνωριστεί ως έντονη.

Ας δούμε πόσο διαφέρουν όμως τελικά οι αξιολογήσεις για το λεγόμενο τρίτο μνημόνιο σε συνάρτηση με τις εντυπώσεις για την προσπάθεια της κυβέρνησης Τσίπρα, αλλά και τις εκτιμήσεις για το περιεχόμενό του. Σε πρόσφατη έρευνα της εταιρείας ProRata, οι εκλογείς κλήθηκαν να αξιολογήσουν, στο πλαίσιο ενός πειραματικού σχεδιασμού, την επίδοση της κυβέρνησης σε ερωτήματαδιαφορετικώς διατυπωμένα ώστε να τονίζεται κάθε φορά άλλο στοιχείο της συμφωνίας («μείωση μισθών και συντάξεων» ή «ελάφρυνση του χρέους»), όπως επίσης να τονίζεται ή να μην τονίζεται η προσπάθεια της κυβέρνησης (να υπάρχει ή όχι η πρόταση «μετά από πολύμηνες και σκληρές διαπραγματεύσεις»). Όπως φαίνεται και στο πρώτο από τα γραφήματα, η επίδοση της κυβέρνησης Τσίπρα, όταν δε χρησιμοποιείται κανένα λεκτικό σχήμα, κρίνεται σαφώς αρνητικά. Αυτό που εντυπωσιάζει όμως είναι ότι η αξιολόγηση της επίδοσης δε βελτιώνεται με τις αναφορές στην κοπιώδη προσπάθεια της κυβέρνησης (βλ. δεύτερο γράφημα), ένδειξη ότι η κοινή γνώμη δε φιλτράρει τις εκτιμήσεις της μέσα από τις πιθανώς ειλικρινείς προθέσεις της κυβέρνησης Τσίπρα. Η αναφορά στην προσπάθεια δε μεταβάλλει ουσιαστικά την αξιολόγηση της επίδοσης ούτε στην περίπτωση που η διατύπωση της ερώτησης εστιάζει στα δύσκολα σημεία της συμφωνίας (μείωση μισθών και συντάξεων), αλλά ούτε και στην περίπτωση που εστιάζει στα αισιόδοξα σημεία της (ελάφρυνση χρέους), όπως αποδεικνύει η ζευγαρωτή σύγκριση των γραφημάτων. Από την άλλη πλευρά, οι διαφορετικές εστιάσεις στο περιεχόμενο (μειώσεις εισοδήματος και χρέος) αιτιολογούν διαφοροποίηση στην αξιολόγηση της επίδοσης, με τη διατύπωση που αναφέρεται στο χρέος να οδηγεί σε καλύτερες αξιολογήσεις (βλ. σύγκριση του πέμπτου με το τρίτο γράφημα).

Η χρησιμότητα των παραπάνω ευρημάτων τόσο για την ανάγνωση των στρατηγικών επικοινωνίας των κομμάτων, όσο και για την πρόβλεψη της επιτυχίας αυτών είναι σαφής. Κατά πρώτον, η αναφορά στην αξία της προσπάθειας κατά τις διαπραγματεύσεις, η οποία επιδιώκεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, δε θα είναι εκλογικά αποδοτική, καθώς οι εκλογείς φαίνονται να σταθμίζουν πολύ περισσότερο το αποτέλεσμα. Η αντιπαράθεση για το κεντρικό στοιχείο της τρίτης αυτής δανειακής συμφωνίας, μεταξύ της ΝΔ που εστιάζει στα σκληρότερα και χρονικά άμεσα μέτρα λιτότητας και του ΣΥΡΙΖΑ που εστιάζει στη μεσοπρόθεσμη απομείωση του χρέους, ακουμπά στην ουσία της αξιολόγησης από την κοινή γνώμη. Κατά συνέπεια, η πλαισίωση της δημόσιας συζήτησης για τη συμφωνία από το ένα και το άλλο κόμμα είναι ορθώς διαφορετική. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να εμφανίσει τη συμφωνία ως ένα «παράθυρο αισιοδοξίας» λόγω της σύνδεσής της με τη μείωση του χρέους και η ΝΔ επιχειρεί να την εμφανίσει ως μια κακή συμφωνία που περιλαμβάνει σκληρά μέτρα, την οποία όμως θα εφαρμόσει αποτελεσματικότερα και ταχύτερα. Η υπεροχή της μίας ή της άλλης πλαισίωσης θα κρίνει σε σημαντικό βαθμό και τις τελικές επιλογές ψήφου.

Σημείωση: Ευχαριστώ θερμά τον Ηλία Ντίνα, Αναπληρωτή Καθηγητή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, για τη συνεργασία στην οποία βάσισα τις παραπάνω σκέψεις.