—της Ελένης Κεχαγιόγλου—
Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου.
Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ ?
αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.
Έτσι ολοκληρώνεται το ποίημα «Ο πρώτος στίχος» από την ποιητική συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη (20 Απριλίου 1922-30 Οκτωβρίου 1988) Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου, Κέδρος 1990 (πρόκειται για έργο που βρέθηκε στα συγγραφικά του κατάλοιπα, μετά το θάνατό του). Ο σπουδαίος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, της γενιάς που αναμετρήθηκε με τον Β΄ Παγκόσμιο, την Κατοχή και, ίσως κυρίως, με τον Εμφύλιο, όντως δεν «πέθανε ποτέ» χάρη στους στίχους του. Κι είναι μάλλον τυπικός εκπρόσωπος της γενιάς του: Γόνος εύπορης οικογένειας που πτώχευσε στον πόλεμο, μεγαλώνει στο Μεταξουργείο και, στην πρώτη του νεότητα, στην Κατοχή, οργανώνεται στην ΕΠΟΝ ? και δεν θα ολοκληρώσει ποτέ τις σπουδές του στη Νομική. Μετά τον Εμφύλιο συλλαμβάνεται και εξορίζεται επί τέσσερα χρόνια (1947-1951) στο Μούδρο, στη Μακρόνησο, στον Αϊ-Στράτη. Με την αποφυλάκισή του επιστρέφει στην Αθήνα και από το 1954 αρθρογραφεί στην Αυγή, μέχρι την κήρυξη της δικτατορίας το 1967, για να βρεθεί και πάλι στην εφημερίδα αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, όπου θα παραμείνει έως το 1981, γράφοντας βιβλιοκριτικές. Ως κριτικός αντιμετώπισε την ποίηση με αντικειμενικότητα, όπως έχει σημειωθεί (πράγμα δύσκολο προφανώς για κριτικό που είναι και ο ίδιος ποιητής), ανεπηρέαστος από τις «κλίκες» και τις «παρέες» ?που ανέκαθεν διέθετε το σινάφι του βιβλίου? ενώ η ποιητική Γενιά του 1970 του πιστώνει ότι ήταν από τους πρώτους μεγαλυτέρους που ασχολήθηκε μαζί της (η Γενιά του ’70 ?Γιάννης Βαρβέρης, Διονύσης Καψάλης, Γιάννης Κοντός, Τζένη Μαστοράκη, Κώστας Μαυρουδής, Μαρία Λαϊνά, Κώστας Παπαγεωργίου, Αντώνης Φωστιέρης, Γιώργος Χρονάς, Γιάννης Υφαντής κ.ά. ? βρήκε grosso modo «συμπαράσταση» κυρίως από τους εκπροσώπους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, και συνάντησε κατά κανόνα την καχυποψία της (προηγούμενής της) δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς – αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία, για τον ανταγωνισμό των γενιών και τη δυσκολία να παραδοθεί η σκυτάλη). Το διάστημα της δικτατορίας, και με το ψευδώνυμο «Ρόκκος», ο Λειβαδίτης βιοπορίζεται μεταφράζοντας ή διασκευάζοντας λογοτεχνικά έργα, κυρίως των μεγάλων ρώσων λογοτεχνών, για να δημοσιευτούν στο λαϊκό περιοδικό της εποχής Φαντάζιο, όπου επίσης γράφει ο Ανδρέας Φραγκιάς, αλλά και ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος. Ποιητικά σιωπά έως το 1972.
Πρωτοδημοσίευσε ποίημα στα 22 του χρόνια, στο «περιοδικό της ζωντανής σκέψης» Ελεύθερα Γράμματα (1945-1951? το περιοδικό σήμερα υπάρχει ψηφιοποιημένο από το ΕΛΙΑ), όπως πολλοί συγγραφείς της αριστεράς? στο περιοδικό που πίστευε στον κοινωνικό ρόλο της τέχνης και όριζε ως υψηλό καθήκον της να απαθανατίσει τον άνθρωπο «σε συγκεκριμένο χρόνο και συνθήκες». Διόλου τυχαία, πολλοί από τους συνεργάτες του συναντήθηκαν έπειτα στις τάξεις της Επιθεώρησης Τέχνης (1954-1967), όπως ο Μανόλης Αναγνωστάκης, η Μέλπω Αξιώτη, ο Θράσος Καστανάκης κ.ά.
ι τρεις πρώτες ποιητικές συλλογές του Τάσου Λειβαδίτη, χαρακτηριστικά παραδείγματα της «ποίησης του στρατοπέδου» (Μάχη στην άκρη της νύχτας, 1952, Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας, 1952, καιΦυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου, 1953) εκδίδονται τα πρώτα δύο χρόνια της επιστροφής του από την εξορία. Για το τελευταίο μάλιστα θα του απονεμηθεί το πρώτο βραβείο Ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Nεολαίας στη Bαρσοβία, ενώ στην Ελλάδα το βιβλίο θα κατασχεθεί, ο ποιητής θα συρθεί για το περιεχόμενό του στο εδώλιο του κατηγορουμένου (η απολογία του στη δίκη, το 1955, θα γοητεύσει), αλλά θα απαλλαγεί «λόγω αμφιβολιών»? βρισκόμαστε στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, στην εποχή της σκληρής Δεξιάς στην Ελλάδα. Στα έργα αυτά ?όπου ο ποιητής «ως κορυφαίος ενός χορού, εκφράζει τα αισθήματα και τα οράματα του συλλογικού σώματος στο οποίο, οικεία βουλήσει, εντάχθηκε», σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Αργυρίου?, ανακαλείται η δοκιμασία της εξορίας και, στο κλίμα της «στρατευμένης τέχνης» και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, εκφράζεται η αισιοδοξία για τη μελλοντική δικαίωση των αγωνιστών. Αλλά πλάι στο ηρωικό προβάλλει και ο συναισθηματικός τρόπος αντιμετώπισης του ανθρώπινου πόνου, συνθήκη που προδίδει ίσως την εξέλιξη της ποίησης του Λειβαδίτη.
Το 1956 θα γίνει το περίφημο 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ ?όπου τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Στάλιν καταδικάζεται η «προσωπολατρία» και ο Χρουστσόφ προβαίνει στην αποσταλινοποίηση? και η ποίηση του Λειβαδίτη (έξι ποιητικές συλλογές από το 1957 έως το 1966) θα περάσει σε υπαρξιακούς προβληματισμούς, με αισθήματα φθοράς και απογοήτευσης. Η ήττα της αριστεράς στον Εμφύλιο μοιάζει πλέον να ανάγεται σε υπαρξιακό ζήτημα, τα πολιτικά οράματα, σταδιακά, αναδιπλώνονται…
Διαβάστε τη συνέχεια στο dim/art