«Δεν άφησαν πεπονόφλουδα που τους πετούσε η ντόπια ή η ξένη αντίδραση που να μην την πατήσουν. Αν ήθελε κάποιος να γράψει για τις αστοχίες της ηγεσίας του αριστερού κινήματος στην Ελλάδα, δεν θα χρειαζόταν τόμους χειρογράφων με σοβαρές αναλύσεις. Θα του αρκούσαν μερικά χειρόγραφα για να γράψει ένα μικρό χιουμοριστικό βιβλίο με τίτλο «Ο δρόμος με τις πεπονόφλουδες». Δυστυχώς, οι γκάφες των ομοφρόνων μου κατέστρεψαν ένα πανίσχυρο προοδευτικό κίνημα και μας πήγαν πολλές δεκαετίες πίσω» (Ηλίας Ηλιού, 1981).
Μετά το μνημόνιο, συνέβησαν πολλά μέχρι τότε αδιανόητα και ανάμεσά τους η εντυπωσιακή ενίσχυση της δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ που αναδείχθηκε τελικά αξιωματική αντιπολίτευση με δυναμική πολιτικής κυριαρχίας. Ένα αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα έγινε ο άλλος πόλος, απέναντι στη Δεξιά, εκτοπίζοντας το ΠΑΣΟΚ που έπεσε στα τάρταρα και από τότε δεν κατάφερε να σηκωθεί βουλιάζοντας στην ανυποληψία και στις αμαρτίες του παρελθόντος του.
Για τα κόμματα της Αριστεράς ήταν πάντα δύσκολο να προσαρμοστούν σε μεγάλα μεγέθη που εκ των πραγμάτων φέρνουν τη μετάβαση από το ρομαντισμό της ουτοπίας στη σκληράδα του πραγματισμού. Γι αυτό, όχι βέβαια μόνο γι αυτό, οι πολλές διασπάσεις, οι εσωτερικές έριδες, οι διαρκείς “εμφύλιοι σπαραγμοί”, ο κατακερματισμός και ο πόλεμος μεταξύ πρώην συντρόφων που μπορεί να φτάσουν στο μίσος επειδή ο ένας αμφισβητεί τη σοσιαλιστική καθαρότητα του άλλου.
Για τα κόμματα της Αριστεράς ήταν επίσης πάντα δύσκολο να κοιτάξουν με θάρρος την κοινωνία και να αναγνωρίσουν πως η πλειοψηφία δεν έχει πάντα δίκιο, πως ούτε όσοι διαμαρτύρονται είναι έτσι κι αλλιώς θύματα, πως τα αιτήματα των εργαζομένων δεν είναι οπωσδήποτε σωστά, ότι τελικά ο λαός δεν είναι μόνο καλός ούτε μόνο σοφός και παραπλανημένος.
Ακόμη πιο δύσκολο για τα κόμματα της Αριστεράς είναι να ξεπεράσουν τις ενοχές για την ιστορική ήττα του σοσιαλισμού που κακοποιήθηκε στην εφαρμογή του και να αναζητήσουν μια πειστική πολιτική πρόταση οργάνωσης της οικονομίας μέσα στον αδίστακτο καπιταλισμό και με βάση τους κανόνες του, αφού δεν φαίνεται στο ορατό μέλλον η ανατροπή του.
Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν απολύτως αναμενόμενο ότι θα ζαλιστεί από την απότομη εκτίναξη, ένα μικρό κόμμα έγινε ξαφνικά ο δεύτερος πόλος, φέρνοντας κοντά του πολίτες αγανακτισμένους, απογοητευμένους, προδομένους και ξαφνικά ριζοσπαστικοποιημένους, εκπαιδευμένους στον πελατειασμό, πάντως όχι στην πλειοψηφία τους αριστερούς –τουλάχιστον όχι μέχρι τότε.
Αυτό που δεν ήταν μοιραίο να συμβεί, μετά την πρώτη ζάλη, ήταν η αξιοποίηση από τον ΣΥΡΙΖΑ εργαλείων του παλαιού δικομματισμού προκειμένου να ισχυροποιηθεί: Επικοινωνιακά κόλπα, βλέποντας και κάνοντας ανάλογα με τις δημοσκοπήσεις, ανεδαφική υποσχεσιολογία, ταξίματα, χάιδεμα όλων των συνδικαλιστών και όλων των επαγγελματικών ομάδων που κάτι χάνουν, άρνηση της έννοιας της εθνικής και της ατομικής ευθύνης, επαγγελία εικονικών παραδείσων, μικροκομματικές σκοπιμότητες, πολιτικαντισμοί.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πάτησε αρκετές πεπονόφλουδες ως τώρα, άλλες φορές έπεσε και χτύπησε, άλλες κρατήθηκε την τελευταία στιγμή, τώρα πάτησε την πεπονόφλουδα που έριξε μόνος του μπροστά στα πόδια του και κατάφερε να χάσει την ισορροπία του χωρίς να τον σπρώξει κανείς.
Η αξιωματική αντιπολίτευση ζητά επιμόνως εκλογές. Με αφορμή την απειλή παραίτησης των βουλευτών της Χρυσής Αυγής. Για να τελειώνουμε, όπως λένε, ταυτόχρονα με τον φασισμό και με το μνημόνιο. Δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί πως το μνημόνιο –αποκλειστικά- έφερε το φασισμό και επομένως για να απαλλαγούμε από την αρρώστια θα πρέπει να αφαιρεθεί ο όγκος.
Αυτά, την ώρα που η ηγετική ομάδα της Χρυσής Αυγής είναι με χειροπέδες και η εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης συνεχίζεται με καταιγιστικούς ρυθμούς. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει το θάρρος να εκφράσει τη χαρά και την ικανοποίησή του που ξεριζώνεται ό,τι πιο σάπιο έχει εμφανιστεί στο ελληνικό βασίλειο, κάτι που άλλωστε ζητούσε με συνέπεια όταν η ΝΔ έριχνε γέφυρες στα δεξιά της. Και, βέβαια, να αρθρώσει, γιατί έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση, μία σοβαρή κριτική για όσα τραυμάτισαν τη δημοκρατία στη χώρα μας τον τελευταίο χρόνο και για τα οποία υπάρχουν κυβερνητικές ευθύνες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μετρά κέρδη και ζημιές, βλέπει ότι ο αντίπαλος παίρνει πόντους, αγχώνεται, ψάχνει σανίδα να πιαστεί γιατί νομίζει πως βυθίζεται, βιάζεται και τελικά κάνει μια μεγάλη τρύπα στο νερό, φωνάζοντας εκλογές εδώ και τώρα σε μια κοινωνία που δεν προκύπτει από πουθενά ότι θέλει εκλογές εδώ και τώρα, πολύ περισσότερο όταν δεν βγαίνει λογικά γιατί θα ήταν προς το εθνικό συμφέρον να γίνουν εκλογές εδώ και τώρα.
Λίγο νωρίτερα, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πατήσει μια άλλη πεπονόφλουδα, που πάλι έριξε μόνος του μπροστά στα πόδια του: Προέβλεψε, λάθος, ότι το ποτάμι της οργής θα παρασύρει το σύστημα εξουσίας και ότι οι φθινοπωρινές απεργιακές κινητοποιήσεις θα αναγκάσουν την κυβέρνηση να παραδώσει τα κλειδιά. Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε εσφαλμένη ανάγνωση της πραγματικότητας, γιατί δεν μέτρησε σωστά τη δύναμη που έχει η αίσθηση της ματαιότητας ούτε το βαθμό απαξίωσης των συνδικάτων. Και μετά από αυτό λάθος, βιάστηκε για το επόμενο, αντιμετωπίζοντας με πολιτική μικροψυχία μια μεγάλη στιγμή για την ελληνική δημοκρατία.
Το πιο απογοητευτικό είναι ότι η πολιτική δύναμη που επαγγέλλεται το νέο κόσμο ντύνεται με τα ρούχα του παλιού: Μιλούν όπως εκείνοι, κινούνται όπως εκείνοι, το χειρότερο, κάποιες φορές δείχνουν να σκέφτονται ή να μην σκέφτονται όπως εκείνοι. Παίρνουν το λαϊκισμό του Ανδρέα Παπανδρέου, τη λεβέντικη παροχολογία του Κώστα Καραμανλή, αντιγράφουν μεθόδους και τρυκ, που δεν τα χρειάζονται γιατί η δύναμή τους θα ήταν πολύ μεγαλύτερη αν προέβαλαν την πολιτισμική/αξιακή διαφορά τους και όχι τις ομοιότητες με τους «σταρ» του κατεστημένου που έφερε τη χώρα στη χρεοκοπία.
Η υπεροχή της Αριστεράς ήταν πάντα το ηθικό πλεονέκτημα. Ούτε οι υποσχέσεις για τον κήπο με τα ρόδα, ούτε τα ψέματα για τα λεφτά που θα μοιραστούν χωρίς να υπάρχουν, ούτε οι πελατειακές συναλλαγές, ούτε το κλείσιμο του ματιού στους ψηφοφόρους με πονηρό σκοπό.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κερδίσει με μια τέτοιου είδους υπεροχή δεν θα έχει και οποιοδήποτε νόημα η νίκη του, αν υπάρξει. Θα είναι μια νίκη πιο βαριά από ήττα –και μάλιστα καθόλου ηρωική, όπως προηγούμενες ήττες στην ιστορία της ελληνικής Αριστεράς.