Μιλώντας γενικά, μέσα στα κόμματα διακρίνονται ρεύματα, ομάδες, συνιστώσες. Μάλιστα, όσο πιο δημοκρατικά οργανωμένα είναι τα κόμματα, τόσο μεγαλύτερη η ανεκτικότητα στη συστέγαση στο εσωτερικό τους των διαφορετικών απόψεων, αλλά και η δυνατότητα της σύνθεσής τους σε επίπεδο πολιτικό. Με άλλα λόγια, η αναγνώριση ιδεολογικών και πολιτικών τάσεων μέσα στα κόμματα θεωρείται ένδειξη δημοκρατικής λειτουργίας, αλλά και καθιέρωσης των κομματικών οργανισμών: τότε μόνο οι τάσεις είναι εποικοδομητικές, όταν υπάρχει η δυνατότητα όχι απλώς η μία να ανεχθεί την άλλη, αλλά όταν μπορούν να συνθέσουν τις διαφορές τους και αυτές να μετουσιωθούν σε μια νέα ποιότητα. Η σύνθεση των διαφορετικών ρευμάτων είναι ό,τι εδραιώνει ένα πολυτασικό κόμμα, ενώ η ανταγωνιστική συνύπαρξη τάσεων και ρευμάτων κάτω από την ίδια σκέπη συντηρεί το ενδεχόμενο της ρήξης και οδηγεί στην αποδυνάμωση, ακόμη και στην αποδιάρθρωση της κομματικής μηχανής.
Όσο καταστάσεις ρήξης και αποδιάρθρωσης παραμένουν πιθανή συνέπεια μιας περιχαρακωμένης εσωκομματικής λειτουργίας, χωρίς να επηρεάζεται (σοβαρά) από αυτές η ευρύτερη κομματική και πολιτική σκηνή, δεν μπορούμε παρά –το πολύ– να γινόμαστε εξωτερικοί παρατηρητές μιας ενδιαφέρουσας, εκνευριστικής, δυσάρεστης (βάλτε όποιο επίθετο θέλετε) πραγματικότητας που βρίσκεται απέναντί μας. Όταν όμως η πραγματικότητα αυτή μας αφορά άμεσα, όταν δηλαδή η εσωκομματική πραγματικότητα επηρεάζει ευθέως τη συνολική πολιτική ή και την κοινοβουλευτική λειτουργία, από εξωτερικοί παρατηρητές μετατρεπόμαστε –εκ των πραγμάτων– σε βιωματικούς δρώντες: ό,τι συμβαίνει μέσα στον μικρόκοσμο ενός κομματικού οργανισμού επηρεάζει το εξωτερικό περιβάλλον του, ενδεχομένως και περισσότερο από ό,τι επηρεάζει τους εσωκομματικούς συσχετισμούς δυνάμεων.
Περνώντας από το γενικό στο ειδικό, όσα παραπάνω περιγράφηκαν σε ένα αφηρημένο πλαίσιο, βρίσκονται πολύ κοντά σε ό,τι βιώνουμε στην πολιτική σκηνή σήμερα. Ένα κόμμα (ο ΣΥΡΙΖΑ), που αναρριχήθηκε μετεωρικά στο κομματικό στερέωμα μετατρεπόμενο από το μικρότερο κοινοβουλευτικό κόμμα των εκλογών του 2009 στο ισχυρότερο των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου 2015, βιώνει συνθήκες εκτεταμένης εσωτερικής του ρηγμάτωσης. Για να είμαστε ακριβείς, οι ρηγματώσεις αυτές προϋπήρχαν συμβάλλοντας θετικά στην εκλογική διείσδυση του ΣΥΡΙΖΑ όσο ακόμη αυτός βρισκόταν στην αντιπολίτευση. Με άλλα λόγια, όσο ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιαζόταν ως ένα είδος κόμματος-κομμάτων, κάτι σαν ένα πληθυντικό κόμμα, τόσο ομαλότερη γινόταν η αθροιστική συνύπαρξη των επιμέρους συνιστωσών του κάτω από την ίδια στέγη.
Μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, ωστόσο, τα πράγματα αλλάζουν: το κυβερνών κόμμα καλείται να χαράξει μια ενιαία γραμμή που θα πρέπει να μετουσιωθεί σε πολιτική απόφαση και πράξη. Αυτό ήταν το σημείο-αγκάθι της κυβέρνησης του Α. Τσίπρα: το γεγονός δηλαδή ότι σε ένα πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα διακυβέρνησης, όπως είναι αυτό της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, δεν μπορούν να χαραχθούν ούτε να εφαρμοστούν κατευθυντήριες γραμμές πολιτικής, που να είναι δεσμευτικές από όλα τα μέλη της παρούσας κυβέρνησης και να βρίσκουν αποδοχή στην κοινοβουλευτική της ομάδα. Ό,τι εμφανίστηκε ως «διαδικασία διαπραγμάτευσης» με τους εταίρους και δανειστές της χώρας από την επομένη των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου δεν ήταν παρά ένα αντυπέρβλητο εχγείρημα επιδίωξης ισορροπιών μεταξύ των κομματικών συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτές εκφράζονταν στη βουλή και την κυβέρνηση.
Οι δυσκολίες του ΣΥΡΙΖΑ ως ενός κόμματος-κομμάτων να κυβερνήσει έφθασαν στο αποκορύφωμά τους τόσο κατά την κρίσιμη κοινοβουλευτική διαδικασία εξουσιοδότησης του πρωθυπουργού να διαπραγματευθεί με τους ευρωπαίους εταίρους την προοπτική ενός τρίτου πακέτου βοήθειας όσο και κατά την ψήφιση στη Βουλή του πολυνομοσχεδίου προκειμένου να ξεκινήσει η διαδικασία για την έγκριση ενός νέου Μνημονίου. Με τη χώρα να βρίσκεται στο κενό, λίγο πριν μια άτακτη χρεωκοπία, παρότι μάλιστα ο κ. Τσίπρας συνέδεσε τη διατήρηση της κυβέρνησής του με τη στοίχιση των συνιστωσών του κόμματός του σε μια ενιαία γραμμή, σχεδόν 40 βουλευτές του αρνήθηκαν να υπερψηφίσουν τη δική του πρόταση. Επιπλέον (πλην ελαχίστων από αυτούς) υπήρξε άρνηση παραίτησής τους από τη βουλευτική έδρα ή ανεξαρτητοποίησής τους, αλλά και παραίτησης από τον υπουργικό θώκο.
Η δικαιολόγηση αυτής τους της στάσης, με την οποία συναρτήθηκε μια επίπλαστη εμπιστοσύνη τους προς την κυβέρνηση όχι με βάση τα κοινοβουλευτικά ειωθότα αλλά εσωκομματικούς συσχετισμούς δυνάμεων, είναι από μόνη της πολιτικώς απαράδεκτη· αλίμονο αν ο κοινοβουλευτισμός μετατρέπεται σε ένα ζήτημα αυθαίρετων ερμηνειών. Η στάση τους αλλά και η επί μήνες ανοχή του πρωθυπουργού απέναντί τους προδίδει ωστόσο ότι αυτό που αρκετοί εντός του ΣΥΡΙΖΑ διεκδικούν είναι η συνέχιση στο επίπεδο του κυβερνώντος κόμματος και της κυβέρνησης ό,τι επί χρόνια συνέβαινε μέσα στο ίδιο το κόμμα: το μοντέλο ενός πολυτασικού κόμματος από το οποίο συνειδητά απουσιάζει η σύνθεση επιχειρείται να επιβληθεί τόσο στην κοινοβουλευτική ομάδα όσο και στην κυβέρνηση.
Τα αποτελέσματα της δοκιμής αυτής (βλ. το χαμένο εξάμηνο της διαπραγμάτευσης) υπήρξαν καταστροφικά. Ο πρωθυπουργός θα πρέπει οριστικά να πεισθεί ότι ένα τέτοιο υβριδικό μοντέλο μιας πολυτασικής κυβέρνησης, μιας κυβέρνησης-αθροίσματος ημιανεξάρτητων κομματικών φέουδων, όχι μόνο δεν είναι λειτουργικό αλλά δεν είναι και δημοκρατικά ανεκτό. Με τον ανασχηματισμό έδειξε να απομακρύνεται από την παγίδα των συνιστωσών του κόμματός του. Το ότι ο ανασχηματισμός ωστόσο δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των κρίσιμων στιγμών που περνά η χώρα είναι ένα πρόβλημα από μόνο του που πολύ γρήγορα θα το βρει μπροστά του ο κ. Τσίπρας. Μετά την αδράνεια των έξι μηνών διακυβέρνησης, σπατάλησε τώρα άλλη μια ευκαιρία δίνοντας μια μάχη στο εσωκομματικό μέτωπο αντί η μάχη να δοθεί με τις πολιτικές παθογένειες και τις χρόνιες αδυναμίες της δημόσιας διοίκησης.