Ε??νας ξένος φίλος με ρώτησε τις προάλλες: τελικά τι κόμμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, σοσιαλδημοκρατικό; Οχι, του απάντησα, κυνικό.
Είναι γεγονός, πως προκειμένου να περιγραφεί η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς τον ρεαλισμό χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον ο όρος «σοσιαλδημοκρατικοποίηση». Υπονοήθηκε δηλαδή πως ο ΣΥΡΙΖΑ βαδίζει στα χνάρια της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Αν και μπορεί να βρει κανείς ομοιότητες (κυρίως ως προς τη ροπή στον κρατισμό και την πολιτική του συμβιβασμού), επί της ουσίας η σύγκριση του ΣΥΡΙΖΑ με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είναι μάλλον ατυχής.
Κατ’ αρχήν, σε κοινωνικό επίπεδο, τα κόμματα αυτά συγκροτήθηκαν για να αντιπροσωπεύσουν στην κεντρική πολιτική σκηνή ένα συγκεκριμένο κοινωνικό υποκείμενο, την εργατική τάξη. Η ταύτιση της σοσιαλδημοκρατίας με την εργατική τάξη και τα συνδικάτα της, ιδιαίτερα στην Κεντρική και τη Βόρεια Ευρώπη, υπήρξε ιστορικά εξαιρετικά ισχυρή, σε τέτοιο βαθμό, που η ίδια η σοσιαλδημοκρατία άρχισε να υποχωρεί και να μεταλλάσσεται από τη στιγμή που άρχισε να συρρικνώνεται η εργατική τάξη.
Σε πολιτικό επίπεδο, η σοσιαλδημοκρατία άφησε πίσω της συνειδητά το ριζοσπαστικό παρελθόν του μαρξισμού του 19ου αιώνα. Υποστήριξε ειρηνικές μεταρρυθμίσεις που επιδίωκαν μια λιγότερο άνιση κοινωνία μέσα στο πλαίσιο της καπιταλιστικής μεικτής οικονομίας και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας εγκαταλείποντας κάθε ιδέα περί συστημικής μεταβολής.
Τίποτε από τα παραπάνω δεν ταιριάζει στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ. Ο τελευταίος ούτε βασίζεται στην εργατική τάξη (που εξάλλου ήταν πάντα ισχνή στη χώρα μας), ούτε η πολιτική πρότασή του συνδέθηκε με ένα σχέδιο «εξανθρωπισμού» του ελληνικού καπιταλισμού και ανάπτυξης του κοινωνικού κράτους με παράλληλα αύξηση της φορολογίας.
Η εκλογική πελατεία του ΣΥΡΙΖΑ με κανένα τρόπο δεν πρέπει να συγχέεται με αυτό που περιγράφηκε παραπάνω ως κοινωνική βάση της σοσιαλδημοκρατίας. Διαμορφώθηκε στα πεταχτά στις πλατείες των αγανακτισμένων, κυρίως από τους θυμωμένους και απογοητευμένους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, που θεώρησαν αρχικά πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια ικανή φωνή διαμαρτυρίας και στη συνέχεια μια δύναμη πιθανής ανατροπής του Μνημονίου. Πρόκειται για μια νέα εκδοχή των μη προνομιούχων του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80. Ανθρωποι, δηλαδή, όλων των κοινωνικών κατηγοριών (κυρίως όμως δημόσιοι υπάλληλοι, συμβασιούχοι, νέοι και άνεργοι) που βίωναν έντονα την κρίση και αισθάνονταν οργισμένοι από τις προηγούμενες κυβερνήσεις που μας έφτασαν ώς εδώ. Η κοινωνική αυτή συμμαχία επιδίωξε δύο αντιφατικούς μεταξύ τους στόχους: την αποδοκιμασία των παλιών δυνάμεων και την επιστροφή στα «παλιά καλά» χρόνια.
Σε πολιτικό επίπεδο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήθελε μεταρρυθμίσεις. Ηθελε τη ρήξη, έστω κι αν δεν ήταν σαφές ούτε για τον ίδιο τι αυτό σήμαινε. Η ριζοσπαστική αντιμνημονιακή στρατηγική του «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός» είχε τη λογική της ριζικής αλλαγής των σύγχρονων κοινωνικο-πολιτικών δομών μέσω κυρίως της μετατροπής της Ελλάδας σε καταλύτη πολιτικών εξελίξεων στην Ευρώπη, καθώς η χώρα μας υποτίθεται πως ήταν ο αδύναμος κρίκος του καπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού.
Προς το παρόν το παραπάνω σχέδιο δεν έχει αντικατασταθεί από κάποιο άλλο. Ο ΣΥΡΙΖΑ για την ώρα συμπεριφέρεται σαν να έχει βάλει το ριζοσπαστικό του πρόταγμα στην κατάψυξη, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να το ξεπαγώσει. Ισως μάλιστα οι πιο σκληροπυρηνικοί του κόμματος να περιμένουν ακόμη ένα σινιάλο της ηγεσίας για να ξανανοίξει η προοπτική της ρήξης.
Προφανώς, καμιά ρήξη δεν θα γίνει. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μπει ανεπιστρεπτί στα μονοπάτια της κυνικής άσκησης της εξουσίας. Αυτό συνεπάγεται πως στο μέλλον η οικονομική και κοινωνική πολιτική θα χαράζεται ουσιαστικά από τους εταίρους και η κυβέρνηση θα βάζει τις πινελιές. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μόνο ένα εργαλείο στα χέρια του προκειμένου να διαφυλάξει την κυρίαρχη θέση του μέσα στο πολιτικό παιχνίδι: το ελληνικό κράτος. Αυτό το τελευταίο θα το χρησιμοποιήσει προς τρεις κατευθύνεις: για να προστατεύσει όσο μπορεί την εκλογική του πελατεία (π.χ. δημόσιοι υπάλληλοι), για να υποστηρίξει τις δικές του ελίτ και τους δικούς του μηχανισμούς διανομής ισχύος και πλούτου και για να ασκήσει πίεση προς τους αντιπάλους του. Πρόκειται αναμφισβήτητα για μία ελαφριά εκδοχή Βενεζουέλας.
Βέβαια, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το πρώτο κυνικό κόμμα που εμφανίστηκε στη μεταπολίτευση. Ο κυνισμός δεν είναι το γνώρισμα ενός μόνο κόμματος αλλά συνιστά τη βασική φυσιογνωμία της πολιτικής σκηνής, ιδιαίτερα από τη στιγμή του τέλους της ευημερίας. Και εδώ ίσως βρίσκεται το πρόβλημα· καθώς οι πολιτικές ελίτ δείχνουν να μην πιστεύουν σε τίποτε εκτός από τη διατήρηση της εξουσίας, ο πολιτικός ανταγωνισμός μετατρέπεται από πεδίο αντιπαράθεσης διαφορετικών πολιτικών σχεδίων σε διαδικασία ανακύκλωσης των ελίτ στην εξουσία με βασικό υποβοηθητικό εργαλείο τους μηχανισμούς του κράτους. Το ζήτημα είναι πως αυτό αφήνει αδιάφορα μερικά εκατομμύρια ψηφοφόρων, ειδικά όσους αισθάνονται πως δεν έχουν να περιμένουν τίποτε από το κράτος.