Ο ΣΥΡΙΖΑ απειλεί τη Δημοκρατία

Παντελής Καψής 27 Οκτ 2016

Η επίθεση της κ. Γεροβασίλη στο Συμβούλιο της Επικρατείας είχε όλα τα στοιχεία του γελοίου που συνοδεύουν πλέον όλες τις επικοινωνιακές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης. Το εγκάλεσε γιατί έκρινε συνταγματικά τα Μνημόνια «που διέλυσαν την Ελλάδα» την ώρα που η ίδια η κυβέρνηση είναι αυτή που υπέγραψε το τρίτο και επαχθέστερο, καθότι αχρείαστο, Μνημόνιο.

Πέραν της γελοιότητας ωστόσο, μια τέτοια απροκάλυπτη επίθεση στη δικαιοσύνη είναι χωρίς προηγούμενο και μπορεί να αποδειχθεί κομβικής σημασίας σε μια πορεία συνειδητής αποσάρθρωσης των δημοκρατικών θεσμών. Μετά από τα μέσα ενημέρωσης που πολεμάει με εκδικητική μανία ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι η σειρά των δικαστών. Όποιος θεσμός ελέγχει και μπορεί να βάλει φραγμό στις κυβερνητικές αυθαιρεσίες μπαίνει στο στόχαστρο μιας ανηλεούς και χωρίς φραγμούς  επίθεσης από τους κυβερνητικούς μηχανισμούς. Το ερώτημα λοιπόν τίθεται εκ των πραγμάτων: Πόσο απειλεί τη Δημοκρατία ο ΣΥΡΙΖΑ;

Ο Θόδωρος Πάγκαλος μίλησε ανοιχτά υπέρ της δημιουργίας ενός «εθνικού δημοκρατικού συναγερμού» για την υπεράσπιση της «αστικής δημοκρατίας, των δημοκρατικών δικαιωμάτων και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης», ενώ στην ίδια γραμμή κινείται και η Νέα Δημοκρατία που ζητά εδώ και τώρα εκλογές. Σε ανάλογο κλίμα και ο Βαγγέλης Βενιζέλος ο οποίος με αφορμή τις δηλώσεις Γεροβασίλη κατηγόρησε την κυβερνηση για ευθεία κατάλυση του Συντάγματος. Είχε προηγηθεί η έκφραση του «θεσμικού τρόμου» για τις εξελίξεις στη δικαιοσύνη. Και στο ΠΑΣΟΚ ωστόσο, παρότι διαφωνούν με την πρόταση Πάγκαλου, μιλούν για καθεστωτικές νοοτροπίες, ενώ η Φώφη Γεννηματά τόνισε ότι «δεν θα επιτρέψουμε να υπάρξει λαϊκή δημοκρατία τύπου ΣΥΡΙΖΑ».

Υπάρχουν φυσικά και οι αντίθετες απόψεις. Ο καθηγητής Νίκος Μουζέλης, προσχωρώντας στην Επιτροπή Διαλόγου για το Σύνταγμα, χαρακτήρισε «κασσανδρικές προβλέψεις» τα περί κινδύνου για τη δημοκρατία. Στην «Καθημερινή» εξ άλλου ο κ. Θοδωρής Γεωργακόπουλος, αν και μιλά για την «επιταχυνόμενη διολίσθηση της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας προς την ανυπαρξία», θεωρεί πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κάνει τίποτα που δεν έκαναν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, «λίγο πιο ατσούμπαλα, λόγω ασχετοσύνης, πιο άγαρμπα λόγω βιασύνης».

Αλλά βέβαια δεν είναι έτσι. Όχι ότι στο παρελθόν δεν γίνονταν προσπάθειες επηρεασμού της δικαιοσύνης ή δεν διορίζονταν στο δημόσιο με μόνο προσόν την κομματική ταυτότητα. Τότε ωστόσο, με εξαίρεση ίσως τα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ όπου οι κομματικοί διορισμοί θεωρούνταν αναγκαίο αντίβαρο στο «μετεμφυλιακό κράτος της δεξιάς», υπήρχε η κοινή παραδοχή ότι οι πράξεις αυτές είναι κατακριτέες. Δεν είναι τυχαίο ότι το ΠΑΣΟΚ των διορισμών είναι και το ΠΑΣΟΚ του ΑΣΕΠ. Αντιθέτως σήμερα, μέσα σε μια λογική ταξικού πολέμου, κανένα μέσο δεν θεωρείται κατακριτέο αν συμβάλλει στην επικράτηση της αριστεράς. Το περιγράφει  χαρακτηριστικά  ο Παύλος Ελευθεριάδης στο «Βήμα» της Κυριακής ανιχνεύοντας στις κομμουνιστικές καταβολές των κορυφαίων στελεχών του το «αστραπιαίο» πέρασμα του ΣΥΡΙΖΑ «από τη φάση της ταξικής και ιδεολογικής βίας σε μια απλά γυμνή, προσωπική, ευκαιριακή και διαχειριστική βία». Ο ΣΥΡΙΖΑ, προσθέτει, λέει αυτό που έλεγε πάντα: «ή εμείς ή αυτοί». Και ο Πέτρος Μαρτινίδης, σε διπλανή στήλη, σημειώνοντας την υποκρισία πίσω από διακηρύξεις περί απότομης ενηλικίωσης προσθέτει: αν η δήλωση (περί ενηλικίωσης) «είναι μέρος της πονηριάς –να κρατηθούμε στην εξουσία μετατρέποντας διά της πλαγίας μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία σε λαϊκή δημοκρατία–, τότε μόνη εύλογη αντίδραση είναι ο τρόμος».

Τρόμος απόλυτα δικαιολογημένος, αν πάρει κανείς τοις μετρητοίς ορισμένες διακηρύξεις. Όταν, για παράδειγμα, ο ίδιος ο πρωθυπουργός κατηγορεί την αντιπολίτευση και τα μέσα ενημέρωσης για ένα «μεταμοντέρνο πραξικόπημα» δεν μπορεί κανείς να μην αναλογιστεί ανάλογες δικαιολογίες που έχουν επικαλεστεί αυταρχικά και δικτατορικά καθεστώτα για να δικαιώσουν την περιστολή της Δημοκρατίας. Και όταν το ενδεχόμενο ένας νόμος να κριθεί αντισυνταγματικός αντιμετωπίζεται ως ήττα της Δημοκρατίας τότε η φράση του πρωθυπουργού «είμαι κάθε λέξη του Συντάγματος» αποκτά μια πολύ διαφορετική και απειλητική σημασία.

Προφανώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να κατεβάσει τανκς. Ούτε είναι πιθανό με τα σημερινά δεδομένα να μπουν σε αμφισβήτηση οι δημοκρατικές κατακτήσεις της μεταπολίτευσης. Αν παραμείνουμε στο πρόγραμμα βοήθειας από την Ευρώπη τότε το πιθανότερο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα χάσει τις επόμενες εκλογές και θα σχηματιστεί κυβέρνηση από τη σημερινή αντιπολίτευση. Με την προϋπόθεση ότι θα αλλάξει τον εκλογικό νόμο και δεν θα μπούμε σε μια μακρά περίοδο πολιτικής αβεβαιότητας, μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα επιστρέψουμε σε κάποιας μορφής κανονικότητα.

Αν όμως όχι; Αν οι σχέσεις με την Ευρώπη οδηγηθούν σε ρήξη είτε επειδή εμείς δεν αντέχουμε είτε επειδή η Ευρώπη θα κάνει μια σκληρή δεξιά στροφή; Αν χρειαστεί τέταρτο Μνημόνιο και ο Σόιμπλε ή οποιοσδήποτε επίδοξος ευρωπαίος Τραμπ βάλει βέτο; Αν έχουμε μια έκρηξη στο προσφυγικό και μια κρίση στις σχέσεις Τουρκίας Ευρώπης; Αν καταρρεύσει η Μέρκελ, αν κερδίσει η Λεπέν, αν στην επόμενη Βουλή οι φωνές των άκρων στα δεξιά και στα αριστερά ξεπεράσουν το 20%; Αν ο ΣΥΡΙΖΑ ανακαλέσει το αριστερό του DNA και δημιουργήσει ξανά κλίμα σύγκρουσης με την Ευρώπη για να αποφύγει έναν εκλογικό καταποντισμό;

Σε όλο τον κόσμο η Δημοκρατία βρίσκεται σε υποχώρηση και μαζί και ο πάλαι ποτέ δυτικός κανόνας. Ο Ερντογάν βρίσκει πολύ πιο φιλικό τον Πούτιν, που δεν τον πιέζει εγείροντας ζητήματα δημοκρατίας, από τον Ομπάμα και την Μέρκελ με τις ενοχλητικές ευαισθησίες τους. Το ίδιο και η Λεπέν και μαζί της όλος ο θίασος των ακροδεξιών κομμάτων της Ευρώπης. Όσο για την Ασία, η άνοδος της Κίνας αποδεικνύεται ένα εξαιρετικό αποκούμπι για αυταρχικά καθεστώτα και ηγέτες τύπου Ντουτέρτε που δεν διστάζουν να γυρίσουν την πλάτη τους στις ΗΠΑ.

Είναι μέσα σε μια τέτοια δυναμική που η Δημοκρατία στην Ελλάδα μπορεί να μπει σε κίνδυνο, πραγματικό κίνδυνο. Οι συνθήκες ακραίας πόλωσης, οικονομικής κατάρρευσης και απαξίωσης των θεσμών αποτελούν συνταγή διολίσθησης σε αντιδημοκρατικά καθεστώτα. Χωρίς την ευρωπαϊκή άγκυρα ένα τέτοιο ενδεχόμενο μπορεί να αποδειχθεί απόλυτα ρεαλιστικό σενάριο.