Το τελευταίο διάστημα η χώρα καρκινοβατεί και πάλι στο χείλος του γκρεμού. Ο κίνδυνος του Grexit δεν έχει αποφευχθεί, η υπέρβαση της οικονομικής κρίσης φαντάζει μακρινό όνειρο, και τα σύννεφα του προσφυγικού προβλήματος πυκνώνουν διαρκώς, δημιουργώντας ένα εφιαλτικό περιβάλλον. Και αντί να υπάρξει εθνική συσπείρωση, με δεδομένη μάλιστα και την συναινετική υπογραφή της νέας συμφωνίας, οι πολιτικές δυνάμεις περί άλλα τυρβάζουν, εγκλωβισμένες ακόμα στο κλίμα διχασμού, που έχει καλλιεργηθεί καθ’όλη την περίοδο της κρίσης. Το αποτέλεσμα είναι αποκαρδιωτικό και σε αυτό έχουν όλοι τις ευθύνες τους, παρότι προσπαθούν μάταια να τις απεκδυθούν. Ας επιχειρήσουμε να τις δούμε συγκεκριμένα, ξεκινώντας σήμερα από την κυβερνητική πλειοψηφία, στην οποία εκ των πραγμάτων πέφτει και το μεγαλύτερο βάρος για την αλλαγή αυτού του κλίματος.
Είναι γνωστό, κατ’αρχάς, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στήριξε την άνοδό του στην εξουσία όχι σε μια σύγχρονη εκδοχή της διάκρισης Αριστερά-Δεξιά, όπως όφειλε, αλλά σε μια τυφλή και θολή αντιμνημονιακή υστερία, που τον έφερε κοντά με λούμπεν ακροδεξιές ή και φασίζουσες πολιτικές δυνάμεις και τον ενέπλεξε σε μια σειρά ακραία διχαστικών πολιτικών συμπεριφορών. Ειδικότερα, είναι γνωστό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, με την προτροπή ή έστω την ανοχή της ηγεσίας του –η οποία ποτέ δεν είπε ένα “mea culpa” γι αυτό…– προκάλεσε ή υποδαύλισε αποκρουστικές και αντιδημοκρατικές μορφές πολιτικής αντιπαράθεσης, αφ’ενός μεν συναγελαζόμενος συχνά με τα κατακάθια της πολιτικής μας πραγματικότητας στο αλήστου μνήμης «κίνημα των αγανακτισμένων», –με σύνθημα, θυμίζουμε, το «να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή…»– αφ’ετέρου δε πρωτοστατώντας σε εκδηλώσεις που είτε φίμωναν είτε εξευτέλιζαν τους αντιπάλους του, με γιαουρτώματα και βαθύτατα προσβλητικές εκφράσεις («γερμανοτσολιάδες» κ.τ.τ.). Παράλληλα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δίστασε να υπονομεύσει το Σύνταγμα και τους θεσμούς, είτε υποτάσσοντάς τους στην λογική ενός απροκάλυπτου «συνταγματικού λαϊκισμού», σύμφωνα με τον οποίο ό,τι δεν αρέσει στον λαό είναι «αντισυνταγματικό», είτε ρίχνοντάς τους αδίστακτα στη δίνη μικροκομματικών σκοπιμοτήτων (πχ. Εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και Δημοψήφισμα).
Αλλά και μετά την θεαματική στροφή του (η οποία κράτησε ευτυχώς την χώρα στην Ευρωζώνη), και παρότι ως κυβέρνηση πληρώνει καθημερινά τις συνέπειες της τότε πολιτικής του, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να έχει συνειδητοποιήσει πλήρως ότι πρέπει να αλλάξει ως τάχιστα σελίδα, να παύσει να αναπαράγει την καταγγελτική και μαξιμαλιστική λογική του κόμματος διαμαρτυρίας και να μετασχηματισθεί επιτέλους σε μια σοβαρή και υπεύθυνη κυβερνητική δύναμη της Αριστεράς. Και αυτό αφορά ιδίως δύο τομείς:
Πρώτον, την άσκηση του κυβερνητικού έργου, το οποίο χωλαίνει εμφανώς στους περισσότερους τομείς διότι ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να λειτουργεί με την «τακτική του σκαντζόχοιρου». Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι προσπαθεί να στελεχώσει έναν ολόκληρο κρατικό μηχανισμό –στον οποίο μάλιστα αύξησε αντί να μειώσει δραστικά, όπως όφειλε, τις καθαρά πολιτικές θέσεις– στραγγίζοντας κυριολεκτικά ένα κομματικό δυναμικό που αντιστοιχεί το πολύ σε ένα 1,5-2% του εκλογικού σώματος (δηλαδή σε ό,τι απέμεινε από το αρχικό 3-4%, μετά την αποχώρηση ΛΑΕ και απογοητευμένων). Τα αποτελέσματα είναι γνωστά: να χρησιμοποιούνται παντού φίλοι και συγγενείς και να αγνοείται επιδεικτικά ένα εξαιρετικά αξιόλογο και σχολάζον σήμερα δυναμικό της χώρας, με εγνωσμένη πείρα και δοκιμασμένη εντιμότητα.
Δεύτερον, την εν γένει πολιτική του συμπεριφορά, η οποία κάθε άλλο παρά υπηρετεί την επιτακτικά αναγκαία, σήμερα, πολιτική συνδιαλλαγή. Μετά τις τελευταίες εκλογές (με τις οποίες ορθά ζήτησε έγκριση για την αλλαγή πορείας), ο ΣΥΡΙΖΑ επανέλαβε το τραγικό λάθος της συμπόρευσης με την (αρχολίπαρη και πολωτική) λούμπεν ακροδεξιά του Καμμένου και δεν εκμεταλλεύθηκε την μοναδική ευκαιρία να αναδιατάξει το πολιτικό σκηνικό, αφ’ενός μεν ηγεμονεύοντας πολιτικά σε έναν νέο προοδευτικό συνασπισμό εξουσίας (με ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι) αφ’ετέρου δε διασφαλίζοντας και την ανοχή της Νέας Δημοκρατίας σε ορισμένες κρίσιμες επιλογές, προκειμένου να σηματοδοτήσει το πέρασμα της χώρας στην μεταμνημονιακή εποχή.
Τα αποτελέσματα είναι ήδη ορατά: ισχνή και προβληματική πολιτική νομιμοποίηση, φορτισμένο και διαρκώς συγκρουσιακό πολιτικό κλίμα, διαρκής αναζωπύρωση παλαιών εστιών έντασης –με υπαινιγμούς ή/και ανοιχτές απειλές δικαστικών διώξεων– υποβάθμιση των Ανεξάρτητων Αρχών και, τέλος, σπασμωδικές και πολωτικές κινήσεις εντυπωσιασμού –και όχι ουσίας– για την καταπολέμηση της διαπλοκής (με έκδηλη, ιδίως, την προσπάθεια ελέγχου και όχι πλουραλιστικής αναβάθμισης του τηλεοπτικού τοπίου). Αν σε όλα αυτά προστεθεί και ένας άνευ αντίστοιχου αντικρύσματος πλην οξύς και πολωτικός υπερτονισμός των ιδεολογικών διαφορών, έχουμε την πλήρη εικόνα ενός κόμματος το οποίο ναι μεν έχει κάνει πολλές υπερβάσεις, για τα δικά του δεδομένα, πλην όμως καθυστερεί απελπιστικά, σε σχέση με τις σημερινές απαιτήσεις της χώρας.
Άρα δυοίν θάττερον: είτε ο ΣΥΡΙΖΑ θα επαναλάβει αυτό που έκανε η πραγματικά πρώτη φορά Αριστερά (δηλαδή το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου) το 1993, επιταχύνοντας ιλιγγιωδώς προκειμένου να συγχρονισθεί με τις προκλήσεις των καιρών, είτε θα έχει την τύχη του ύστερου και μεταλλαγμένου ΠΑΣΟΚ, η θεαματική πτώση του οποίου θα έπρεπε ήδη να θυμίζει στον πρωθυπουργό το γνωστό «ουκ εά με καθεύδειν»…