Πολλές φορές είναι εντυπωσιακή η χρησιμότητα της Μαρξιστικής σκέψης στην ανάλυση καταστάσεων και την εξαγωγή συμπερασμάτων, όταν μεταφέρεται και εναρμονίζεται στα δεδομένα της σημερινής εποχής. Η θεωρία των σταδίων ίσως αποτελεί ένα τέτοιο εργαλείο. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι στις οικονομικά αδύναμες χώρες η πλήρης εφαρμογή του καπιταλισμού είναι αναγκαίο στάδιο πριν το ξεκίνημα της προσπάθειας για εγκαθίδρυση σοσιαλισμού. Με τα σημερινά δεδομένα είναι προφανές ότι δε μιλάμε για τον ίδιο με τότε σοσιαλισμό, θα μπορούσαμε όμως να τον αντιστοιχίσουμε με δημοκρατικό σοσιαλισμό ή αριστερή σοσιαλδημοκρατία.
Η χώρα μας αναμφισβήτητα είναι –επιεικώς- οικονομικά αδύναμη και πρόσφατα εξέλεξε ως κυβέρνηση ένα κόμμα το οποίο αναφέρεται στο δημοκρατικό σοσιαλισμό και την αριστερά, αλλά και υποσχέθηκε μια άλλη χώρα την επομένη των εκλογών. Αν μη τι άλλο, είναι ενδιαφέρουσα μια τέτοια μεταφορά και η ανάλυσή της. Χαρακτηριστικό είναι και το ιστορικό παράδειγμα της Βραζιλίας. Το 2002 η νίκη του Εργατικού Κόμματος (Partido dos Trabalhadores, «ΡΤ»), με ιδεολογική αφετηρία τον Μαρξισμό, αποτέλεσε μια ουσιαστική δημοκρατική αλλαγή. Ο Πρόεδρος, Λούλα ντα Σίλβα, δεν έσκισε κανένα Μνημόνιο, ούτε επιδόθηκε σε επικοινωνιακά τεχνάσματα. Αντιθέτως, εφάρμοσε το πρόγραμμα του ΔΝΤ –κι όχι εταίρων- ανεξαιρέτως για όλους και έτρεξε την οικονομία της χώρας του, ξεπερνώντας σε χρόνους ρεκόρ τους στόχους. Τότε, κατάφερε πραγματικά να διώξει το ΔΝΤ και να εφαρμόσει ένα δικό του πρόγραμμα κατακτήσεων και αποκατάστασης των αδικιών.
Αρχικά, για την οικονομία του κειμένου, θα παραμερίσω την ρητορική της υποσχεσιολογίας και του μανιχαϊσμού που επιδόθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ ως σήμερα. Η ουσία είναι δυνατότητα εφαρμογής ενός προοδευτικού προγράμματος μέσα στην περίοδο της κρίσης. Εδώ, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να μιλά για την άμεση αλλαγή σε μια «Νέα Ελλάδα» από τις 25 Γενάρη, εθελοτυφλώντας για τα βήματα που πρέπει να κάνει η οικονομία της χώρας, ώστε από επαίτης της Ευρώπης να γίνει πραγματικός εταίρος, που στέκεται στα πόδια του. Ακόμα, αυτό δεν μπορεί να γίνει επιδιώκοντας μια «Νέα Ευρώπη» επίσης από τις 25 Γενάρη κι ύστερα, λόγω της μαξιμαλιστικής αντίληψης της εγχώριας νίκης. Δυστυχώς ή ευτυχώς, «Νέα Ελλάδα» συνεπάγεται σε μεγάλο βαθμό πρώτα «Νέα Ευρώπη». Μήπως, όμως, πριν το πέρασμα σε αυτό το «νέο» που επικαλείται η ριζοσπαστική αριστερά πρέπει να φτάσουμε στο στάδιο όπου «Ελλάδα» θα ισοδυναμεί σε όλα τα επίπεδα «Ευρώπη» και σύγχρονη αστική Δημοκρατία; Βεβαίως, τουλάχιστον 1,5 εκατομμύρια άνεργοι και 6,3 εκατομμύρια πολίτες υπό απειλή φτώχειας σε καμία περίπτωση δε συνεπάγονται τα παραπάνω. Ας σκεφτούμε νηφάλια, όμως, ότι τρόπος αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης χωρίς πρώτα να σταθεί η οικονομία και συνάμα η χώρα στα πόδια της, δεν υπάρχει. Εξάλλου, όπως επί χρόνια διολίσθαινε η οικονομία της χώρας αλλά τα αποτέλεσμα της σήψης έγιναν εμφανή αργότερα, έτσι και η ανάστροφη πορεία χρειάζεται το χρόνο της. Συνεπώς, η πραγματικότητα της σημερινής κατάστασης της χώρας είναι σκληρή, όχι όμως όσο ο ρεαλισμός που επιβάλλεται να υπάρξει μέσα σε αυτή. Αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να το αποφύγει.
Σίγουρα, η κυβέρνησή του δεν παραλαμβάνει «καμένη γη», αλλά καλείται να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα/μοντέλο στο οποίο είναι ιδεολογικά εκ διαμέτρου αντίθετη. Αν διαχειριστεί με σωφροσύνη την άνοδό του στην εξουσία ίσως καταφέρει να εφαρμόσει και το δικό του μοντέλο σε βάθος χρόνου. Σε αυτό το σημείο εισέρχεται και η θεωρία των σταδίων σε μια διαφορετική μορφή της. Συγκεκριμένα, αν ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρει να βγάλει εις πέρας το πρόγραμμα εμπλουτισμένο με δικές του προτάσεις και με δικαιότερη κατανομή των βαρών, θα του δοθεί η ευκαιρία να διαπραγματευθεί, ουσιαστικά πλέον, την απαγκίστρωση από δυσμενή μέτρα και την αντικατάστασή τους με όρους πιο κοντινούς στη δική του πολιτική. Ένα τέτοιο σχέδιο περιλαμβάνει δύο στάδια. Πρώτα, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αναγνωρίσει και να εκμεταλλευτεί την αναγκαιότητα αυτών των μέτρων και να τρέξει την εφαρμογή τους. Έτσι, πετυχαίνοντας ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς –πόσο δε μάλλον πλεονάσματα- όχι απλώς θα ανακτήσει την αξιοπιστία απέναντι στους εταίρους, αλλά θα είναι και σε πλεονεκτική θέση και επικοινωνιακά και με απτά στοιχεία. Αυτός θα έπρεπε να είναι ο «ιστορικός συμβιβασμός» του ΣΥΡΙΖΑ κι όχι οι ακροδεξιοί ΑΝΕΛ και ο Προκόπης Παυλόπουλος, γιατί μόνο τότε θα έχει τη δυνατότητα να περάσει στο δεύτερο στάδιο. Την προσπάθεια για την εφαρμογή ενός δικού του μοντέλου. Όχι με λύσεις τύπου 70%-30% επί του πλεονάσματος για δώρο στους εκάστοτε πελάτες, αλλά με μόνιμες μεταρρυθμίσεις. Η φορολογία ταιριάζει απόλυτα σε αυτό το σκεπτικό. Είναι γεγονός, ότι τα τελευταία χρόνια ψηφίστηκαν φόροι, οι οποίοι και άδικοι ήταν και εξαντλούσαν την φοροδοτική ικανότητα των συνεπών φορολογουμένων, μάλιστα πάνω στο ήδη μειωμένο εισόδημά τους. Παράλληλα, το κράτος δικαίου δέχτηκε τεράστιο πλήγμα και οι υπηρεσίες του δημοσίου αποδυναμώθηκαν αισθητά. Αναλυτικά, ναι μεν είναι απαραίτητη η μείωση των φορολογικών συντελεστών, αλλά το σημερινό ύψους τους και τα έσοδα που προσφέρουν θα μπορούσαν να διατεθούν για τον εκσυγχρονισμό του κράτους σε τομείς όπως είναι η περίθαλψη, η παιδεία και το δίχτυ προστασίας των ασθενέστερων. Ακόμα, είναι μεγάλη η πρόκληση για τη θέσπιση της ενιαίας εθνικής σύνταξης. Κι εδώ, όμως, προηγείται το στάδιο της σωτηρίας του ασφαλιστικού με οποιονδήποτε τρόπο.
Το βασικό ερώτημα, βέβαια, είναι αν η κυβέρνηση με τη σημερινή μορφή της είναι ικανή να ξεπεράσει τον εαυτό της. Κατά τη γνώμη μου, είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν τα παραπάνω αν δεν υπάρξει μια ευρύτερη συνεννόηση σε πολιτικό επίπεδο, καθώς το σχήμα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν έχει καμία πιθανότητα μπροστά σε τέτοιες προκλήσεις. Για το λόγο αυτό, είναι αναγκαίο να αρχίσουν οι ζυμώσεις για αλλαγή του κυβερνητικού εταίρου του ΣΥΡΙΖΑ. Εκ πρώτης όψεως, ίσως αυτό φαντάζει ασύμφορο για το πρώτο κόμμα, το οποίο παρουσιάζει ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά αυτή την περίοδο. Η συγκεκριμένη εκτόξευση όμως είναι ευκαιριακή και πλασματική. Αντιθέτως, μια συμμαχία με φιλοευρωπαϊκά κόμματα της παρούσας Βουλής, ναι μεν θα κοστίσει στο «αντιμνημονιακό» προφίλ του και στους αντίστοιχους ψηφοφόρους, αλλά θα του εξασφαλίσει πολύτιμο πολιτικό χρόνο. Πολύ πιθανό είναι και οι ίδιες οι εξελίξεις τους επόμενους μήνες να υπαγορεύσουν μια τέτοια αλλαγή στρατηγικής. Τα στοιχεία που έχουμε αποκομίσει ως τώρα δεν είναι ενθαρρυντικά και ο Τσίπρας δύσκολα θα γίνει Ευρωπαίος Λούλα. Ας είμαστε αδικαιολόγητα αισιόδοξοι, μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου.