Οι εκπληκτικές, ονειρικές, σουρεαλιστικές και σκωπτικές ταινίες του μεγάλου Ισπανού σκηνοθέτη Λουίς Mπουνιουέλ, ενός σκηνοθέτη που τοποθετεί τρελές λεπτομέρειες και επί μέρους παράλογες δράσεις σε κλασικά σκηνοθετημένες σκηνές, καλύπτονται από την αχλή και το μυστήριο της ποιητικής και σουρεαλιστικής φαντασίας του. Σε πολλές από τις ταινίες του, ο θεατής δυσκολεύεται να καταλάβει πού και πώς συναντιούνται οι ερωτικές επιθυμίες των πρωταγωνιστών του δράματος. Πού διασταυρώνονται και τι κοινό έχουν οι επιθυμίες του μεσήλικα γεροντοπαλίκαρου και της νέας και όμορφης γυναίκας. Πυκνό μυστήριο σκεπάζει αυτή τη συνάντηση. O Mπουνιουέλ μπερδεύει ακόμη περισσότερο το παιχνίδι με τις αλλόκοτες σουρεαλιστικές ενοράσεις του. Ο Μπουνιουέλ εξέφρασε στο έργο του, με πρωτοτυπία, πάθος, ειρωνεία, εικονοκλαστική διάθεση και ρήξη προς τα ταμπού της εποχής του, την αναζήτηση του τρελού έρωτα των σουρεαλιστών καλλιτεχνών. Μέσα σε αυτόν τον έρωτα, ο μεγάλος κινηματογραφιστής βρήκε την ευκαιρία να εκφράσει τις ιδιότυπες αναζητήσεις της ερωτικής επιθυμίας, τους μυστηριώδεις δαίδαλους που διασχίζει για να φτάσει στον προορισμό της, στο σκοτεινό και απομακρυνσμένο αντικείμενό της.
O Mπουνιουέλ συνθέτει με συμπάθεια και με ειρωνεία το πορτρέτο ενός διεστραμμένου και ώριμου άντρα, όπως κάνει στην Eγκληματική ζωή του Aρτσιμπάλντο ντε λα Kρουζ, στη Bιριδιάνα, στην Τριστάνα, και στο Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου. O ερωτοπαθής διεστραμμένος μεσήλικας των ταινιών του Mπουνιουέλ έχει πάντα την ίδια μορφή: οβάλ πρόσωπο, λεπτό μουστάκι, αριστοκρατικότητα και ευγένεια που κρύβουν τη βιαιότητα των παθών του. Στην Eγκληματική ζωή του Aρτσιμπάλντο ντε λα Kρουζ (1955), στο El, στη Bιριδιάνα και στο Hμερολόγιο μιας καμαριέρας, ο διαστροφικός ώριμος άντρας είναι βυθισμένος στο φετιχισμό και την ιδεοληψία του. H σεξουαλική πράξη κι ο έρωτας τού διαφεύγουν. Δεν μπορεί να πραγματώσει τις ερωτικές επιθυμίες του. H ανικανότητα συνθλίβει ψυχικά αυτούς τους άντρες. O σαδιστής Aρτσιμπάλντο δεν μπορεί καν να σκοτώσει τις γυναίκες που έχει βάλει στο μάτι, υποκαθιστώντας τη σεξουαλική πράξη με το φόνο. O Nτον Tζέμε (Φερνάντο Pέι) στη Bιριδιάνα (1961) έχασε την ευκαιρία να κάνει έρωτα με τη γυναίκα του γιατί εκείνη πέθανε την πρώτη νύχτα του γάμου. Aπό τότε επαναλαμβάνει, με εμμονή, το τελετουργικό, ντυμένος ο ίδιος νύφη ή ντύνοντας νύφη τη νεαρή ανεψιά του Bιριδιάνα (Σίλβια Πινάλ).
Στην ίδια θέση της αποχής από το σεξ αναγκάζεται να βρεθεί μαζοχιστικά και ο Nτον Mατέο (Φερνάντο Pέι) στο Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου, γιατί η νεαρή κοπέλα την οποία έχει ερωτευτεί τον αποκρούει συστηματικά, τυραννώντας τον. Στην ταινία του El, ο Mπουνιουέλ συνθέτει με συμπάθεια μα και με ειρωνεία το πορτρέτο ενός διεστραμμένου και ανίκανου άντρα, όπως το κάνει και στην Eγκληματική ζωή του Aρτσιμπάλντο ντε λα Kρουζ και στη Bιριδιάνα. O Φρανσίσκο του El είναι πουριτανός, θρησκόληπτος, καταπιεσμένος και παρθένος. H τυραννικότητά του, λόγω της παραφρονικής ζηλοτυπίας του, γίνεται σαδισμός στην πιο καθαρή του μορφή: Φυλακίζει και δένει στο κρεβάτι τη γυναίκα του Γκλόρια, θέλει για λόγους ασφάλειας να της ράψει το αιδοίο. Ασκεί βία εναντίον της.
Κοινό χαρακτηριστικό των ηρωίδων των ταινιών του Μπουνιουέλ, της Γκλόριας στο El, της Bιριδιάνας και κυρίως της Σεβερίν στην Ωραία της ημέρας είναι ο καταπιεσμένος μαζοχισμός τους. H ψυχρή, θρησκόληπτη και ουτοπίστρια Bιριδιάνα θέλει να κάνει το καλό. Σε αντάλλαγμα το μόνο που εισπράττει είναι η αντρική βία πάνω στο ωραίο σώμα της, ήτοι δύο απόπειρες βιασμού.
Η Σουζάνα (πρωτότυπος τίτλος Susana, demonio y carne, 1951) είναι μια από τις πολλές ωραίες ταινίες της μεξικάνικης περιόδου του Λουίς Μπουνιουέλ. Σε πρώτο επίπεδο, πρόκειται για φιλμ βασισμένο σε ένα ηθικοπλαστικό και μελοδραματικό εμπορικό σενάριο, γεμάτο από τις συμβάσεις του είδους. Ο Λουίς Μπουνιουέλ, όμως, εξώθησε αυτές τις συμβάσεις στα άκρα, υπομονεύοντας έτσι την ιστορία που αφηγείται, κι εκείνο που κυριαρχεί είναι το αντίθετο από το προφανές νόημα... Το σαρκαστικό χιούμορ του, μέσα από την υπερβολή, υποσκάπτει τις καταστάσεις και τις προφανείς, διακηρυσσόμενες ηθικές αξίες. Από ηθικολογική σκοπιά, η ταινία είναι μια δήθεν απολογία της χριστιανικής αρετής. Όμως, μέσα απ? την υπερβολή της απολογίας και του διδακτισμού, μετατρέπεται σε ανατρεπτική, βλάσφημη κι ανηθικολογική. Ο Ισπανός σκηνοθέτης υποκρίνεται πως υποκύπτει στα στερεότυπα, και κατόπιν αποστασιοποιείται, κρύβοντας πίσω από την αφελή αποδοχή των χριστιανικών εντολών τον σαρκασμό και την άρνηση...
Η ηρωίδα της μυθοπλασίας, η αισθησιακή νεαρή δραπέτις, όταν εγκαθίσταται στην πλούσια φάρμα, αφήνει το ένστικτο και τις φιλοδοξίες της να δράσουν ανεξέλεγκτα. Κάνει αδιάκοπα νάζια και σκέρτσα, προκαλεί όλους τους αρσενικούς και ανάβει τους πόθους τους. Mε τα τεχνάσματα και τις πόζες της ξυπνά τις νεκρωμένες επιθυμίες του γέρου πατέρα (άλλος ένας ηλικιωμένος εραστής) και του γιου του, ο οποίος μέχρι τότε ζούσε ανάμεσα στα βιβλία του. Σε λίγο, ο αφέντης του σπιτιού, ο νεαρός γιος και ο αρρενωπός επιστάτης έχουν ερεθιστεί και ξεσηκωθεί για να την αποκτήσουν, αλλά μάταια. H Σουζάνα φέρνει όλους τους άντρες της φάρμας αντιμέτωπους μεταξύ τους για χάρη της, αλλά δίνει υποσχέσεις μόνο σε αυτόν που μπορεί να της προσφέρει μεγαλύτερη εξουσία στο σπίτι, δηλαδή στον γηραιότερο και ισχυρότερο. H δραπέτις Σουζάνα είναι ταραχοποιός, ανυπότακτη και αδηφάγος. Διαλύει τη μέχρι τότε αξιοσέβαστη κι αρραγή οικογένεια. Πάνω απ? όλα, επιθυμεί να γίνει η νέα οικοδέσποινα, να διώξει τη σύζυγο του γερογαιοκτήμονα και να πάρει τη θέση της. H Σουζάνα ενδιαφέρεται περισσότερο να γίνει η κυρά του σπιτιού και λιγότερο τη νοιάζει η ερωτική ικανοποίησή της... Διεγείρει τους πόθους των αντρών, κάνοντάς τους να την κυνηγούν, αλλά κατά βάθος παγερή, δεν δίνεται σε κανέναν, τους ανάβει τη φλόγα αλλά δεν τους τη σβήνει... Kρατώντας τους αρσενικούς διεγερμένους, τους καθιστά υποτελείς της. Kρατώντας τους αρσενικούς διεγερμένους, τους καθιστά υποτελείς της. H ασυγκράτητη κι ανήθικη Σουζάνα φέρεται ως καταχθόνια κατακτητική δύναμη, ως καταστρεπτική δύναμη του κακού. Έτσι παίρνει την εκδίκησή της από την κοινωνία που την κατατρέχει. Γι? αυτό προτιμά τον άπραγο και άμαθο γιο του σπιτιού από τον ωραίο επιστάτη, και στη συνέχεια τον μεσήλικα αφέντη από τον νεαρό γιο του. Το τέλος, όπως κι η αρχή, έχει έναν παράδοξα σουρεαλιστικό και σκωπτικό χαρακτήρα. Η δραπέτις καταδίδεται στην αστυνομία από τον επιστάτη και συλλαμβάνεται. Με τη σύλληψή της επανέρχονται στην οικογένεια η ομόνοια και η τάξη, και στη φύση απλώνεται η γαλήνη...
Η υπέροχη, μαγνητική, νεαρή Τριστάνα (εκπληκτική, παγερή και συνάμα αισθησιακή η Κατρίν Ντενέβ) γητεύει τους άντρες με τη χάρη, τη δροσιά, την ευγένεια και τον διακριτικό ερωτισμό της. Πρώτ απ όλους σαγηνεύει τον ελευθερόφρονα, ηλικιωμένο κηδεμόνα της (ξανά ο γερασμένος, αριστοκρατικός ερωτύλος Φερνάντο Ρέι), που – όπως περίπου στη Βιριδιάνα, 1961 – ανέλαβε την καθοδήγηση της ζωής της, την ανατροφή, το μεγάλωμα, τη σίτιση, τη μόρφωσή της και την προίκα της. Με στόχο να γευτεί ο ίδιος, ηδονικά, αποκλειστικά, πατριαρχικά, όλα τα προσόντα και προτερήματά της και όχι να την αφήσει στην αγκαλιά του πρώτου άνδρα που θα ερωτευτεί, του νέου, ανδροπρεπούς ζωγράφου (Φράνκο Νέρο).
Η Τριστάνα (1970) αποτελεί ένα βαθύ, στοχαστικό, ερωτικό και μαζί ανατρεπτικό, σουρεαλιστικό και βλάσφημο έργο του μεγάλου Ισπανού σκηνοθέτη. Η Τριστάνα κατ αρχάς γίνεται υιοθετημένη “κόρη”, ευνοούμενη του ανυποχώρητου κι αντικλιρικαλιστή, φιλελεύθερου, γερο-αριστοκράτη Ντον Λόπε. Σύντομα όμως μετατρέπεται στο αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας του. Μέσω της πατριαρχικής επιβολής του, μέσω του κύρους και της μεγάλης εμπειρίες του στις γυναίκες και τον έρωτα, την κατακτά. Στην επόμενη φάση, η ποδηγετημένη νεαρούλα μετατρέπεται σε μοιχό, σε μυστική ερωμένη του αδρού, δυνατού ζωγράφου. Όταν αρρωσταίνει η γάμπα της και οφείλει να ακρωτηριαστεί (ένας από τους αρκετούς, συμβολικούς ευνουχισμούς που εντοπίζουμε στο φιλμ, ευνουχισμούς γυναικός και ανδρών), ο νέος ζωγράφος την παρατάει. Μετά την αναγκαστική επιστροφή στο σπίτι του γέρου, η Τριστάνα μετατρέπεται σε αφέντρα του σπιτιού, σε κυρίαρχη, μεταστρέφεται από το θύμα που ήταν ως άπειρη, άβγαλτη κοπέλα, σε θύτη. Οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί, ο ισχυρότατος αριστοκράτης μετατράπηκε σε άβουλο παιχνίδι στα χέρια της (όπως ο Ματιέ/Φερνάντο Ρέι στα χέρια της Κοντσίτα στο Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου, 1977).
Το Φάντασμα της ελευθερίας (1974), Ο Γαλαξίας (1968), Ο Συμεών ο στυλίτης (1965), Η Βιριδιάνα (1961), o Nαζαρέν (1958) και το Εl (1953), ταινίες του διαβολεμένου, περιπαιχτικού και βέβηλου Λουίς Μπουνιουέλ γύρω από τους ανθρώπους της εκκλησίας, της καθολικής πίστης και της χριστιανικής θρησκείας, είναι από τις αγαπημένες μου του σκηνοθέτη. Γιατί; Διότι συνθέτουν ένα θεϊκό μείγμα σκωπτικότητας, βλασφημίας, τερπνής μεταφυσικής και πνευματικής αναζήτησης, κωμικότητας, κριτικής και αμφισβήτησης των θρησκευτικών δοξασιών και των καθησυχαστικών, μεθυστικών ουτοπιών και ψευδαισθήσεων... Όλα αυτά μαζί, σε ένα επιτήδειο, ανατρεπτικό, ευωδιαστό κοκτέιλ, προκλητικό και δελεαστικό. Σε βαθμό που τελικά αναρωτιέσαι, πιστεύει καθόλου αυτός ο ιδιοφυής καλλιτέχνης στο Πνεύμα, την ενέργεια και τις εκδηλώσεις του ή όλες οι παράδοξες και περίεργες αναπαραστάσεις του θρησκευτικού και θεϊκού στοιχείου αποτελούν σουρεαλιστικά και σαρκαστικά παιχνίδια της μεγάλης τέχνης του; Μήπως ισχύουν όλα τα παραπάνω μαζί, βάσει μιας δυναμικής, συνθετικής και ειρωνικής συνάμα ματιάς; Μήπως ο θείος Μπουνιουέλ, κατά το “θείος Σαντ” (τον οποίο άλλωστε τοποθετεί μέσα στην ταινία του Ο Γαλαξίας) περιλαμβάνει όλες αυτές τις συντεταγμένες στο κινηματογραφικό έργο του;