Η ιδιορρυθμία της Ελλάδας του ’80 όπως αυτή εκφράστηκε ηγεμονικά από το Πασοκ στην εξουσία, έχει μελετηθεί, αναλυθεί, συζητιέται σήμερα στην συγκυρία της χρεοκοπίας. Για άλλους είναι η επάρατη φάση της μεταπολίτευσης, της οποίας οι μεταστάσεις απέβησαν μοιραίες το 2010? για άλλους είναι η χρυσή εποχή του αναίμακτου ριζοσπαστισμού. Θα έλεγα του δωρεάν σοσιαλισμού και κάποιας εθνικής και πολιτικής ταχυδακτυλουργίας, που μπορεί με την δύναμη της απόφασης και την λαϊκή στήριξη να επαναληφθεί.
Στην πλούσια πάντως βιβλιογραφία, στη γνώση που προσφέρει η έρευνα και ο πολιτικός αναστοχασμός για την περίοδο, θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να προσθέσουμε την αξία ενός πολύ σημαντικού πολιτισμικού προϊόντος. Αναφέρομαι στην κορυφαία κωμωδία του ελληνικού κινηματογράφου των τελευταίων δεκαετιών, την ταινία «Βίος και πολιτεία» του Νίκου Περράκη. Μια ταινία ακραίας κοινωνιολογικής ακρίβειας, που με λεπτότητα περιγράφει το πασοκικό παράδοξο. Αυτό που συνθηματικά όρισα ως τον «σοσιαλισμό που δεν θέλαμε». Σε αυτήν, ένα παιδί της Τασκένδης, ο Καραμαζόφ, στέλεχος του Τοε απειλεί να ανατινάξει τις δορυφορικές εγκαταστάσεις, στερώντας το λαό από τη μετάδοση του τελικού του μουντιάλ, στο οποίο φυσικά αγωνίζεται η Ελλάδα. Ο ίδιος έχει συστήσει μια μονοπρόσωπη τρομοκρατική οργάνωση χαμηλής έντασης, που από μια εκσυγχρονιστική αφετηρία, ασκεί κριτική σε μια διακυβέρνηση που βυθίζεται στην ανομία, τη διαπλοκή και που εγκαταλείπει την παραγωγή και την καινοτομία. Δύο σκηνές θα αναφέρω για να μην σας κουράσω. Δύο σκηνές που μπορεί να τις έχετε αποθηκεύσει και να τις ανασύρετε.
Στη μία, ο πρόεδρος των ταξιτζήδων παραλαμβάνει δυο ελληνοαμερικανούς επενδυτές από το ανατολικό αεροδρόμιο. Διασχίζουν τη Βουλιαγμένης και έκπληκτοι οι ελληνοαμερικανοί επενδυτές βλέπουν σκηνές, ακούς λαϊκές μουσικές και πανό των αποπυρινικοποιημένων (πασοκικών) δήμων, που ασφαλώς διεκδικούν την έξωση των βάσεων του θανάτου. Τον τρόμο τους, καθησυχάζει ο Κοντογιαννίδης. Τους εγγυάται -αυτός, που ως πρόεδρος των ταξιτζήδων, τα ξέρει από μέσα- ότι δεν θα φύγουν, προτρέποντάς τους να επενδύσουν.
Η έτερη σκηνή, είναι ακόμα οξύτερη. Προς την δραματική κορύφωση της ταινίας, ο Καραμαζόφ έχει καταφέρει να πείσει, υπό την απειλή της βόμβας, την κυβέρνηση, να απευθύνει διάγγελμα λίγο πριν από τον τελικό. Ετοιμάζεται να εκφωνήσει μια προκήρυξη απ’ αυτές που έστελνε κατά καιρούς ως οργάνωση σε κόμματα, οργανισμούς, παράγοντες της δημόσιας ζωής. Μέσα στην αναμπουμπούλα, ο κομματικός επίτροπος που χειρίζεται την υπόθεση, την κρίση, του λέει: «Δεν μπορείς να τα πεις αυτά. Τα είπε χτες ο Πρόεδρος στο εκτελεστικό, γράψε κάτι άλλο». Ο Καραμαζόφ, καταρρέοντας που το επαναστατικό του λογίδριο είχε εκφωνηθεί την προηγουμένη από το Πρόεδρο και Πρωθυπουργό, αναρωτιέται: «Πώς είναι δυνατόν;». Και το κομματικό μεγαλοστέλεχος του απαντά: «Φυσικά και γίνεται. Εσύ κάνεις κριτική. Ο πρόεδρος κάνει αυτοκριτική».
Είναι προφανές ότι οι σκηνές αυτές αποτυπώνουν κάτι, μια θέληση για ριζοσπαστισμό. Μια σοσιαλιστική ιδεολογία. Και την αναίρεσή της? την ενσωμάτωσή της. Και εν πάση περιπτώσει, κανείς δεν αμφισβητεί ότι υπήρξε ένα απόθεμα αριστερού ριζοσπαστισμού τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια στην Ελλάδα, κληρονομημένο από την δεξιά καταπίεση του μεταπολέμου και αναβαπτισμένο από την δικτατορία.
Αλλά τι απέγινε αυτό το ριζοσπαστικό απόθεμα μετά την Αλλαγή; Πώς εκφράστηκε ως διακυβέρνηση; Τι νόημα είχε; Γιατί δεν έγινε σοσιαλισμός; Γιατί δεν βγήκε η Ελλάδα από την αμερικανική επιρροή και την Ευρώπη του κεφαλαίου; Μην ξεχνιόμαστε, αυτός ήταν ο δηλωμένος στόχος. Να σας θυμίσω μόνον ότι οι επιτελείς του στρατού δίσταζαν να παραδώσουν την εξουσία τους στον Α. Παπανδρέου και κάμφθηκαν από τον ίδιο τον Κ. Καραμανλή. Κάποιοι έπαιρναν τα λόγια του Πασοκ κατά γράμμα και στα σοβαρά. Γιατί δεν έγινε σοσιαλισμός;
Η υπόθεση που προτείνω για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, είναι πως δεν έγινε σοσιαλισμός γιατί κανείς δεν ήθελε τον σοσιαλισμό. Γιατί η ελληνική κοινωνία, οι έξεις της, μετεωρίζονταν μεταξύ των παραδοσιακών δομών όπως η οικογένεια, το χωριό, η εθνοτοπική πελατειακή συγκρότηση, ο κρατισμός (ναι, της δεξιάς!), από τη μια, και την καταναλωτική κουλτούρα από την άλλη. Δεν είναι τυχαίο ότι η εμβληματική εκστρατεία για προτίμηση των ελληνικών προϊόντων, το περίφημο «ο επιμένων ελληνικά», δεν μπορούσε να έχει καμία ουσιώδη -και δεν είχε- επίδραση πάνω στις καταναλωτικές συνήθειες, μα και στην ελληνική οικονομία. Διότι τα προϊόντα που μπορούσε κανείς να επιλέξει ως ελληνικά, ήταν κατά κύριο λόγο είδη πρώτης ανάγκης, χαμηλού κόστους, που οι Έλληνες διέθεταν ήδη. Το νέο καταναλωτικό πεδίο στο οποίο ανοίγονταν, ήταν εκείνο που αφορούσε προϊόντα τα οποία θα ήταν εξ ανάγκης εισαγόμενα: IX, τηλεοράσεις, βίντεο, ουίσκι, κ.λπ. Ποια ήταν η ποιότητα του αριστερού ριζοσπαστισμού της μεταπολίτευσης, λοιπόν; Και πόσο το απόθεμά της; Γιατί και πώς, παρά την οικονομική εξασθένιση, την υπονόμευση της παραγωγής, την αποδιάρθρωση της εργασίας και συγκεκριμένα τον στιγματισμό της χειρονακτικής εργασίας, που είναι από τα εξαιρετικά αρνητικά στοιχεία -καταλυτικής φύσεως και σε σχέση με την χρεοκοπία του ’10- η Ελλάδα όχι δεν άλλαξε στρατόπεδο, δεν αμφισβήτησε το θεμελιώδες «ανήκομεν εις την Δύσιν» του Καραμανλή, αλλά αντιθέτως, οι Έλληνες συγκροτήθηκαν σε επίπεδο εμπειρίας και ποιότητας ζωής ολοένα και περισσότερο με τον τρόπο του δυτικού καταναλωτή.
Θα προσπαθήσω με συντομία να εξηγήσω πώς η Ελλάδα παρέμεινε μια χώρα του δυτικού καπιταλιστικού τόξου, ενώ μιλούσε τη γλώσσα της ριζοσπαστικής ετεροδοξίας.
Το πρώτο βήμα που πρέπει κάνει κάποιος αν θέλει να ακολουθήσει την κορυφογραμμή του ριζοσπαστισμού στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, είναι να δει τι συνέβη στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο. Αυτή που ξεκινά την 24η Ιουλίου του ’74 και χοντρικώς ολοκληρώνεται κατά την δική μου ερμηνεία και του Βαμβακά, στο Λεξικό -είμαστε μειοψηφία στη βιβλιογραφία- με τις εκλογές του ’81. Για να μην σας κουράσω, θα μιλήσω πολύ συνθηματικά: η Ελλάδα έχει το μυαλό της στον Ζισκάρ ντ’ Εστέν και την καρδιά της στον άνθρωπο με το γαρίφαλο και παίζοντας περισσότερο πάνω στην αναλογία, το μυαλό στο καταναλωτικό πλοίο της αγάπης, μα η καρδιά στο θίασο του Αγγελόπουλου, στην αδικαίωτη και δικαιωμένη μαζί ήττα και την ποιητική της. Το πρώτο στοιχείο αυτό αποκαλύπτει έναν ουσιώδη δυισμό. Όχι ακριβώς μιας κοινωνίας που χωρίζεται στα δύο, αλλά μιας διττής κοινωνίας, μιας κοινωνίας που αναμένει την κοινωνική κεφαλαιοποίηση και την αναδιανομή των κόπων που κατέβαλε τα χρόνια της καχεκτικής δημοκρατίας, κατά τον Νικολακόπουλο, τα χρόνια του απαρτχάιντ -τότε που ουσιαστικά μέσω του ελέγχου των κοινωνικών φρονημάτων, η κυρίαρχη δεξιά απέκλειε από τις προνομίες του δημοσίου και ωθούσε στην ελεύθερη και σκληρή οικονομία τους ηττημένους. Η ανταμοιβή της ήττας, της παραγωγικής ήττας, δεν ήταν όμως ακριβώς μια πολιτική ρεβάνς. Ήταν το αίτημα μιας κοινωνικής εξισορρόπησης και αποκατάστασης μέσα στο δυτικό μοντέλο ζωής. Μπορεί όλοι σχεδόν να φώναζαν «έξω οι βάσεις του θανάτου», αλλά τα ανέκδοτα για το τι μπορείς να κάνει με ένα τζιν στη Βουλγαρία, έδιναν κι έπαιρναν. Η αριστερή ιδεολογική ηγεμονία που οδήγησε και στον θρίαμβο του ’81, ήταν κομμουνιστογενής στις αναφορές της, δεν συγκροτήθηκε όμως ποτέ μέσα από έναν ισχυρό εργατικό/ταξικό παράγοντα. Και αυτή είναι η ελληνική ιδιομορφία: το εαμογενές Πασοκ -ενισχυμένο συμβολικά, ως διασφάλιση, από τους πολιτευτές της ΕΚ, όπως το δείχνει ωραία ο Αυγερινός στο τελευταίο του βιβλίο, με ακραία σοσιαλιστικά συνθήματα και πρόγραμμα αγκυρωμένο στον τριτοκοσμικό μαρξισμό του και στην αντι-ιμπεριαλιστική λογική, ανέλαβε να κάνει αυτό που αδυνατούσε να κάνει η δεξιά παράταξη, να εκπροσωπήσει την ανερχόμενη μεσαία τάξη. Εκείνους που καταστάλαξαν στην πόλη και εδραιώθηκαν σε αυτόν τον τρόπο ζωής, εκείνους που πολιτισμικά εξέρχονταν σταθερά από τον μακρύ ενοριακό βίο, την αγροτική κουλτούρα. Ουσιαστικά, το Πασοκ θα εκπροσωπήσει και θα δώσει ισχυρή ταυτότητα σε νέα μεσοστρώματα, τα οποία ουσιαστικά δεν στερούνται δικαιωμάτων από το ’74, αλλά δεν κατέφθαναν ποτέ στην πολιτική εξουσία.
Για όσους θυμούνται τις μαρξιστικές ερμηνείες της γαλλικής επανάστασης, κάτι τέτοιο μπορεί να θυμίζει τους όρους μιας αστικής επανάστασης. Η ιστορική αναλογία αυτή δεν μπορεί να πάει μακριά, αλλά ας κρατήσουμε το παράδοξο του Πασοκ: Ένα κόμμα στα όρια του τροτσκιστικού τεταρτοδιεθνισμού, που έρχεται να επιτελέσει τον απαραίτητο εκσυγχρονισμό μιας κοινωνίας. Ένα κόμμα ισχυρά προσανατολισμένο στον σοσιαλισμό, που εμπεδώνει αυτό που τότε λεγόταν αμερικανικός τρόπος ζωής και που σήμερα, με πιο λεπτά εργαλεία, θα ονομάζαμε ατομικισμό.
Το δεύτερο βήμα όμως που πρέπει να κάνουμε για να κατανοήσουμε τις περιπέτειες και την ομοιωματική λειτουργία του ριζοσπαστισμού -δηλαδή την κυριαρχία του σε έναν κόσμο ομοιωμάτων, συμβόλων και σημείων, αλλά όχι στη σφαίρα του πραγματικού- είναι να παρατηρήσουμε ένα ακόμη δίπλωμα, μια τσαλάκα θα λέγαμε, σε αυτό το πουκάμισο. Μια αντιστροφή. Η ένταξη των μεσοστρωμάτων στην ελληνική κοινωνία, μπορεί μεν να αφίσταται του ριζοσπαστισμού, μπορεί να έρχεται να κλειδώσει τη συμμετοχή των ατόμων στο δυτικό πρότυπο -πολιτικά το είχε κάνει ο Κ. Καραμανλής- αλλά αυτή η «αστική επανάσταση» είχε έντονα κρατικιστικά, σοσιαλίζοντα χρώματα. Στο όνομα ενός μάλλον ήδη παρωχημένου εθνικού κεϋνσιανισμού γενικής κοπής, τα μεσοστρώματα στερεώθηκαν όχι μέσα από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, την ευμάρεια μιας καπιταλιστικής ανάπτυξης αλλά περισσότερο μέσα από τον αναδιπλασιασμό των εγκατεστημένων δομών της κρατικής οικονομίας. Ο εκδημοκρατισμός ήταν πολλαπλασιασμός του υπάρχοντος, χωρίς ουσιώδη νέα χαρακτηριστικά. Θα αναφερθώ μόνο σε ένα κρίσιμο θέμα για να δείξω τι θέλω ακριβώς να πω: Το κράτος-εργοδότης, απλώς απλώθηκε και η πελατειακή εξάρτηση του ψηφοφόρου από το προσωποπαγές δίκτυο, αναβαπτίστηκε στην κομματική οργάνωση. Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν είναι ριζοσπαστικό.
Το τρίτο βήμα για την κατανόηση του φαινομένου, έχει να κάνει με την μηχανική των πραγμάτων. Με τον τρόπο που το Πασοκ καταφέρνει να συναρθρώσει αυτά τα τρία αντινομικά, εκ πρώτης όψεως, στοιχεία:
1. Τον περιρρέοντα ριζοσπαστισμό και την επαναστατική του επαγγελία της Αλλαγής
2. Την απόλυτη κοινωνική αντιστροφή του σχήματος αυτού, με την ανάδειξη δυτικότροπων μεσαίων στρωμάτων και,
3. Την υπηρέτηση αυτής της προσαρμογής μέσα από την εκδίπλωση του κρατισμού, του πελατειασμού, δηλαδή την διευρυμένη αναπαραγωγή του μεταπολεμικού μοντέλου (μείον την παραγωγική ανάπτυξη στην οικονομία) και για να ολοκληρωθεί ο κύκλος: ως τέταρτο υποτελές σημείο, εξακολουθεί να κινείται εν πολλοίς ως μια ριζοσπαστική αντι-εξουσία που ασκεί εξουσία -το μότο «αντιεξουσιαστές στην εξουσία» του πρώτου υπουργικού συμβουλίου του ’90, είναι μια σαφής σύνοψη της εικονολογίας του ’80.
Ακόμα και αν δεν έχει θιγεί με αυτούς τους όρους η βασική απάντηση που δίνεται για να περιγράψει την συνθήκη αυτή, είναι ο εθνολαϊκισμός. Πρόκειται γι’ αυτό που περιγράφει και ενοποιεί τη συνάρθρωση όλων των προηγουμένων στοιχείων. Σε ό,τι αφορά την διακυβέρνηση, ο εθνολαϊκισμός του Πασοκ, έχει 3 υποσύνολα που οργανώνουν το πολιτικό πεδίο στην ολότητά του. Σε κάθε ένα από τα θεμελιώδη εθνολαϊκιστικά υποσύνολα, δίνω και την άμεση ή έμμεση ιστορική εξέλιξη, εξισορρόπηση ή εξομάλυνση:
1. Στρατηγικός: Εθνικισμός-απομονωτισμός/αντικαπιταλισμός, αντιδύση, αλλαγή στρατοπέδου – αντικατάσταση από ρητορική περί αυτών και την αραβοφιλία, καθώς και την ηθική απόσταση από το Κίνημα της αλληλεγγύης, για παράδειγμα, στην Πολωνία.
2. Κοινωνικός: Αποκατάσταση μεσαίων στρωμάτων, αναδιπλασιασμός του κράτους που οδηγεί στον εκδυτικισμό και στην εξατομίκευση, στην μαζική ατομικιστική δημοκρατία- στο κοινωνικό επίπεδο δεν υπάρχει κανένας ριζοσπαστισμός.
3. Ιδεολογικός-πολιτισμικός: Λαϊκότητα – ίχνος και προεγγραφή, η συμβολική διαχείριση της αντικατάστασης και της εξατομίκευσης… αυτό ρυθμίζει και εξομαλύνει τα δύο πρώτα. Επιτρέπει την πρόσδεση στη Δύση και ταυτόχρονα καθιστά ευκολότερη την εμβάθυνση του καπιταλιστικού ανθρώπου. Αυτό είναι το τρίπτυχο του ριζοσπαστισμού, του σοσιαλισμού που δεν θέλαμε.
Με αυτούς τους όρους, η αλλαγή δεν ήταν ριζοσπαστική, ευτυχώς. Όπως δεν ήταν συνολικά η δεκαετία του ’80. Ήταν μια μεγάλη περίοδος αλλαγών, όχι αλλαγής και μια περίοδος πετυχημένης μετάβασης. Αν η Ελλάδα ως πολιτικό υποκείμενο μπήκε στην ευρωπαϊκή οικογένεια από τον Καραμανλή, οι Έλληνες, ως μαζική κοινωνία, αγκυρώθηκαν και προσέγγισαν επί της ουσίας τον ευρωπαϊκό και δυτικό τρόπο ζωής -κυρίως σε ό,τι αφορά την ατομικότητα, τις ελευθερίες της, τον πλουραλισμό- χάρη σε αυτήν την παράδοξη διαχείριση του ΠΑΣΟΚ.
Σήμερα, η δεκαετία καθυβρίζεται και αποθεώνεται. Ως μελετητές, αλλά και ως πολίτες, θα πρέπει να αντισταθούμε σε αυτές τις δύο αναθεωρήσεις της ιστορίας. Εκ δεξιών, κατηγορείται το ’80 με όρους αντι-μεταπολιτευτικής ρεβάνς. Συνήθως όμως ο στιγματισμός του ’80 γίνεται για τον αποστιγματισμό της περιόδου ’04-’09.
Μα και από τα αριστερά η έμμεση αποθέωση της δεκαετίας του’80 χρειάζεται απάντηση. Μπορεί να υπενθυμίζουν μια εποχή δημοσιονομικής αυτοτέλειας -υπονομευμένης όμως από την μεγέθυνση του χρέους και τον πληθωρισμό- μα πάνω απ’ όλα η αποθέωση αυτή εμφανίζεται ως εγγύηση ομαλότητας, συνέχειας, ως δείγμα του πώς μια ριζοσπαστική δύναμη μπορεί να μην θίξει τους όρους ζωής, τον προσανατολισμό της χώρας, το βιοτικό μοντέλο και να κάνει μόνο ανανέωση των ελίτ και συμβολικές διαχειριστικές πράξεις. Τίποτα λιγότερο ψευδές και επικίνδυνο: Ο σοσιαλισμός που δεν θέλαμε και ο ομοιοματικός ριζοσπαστισμόυς του Πασοκ του ’80, βασίστηκε σε κάτι πολύ συγκεκριμένο: μαζί με το απόθεμα ριζοσπαστισμού της μεταπολίτευσης, υπήρχε και ένα τεράστιο απόθεμα κοινωνικού πλούτου, ανάπτυξης που όφειλε να διανεμηθεί -και ας διανεμήθηκε υπέρμετρα και αντιπαραγωγικά, είναι ένα άλλο θέμα. Όμως, αυτός ο πλούτος, η κοινωνική υπεραξία, αποτέλεσμα κόπων δεκαετιών, υπήρχε. Σήμερα δεν υπάρχει και πρέπει να ξαναπαραχθεί για να ξαναδιανεμηθεί. Και για να γίνει αυτό, το μόνο που δεν χρειάζεται είναι να επαναληφθεί το παιχνίδι των ομοιωμάτων. Την πρώτη φορά δεν ήταν φάρσα, ίσως να ήταν μια ταινία, οργανική κωμωδία του Περράκη. Η επανάληψη όμως μπορεί να είναι τραγωδία. Εξ άλλου είναι πλέον σαφές πως ο ουσιώδης πολιτικός ριζοσπαστισμός του σήμερα, έχει χρώμα φαιό.
.
* Ομιλία στο διήμερο πολιτικό-επιστημονικό Συνέδριο για την 39η επέτειο από την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ