στον Νίκο Mπ., που γιόρταζε και ίσως δικαιούται ακόμη και να κρυφογελά
Δε γνωρίζω πολλά από πολιτική. Ειδάλλως θα έπραττα τόσα χρόνια ευστοχότερα. Αντιλαμβάνομαι όμως πόσο οι ευκαιρίες των διαμορφωτικών και αναπτυξιακών διαδικασιών κάθε παράταξης ενίοτε συμβαδίζουν προοπτικά με τα διλήμματα, τις αβαρίες και τις αλόγιστες επιδείξεις ατολμίας ή ανεπίστροφης ακοΐας στων καιρών τα κελεύσματα, όταν αυτά ανακύπτουν επιτακτικά στην εξωτερική πολιτική. Όπως κάποτε προέβαλε η καθοριστική στιγμή να αρνηθούμε ως έθνος το θετικότατο Σχέδιο Ανάν. Όταν επίσης προ εκατό ετών ο πυρετός της κόκκινης μηλιάς φρενήρως μάς αποκτήνωσε οριστικά. Αναπόδραστο μοτίβο οπότε και αυτό: να ερωτεύεσαι ή να ποθείς ό,τι απέρριπτες προλίγου. Ή: κάθε πέρσι και καλύτερα.
Πορεύεται λοιπόν και ο «χώρος» μας ανάλογα. Χρόνια πολλά. Να τα πούμε; όμως. Να τα πούμε: Πως ό,τι δε μας καλάρεσε, αυτό στο οποίο αντιταχθήκαμε φτάνει η στιγμή να το εκκαλούμε ως ιδεατό. Έτσι και ο υποφαινόμενος. Δε μου καλάρεσε η ενσωμάτωση, το μομέντουμ και τα συμπαρομαρτούντα της συμμετοχής-διάλυσης του Ποταμιού στο ΚΙΝΑΛλ. Πολύ περισσότερο, που και η συμμετοχή στο Ποτάμι προοικονομήθηκε εξαρχής ως ανενθουσίαστος συμβιβασμός.
Τώρα. Εσωκομματικές, προεδρικές εκλογές, οι οποίες κατέληξαν σε δύο. Ανδρουλάκης, Παπανδρέου. Από ιστορικισμό και μόνο θα ταίριαζε στο «χώρο» η αποχή. Τι να απαντήσεις; Μηδέν πρόγραμμα εναντίον σύγχυσης. Μηχανισμός (ΔΑΠ μού θύμισε όταν τους αντίκρισα) εναντίον παιδικής χαράς υπό του ΠΑΚ επιβλεπομένης. ΠΑΣΠ εναντίον ΚΙΔΗΣΟ. Κι όμως εμφύλιος. Τώρα, εν ού παικτοίς.
Στη μακρά παράδοση της συμβουλευτικής και της ρητορείας, γνωρίσματα απαρέγκλιτης συμμόρφωσης από εφευρέσεώς της της καθευατήν πολιτικής στέκεται καίρια, προφανής, εύγλωττη κι ευρέως αναγνωρίσιμη η μορφή του Αθηναίου Σόλωνα. Του ενσαρκωτή τής φιγούρας τού συνετού, του προοδευτικού, του φιλεπιστήμονα και κοσμικού, του καλλιεργημένου, του νομοθέτη. Λίγο το σολώνειο ελεγειακό corpus, με τη γνήσια και την ψευδεπίγραφη «δική του» προσωδία, πολύ ίσως η θριαμβευτική σκιαγράφησή του, η σχεδόν λατρεία του στην πεζογραφική διήγηση των ηροδότειων Ιστοριών μάς κάνουν να αισθανόμαστε φαντασιακά εγκλωβισμένοι στο παράδειγμα του ιστορικού πράγματι αυτού προσώπου, ειδικά όταν η καμπή των γεγονότων επιτάσσει την αναθέσμιση. Εξάλλου, πού θα βρούμε ευτυχέστερο πρότυπο επιτυχούς αναθέσμισης; Δηλαδή αυτήν που ακριβώς και επειγόντως αμφότεροι ο «χώρος» και η χώρα χρειάζονται.
Ανήκει, λένε, στη σολώνεια νομοθεσία η επιταγή να παίρνει κανείς φανερά μέρος στις εμφύλιες αντιπαραθέσεις στο πλευρό μίας από τις δύο παρατάξεις. Το αντίθετο είναι μη επιτρεπτό, ανακόλουθο, τιμωρητέο. Τι καταναγκασμός! Τι επίρρωση των εξουσιαστικών απολήξεων της ανθρώπινης βούλησης! Οποία ανειρήνη! Ας το παραδεχθούμε ωστόσο. Η συμμετοχή, οι επιδράσεις, η εμπλοκή στην πολιτική, ακόμη και η πολιτικολογία ακριβώς αυτό συνιστούν. Αφετηρία προκαταρκτικών καταναγκασμών, συμβιβασμών, εκπτώσεων, παραπραγμάτευσης και διαπραγματεύσεων. Δε χωρούν επομένως οιμωγές επί του πρακτέου. Τώρα. Να πάρουμε θέση.
Με βαριά καρδιά υποτάσσομαι στο καθήκον. Θα ψηφίσω το Γιώργο Παπανδρέου, όχι προφανώς γιατί ποτέ έκανε αυτοκριτική για την ενταφίαση της προοδευτικότητας αν όχι πριν σίγουρα αμέσως μετά την ήττα του το 2004 από την καραμανλική αντίδραση, την αντιδραστική πολιτική συμπεριφορά που σκίασε και σκιάζει και θα σκιάζει παραδειγματικά για πολύ τη χώρα και το σύνολο πολιτικό της προσωπικό. Ούτε ότι ερυθριάσε για τα δημοψηφίσματα, τους λαϊκισμούς, την πολιτική δολοφονία τόσων και τόσων χρήσιμων και σημαινόντων του «χώρου» (του Κώστα Σημίτη, μη εξαιρουμένου), τον νεποτισμό και την ηγεμονία αντί της σύνθεσης ή της ηγεσίας που επέβαλε είτε οδηγώντας το κόμμα είτε κρατώντας τα ηνία της αλλοπρόσαλλής μας χώρας. Σε καμιά περίπτωση από παπανδρεϊσμό δε θα το κάνω. Ούτε γιατί ανακαλύπτω έστω και την ελάχιστη ουσία στην κραυγαλέα στρατηγική της, φέρε ειπείν, «προοδευτικής διακυβέρνησης».
Θα ψηφίσω ΓΑΠ ώστε να παραμείνω συνεπής και ως εκ τούτου εκτεθειμένος στην πλευρά της ειρήνης και του οράματος συνεργασίας εντός της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπου δεν ντρέπομαι να εντάσσω την όποια ελάχιστη πολιτική μου δραστηριοποίηση. Τίποτε άλλο δε θα προσθέσω ως κίνητρο, πέραν της αποδέξιμης πραγματικότητας: ευρεία και εμβριθής η τόσο καταστατική συμβολή της απεικόνισης των εξωτερικών θεμάτων στη διαμόρφωση του τρόπου με τον οποίο ασκείται ή ρητορεύεται η πολιτική στη Διακοσαετή μας. Χώρα που το «έξω» προδιαθέτει το «μέσα» και το εκφράζει ακατάπαυστα χωρίς την ανάγκη ιχνηλάτησης: μονόμπαντα.
Δεν είναι και λίγο ή παντελώς ασήμαντο ένα τέτοιο κίνητρο, αν αποτιμηθεί ως το κατεξοχήν αντίπαλο του απολιτικού και αριβιστικού, σωρηδόν με τον τρόπο που εύπεπτα τίθεται, αιτήματος για άμεση ηλικιακή (σκέτα) ανανέωση. Ας μην υποστεί ο ευρύτερος «χώρος» ό,τι υπέστη η χώρα το 2015, όταν υπέκυψε στον αντίστοιχο αριβισμό αναδιπλούμενη με πίστη στις δισαιώνιες αυταπάτες της.
Ας έχει ο «χώρος» θετικό, υπαρκτό πολιτικό στίγμα. Κι ας μεταφράζεται σε ένα πρόταγμα πολιτικής, ένα μόνον: την Ειρήνη. Μετά βλέπουμε για τα άλλα. Ήτοι σοσιαλδημοκρατίες, νέους φορείς, πολιτικά υποκείμενα, πρόγραμμα διακυβέρνησης, ανατοποθέτηση εντός της πολιτικής γεωγραφίας, εγχωρίου και ευρωπαϊκής. Σεβαστά όλα τους και θεμιτά. Για να τεθούν όμως, να επιμαχηθούν, να αναζητηθούν. Να μην παρασυρθούν μεμιάς από τον κατακλυσμό τού παραγοντισμού και της αναβίωσης στερεοτύπων και συμπεριφορών που έρχονται κατευθείαν από το αρνητικό ιστορικό εσωκομματικό και κυβερνητικό απόθεμα βιωμάτων τής «και δικής μας» παράδοσης πλέον.
Πώς αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς την επιμονή τού πρωτεύσαντα στην κάλπη τού α’ γύρου να μην παραιτηθεί από την, προβληματική για την αναδιοργάνωση και αναθέσμιση της παράταξης, θέση του ως ευρωβουλευτή. Εξάλλου, κακό συνηθίζει να κάνει, σαν αποφασίζει να αξιοποιεί την τελευταία όπως όταν εξανίσταται ενάντια στους «φίλους της Μακεδονίας» στο Ευρωκοινοβούλιο ή εκεί συντάσσεται ως νέος Τσίπρας με την ακροδεξιά, τη φορά αυτή βάλλοντας εναντίον της Τουρκίας, των Τούρκων, Ευρωπαίων και μη, και πρωτίστως της λογικής. Σε δεκάρικους ο ΓΑΠ μια φορά κατά πολύ τον ξεπερνά.