Ο σκληρός μήνας Ιανουάριος (Ίμια 1996)

Νικηφόρος Αντωνόπουλος 01 Μαρ 2017

Το να επιχειρήσει κανείς να ανοίξει διάλογο με τον Καμμένο είναι μάταιος κόπος, γιατί πολύ δύσκολα μπορεί να διασπάσει το σκληρό μείγμα προκλητικότητας, αμετροέπειας και ανοησίας που αποτελούν και τα κύρια χαρακτηριστικά της πολιτικής συμπεριφοράς του.

Και βέβαια δεν θα είχε και κανένα νόημα να αντιπαρατεθεί μαζί του, αν δεν τύχαινε να είναι υπουργός Εθνικής Αμυνας και ο άνθρωπος στον οποίο οι συριζαίοι θα πρέπει να ανάβουν λαμπάδες, όπως τόσο … «εαμίτικα» (!) τους προτρέπει να κάνουν ο γνωστός Καρτερός της «αυγής», καθώς ο Καμμένος είναι εκείνος χάρις στον οποίο, όπως λέει ο Καρτερός, ο Τσίπρας δεν βλέπει το Μαξίμου με το κιάλι, αλλά είναι εγκατεστημένος σ’ αυτό, σαν πρωθυπουργός.

Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι ούτε ο Τσίπρας ούτε και κάποιος άλλος εκεί μέσα φαίνεται να αντιλαμβάνεται σε τι αχαρτογράφητα νερά οδηγεί τη χώρα με τα ανιστόρητα νταηλίκια του ο υπουργός – δυστυχώς – της Εθνικής Αμυνας. Γιατί, για να το καταλάβουν θα έπρεπε, πριν τον αφήσουν να ασχημονεί σε βαθμό επικίνδυνο σε βάρος προηγούμενης ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, να γνωρίζουν τι ακριβώς απέτρεψε και τι ακριβώς επέτυχε εκείνη η κυβέρνηση Σημίτη – που ευτυχώς, δεν διέθετε στους κόλπους της κανέναν Καμμένο – και με βάση αυτό το ιστορικό προηγούμενο να χειριστούν υπεύθυνα και χωρίς λεονταρισμούς τη νέα κρίση που με επίκεντρο τα Ιμια στήνει εκ νέου η τουρκική ηγεσία.

Αλλά εδώ, οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν τι ακριβώς συμφώνησαν πριν λίγες ημέρες στις Βρυξέλλες κι έβαλλαν τον δυστυχή Τζανακόπουλο να πανηγυρίζει, θα έχουν ιδέα τις συνέβη εκείνες τις άγριες ημέρες και νύχτες του 96;

Ας αφήσουμε στην άκρη τους ανέξοδους ΄΄τσαμπουκάδες΄΄ και την αθλιότητα, Ελληνας υπουργός να απευθύνεται σε Τούρκο υπουργό μιλώντας απαξιωτικά για Ελληνες πολιτικούς με το γελοίο, όσο και διχαστικό στιλ, «τώρα δεν είναι αυτοί, είμαστε εμείς»  (οι πληροφορίες ότι ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών περιέπεσε σε βαριά κατάθλιψη μόλις το έμαθε, ελέγχονται ως ανακριβείς…) κι ας δούμε τι  συνέβη από τα Χριστούγεννα του ’95 έως το τέλος  Ιανουαρίου του ΄96, προκειμένου να αντιληφθούν, όσοι έχουν πέσει θύμα της εθνικιστικής προπαγάνδας που έχει στηθεί γύρω από τα Ιμια, τι ακριβώς παίχτηκε εκείνο το μήνα. Με αναφορά σε γεγονότα και επίσημα στοιχεία, τα οποία έχουν αντληθεί κατά κύριο λόγο από το βιβλίο των Ελλήνων ανταποκριτών στην Ουάσιγκτον Αθανάσιου Ελις και Μιχάλη    Ιγνατίου: «Ιμια – Τα Απόρρητα Τηλεγραφήματα των Αμερικανών», εκδ. Λιβάνη, 2009.

Κατ’ αρχάς, να θυμίσουμε ότι τη στιγμή που αναπτύσσεται η καλά οργανωμένη και προετοιμασμένη τουρκική προβοκάτσια, στην Ελλάδα ουσιαστικά υπάρχει κενό εξουσίας.

Ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου νοσηλευόταν στην εντατική, στο Ωνάσειο, βαριά άρρωστος από τις 21 Νοεμβρίου 1995 και όπως αναφέρει στο βιβλίο του: «Η Αλλαγή τελείωσε νωρίς» ο στενός συνεργάτης του και πρώην υπουργός, Παρασκευάς Αυγερινός, ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν είχε καμία ουσιαστική επαφή με το τι πραγματικά συνέβαινε μέσα στο ΠAΣOK, στην κυβέρνηση ή τι έγραφαν τα MME, ενώ στο παρασκήνιο είχε ήδη ξεκινήσει η σκληρή μάχη της διαδοχής του: από τη μια ο Τσοχατζόπουλος, που στη διάρκεια της νοσηλείας του Ανδρέα Παπανδρέου ασκούσε καθήκοντα «αναπληρωτή πρωθυπουργού»  και από την άλλη ο Σημίτης, πλαισιωμένος από τους Πάγκαλο, Αυγερινό και Βάσω Παπανδρέου και στη μέση η Δήμητρα Λιάνη, πλαισιωμένη αυτή από ένα εσμό δημοσιογράφων, καλόγερων, αστρολόγων και ξεματιάστρων…

Αλλά και στη συνέχεια, την ώρα που κορυφώνεται επικίνδυνα η κρίση, υπάρχει ουσιαστικό κενό, καθώς η κυβέρνηση Σημίτη που μόλις έχει αναλάβει, είναι καθηλωμένη στη Βουλή όπου διεξάγεται θυελλώδης συζήτηση, υπό το βάρος της ελληνοτουρκικής κρίσης, για τις προγραμματικές δηλώσεις και την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση.

Ετσι έχει η κατάσταση στην Αθήνα, όταν ανήμερα των Χριστουγέννων ένα τουρκικό φορτηγό πλοίο, το «Φιγκέτ Ακάτ», προσάραξε στη μία από τις δύο βραχονησίδες Ιμια, που βρίσκονται νοτιοανατολικά της Καλολίμνου, ανατολικά της Καλύμνου, σε απόσταση 3,5 ναυτικών μιλίων από τις τουρκικές ακτές.

Τα «περίεργα» αρχίζουν από τη στιγμή που το πλήρωμα ενός ελληνικού σκάφους που έσπευσε σε βοήθεια του τουρκικού, για τον απεγκλωβισμό του, άκουσε τον Τούρκο καπετάνιο να αρνείται τη βοήθεια, ισχυριζόμενος ότι βρίσκεται «εντός των τουρκικών χωρικών υδάτων»!

Χρειάστηκε ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ των ελληνικών υπουργείων Εξωτερικών και Εμπορικής Ναυτιλίας με τις αντίστοιχες τουρκικές αρχές για το ποιος έχει την ευθύνη της αποκόλλησης και ρυμούλκησης του σκάφους, με τις ελληνικές υπηρεσίες να λένε ότι η αποκόλληση έγινε με τη βοήθεια ελληνικών μέσων και τον Τούρκο καπετάνιο να δηλώνει όταν έφθασε στην Τουρκία, ότι μόνος του κατευθύνθηκε στα τουρκικά παράλια!

Όπως και να έχει, τη συνέχεια ανέλαβε να τη δώσει με κάθε επισημότητα το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, τέσσερις ημέρες μετά, στις 29 Δεκεμβρίου, με ρηματική διακοίνωση προς την ελληνική πρεσβεία στην Αγκυρα, με την οποία διατυπώνει επίσημα τον ισχυρισμό ότι οι βραχονησίδες Ιμια «αποτελούν εσωτερικό τμήμα της τουρκικής επικράτειας» και παράλληλα θέτει θέμα «αποστρατικοποίησης των Δωδεκανήσων»!

Η ελληνική πλευρά, με υπουργό Εξωτερικών τον Κάρολο Παπούλια, απάντησε στον τουρκικό ισχυρισμό στις 9 Ιανουαρίου 1996, επίσης με ρηματική διακοίνωση προς την τουρκική πρεσβεία στην Αθήνα, με επιχειρήματα που αποδεικνύουν την ελληνική κυριαρχία στα Ιμια και τονίζοντας ότι ο τουρκικός ισχυρισμός «δεν έχει καμία νομική υπόσταση και σημασία». Παράλληλα, προειδοποιούσε ότι οι τουρκικοί ισχυρισμοί θα επηρεάσουν δραματικά τις σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών και εξέφραζε την ανησυχία της ελληνικής κυβέρνησης για την επιλογή της Αγκυρας να προχωρήσει σε αμφισβήτηση ελληνικού εδάφους.

Στις 15 Ιανουαρίου 1996 τελικά παραιτείται ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου και στις 18 του μηνός αναλαμβάνει πρωθυπουργός ο Κώστας Σημίτης. Στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας παρέμεινε υπουργός ο Γεράσιμος Αρσένης, ενώ ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών ο Θεόδωρος Πάγκαλος.

Στις 22 Ιανουαρίου, ακριβώς την ημέρα που ορκίζεται η κυβέρνηση Σημίτη κι ενώ από την ανταλλαγή των ρηματικών διακοινώσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και έως εκείνη τη στιγμή ουδεμία εξέλιξη είχε υπάρξει στο θέμα των Ιμίων, ο Δήμαρχος Καλύμνου, συνοδευόμενος από το λιμενάρχη Καλύμνου, ένα ιερέα και τον δημοσιογράφο του Αντ1 Αργύρη Ντινόπουλο, πηγαίνουν στη μεγάλη νησίδα των Ιμίων και υψώνουν σ’ ένα πρόχειρο κοντάρι την ελληνική σημαία.

Το περίεργο στην όλη υπόθεση είναι ότι από την ημέρα των Χριστουγέννων που προσάραξε στα Ιμια το τουρκικό σκάφος έως και την ημέρα της ανύψωσης της σημαίας στη βραχονησίδα, υπάρχει άγνοια στην ελληνική κοινή γνώμη για το τι συμβαίνει με την Τουρκία γύρω από  αυτό το θέμα. Και μόλις στις 24 Ιανουαρίου, δυο ημέρες μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης Σημίτη και την ύψωση της σημαίας στα Ιμια, ο δημοσιογράφος του Αντ1, Αντώνης Φουρλής, μεταδίδει ως πρώτο θέμα στο Δελτίο ειδήσεων την προσάραξη του τουρκικού σκάφους, την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στις νησίδες από τη τουρκική κυβέρνηση και την ανταλλαγή ρηματικών διακοινώσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας!.

Πέντε ημέρες αργότερα, το μεσημέρι της 27ης Ιανουαρίου προσγειώθηκε στην Ιμια ένα τουρκικό ελικόπτερο με δημοσιογράφο και φωτογράφο της τουρκικής εφημερίδας «Χουριέτ», οι οποίοι αφού έσπασαν το κοντάρι, κατέβασαν την ελληνική και ύψωσαν την τουρκική σημαία. (Την ελληνική σημαία την έχει ακόμη στο συρτάρι του ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας, όπως αποκάλυψε πρόσφατα ο Τούρκος δημοσιογράφος που την κατέβασε και που τώρα δηλώνει μετανιωμένος γι’ αυτή την ενέργεια!…)

Το πρωί της επομένης, Κυριακή 28 Ιανουαρίου, το περιπολικό «Παναγόπουλος» είδε να κυματίζει στη μεγάλη Ιμια η τουρκική σημαία και ενημέρωσε το Πεντάγωνο. Ο υπουργός Εθνικής Αμυνας δίνει εντολή στον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού αντιναύαρχο Στάγκα να κατεβάσει την τουρκική σημαία. Την αποστολή ανέλαβε το περιπολικό σκάφος «Αντωνίου», ναύτες του οποίου κατέβασαν μεν την τουρκική σημαία, ανέβασαν όμως την ελληνική, πράγμα το οποίο δεν περιλαμβανόταν στην εντολή του υπουργού.

Όπως αναφέρει σε δηλώσεις του για το γεγονός αυτό ο Γεράσιμος Αρσένης, «μετά από αυτή την άφρονα πράξη βρεθήκαμε στριμωγμένοι στον τοίχο, με αποτέλεσμα να αναγκαστούμε να τροποποιήσουμε το αρχικό επιχειρησιακό σχέδιο, το οποίο για τεχνικούς λόγους, προέβλεπε επιτήρηση των βραχονησίδων και όχι εγκατάσταση σ’ αυτές φρουράς. Μετά από αυτό το τετελεσμένο, ήμασταν αναγκασμένοι να περιφρουρήσουμε τη σημαία στην ανατολική Ιμια με μια, μικρή έστω, φρουρά».

Παράλληλα, σπεύδουν στα Ιμια μια κανονιοφόρος (Πυρπολητής) και μια φρεγάτα (Θεμιστοκλής), ο υπουργός Εξωτερικών ενημερώνει τους πρεσβευτές των ΗΠΑ, της Ρωσίας και των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και καλεί τον Τούρκο πρεσβευτή, στον οποίο τονίζει ότι «η Ελλάδα δεν αποδέχεται αμφισβήτηση του εθνικού της χώρου» και το πρωί της επομένης αποβιβάζεται στην ανατολική Ιμια ομάδα των Μονάδων Υποβρυχίων Καταστροφών για τη φρούρηση των νησίδων.

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, Δευτέρα 29 Ιανουαρίου, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών δίνει νέα ρηματική διακοίνωση στον Ελληνα πρεσβευτή στην Αγκυρα, με την οποία όχι μόνο αμφισβητεί την ελληνικότητα των Ιμίων αλλά και ζητάει «διαπραγματεύσεις» για την οριοθέτηση των θαλασσίων συνόρων Ελλάδας και Τουρκίας, ενώ ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών ισχυρίζεται σε δηλώσεις του ότι «υπάρχουν και άλλα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες των οποίων το νομικό καθεστώς είναι ασαφές»! Οι περιβόητες «γκρίζες ζώνες»!…

Στο μεταξύ, μετά την ενημέρωση των ξένων πρεσβευτών από τον Ελληνα υπουργό Εξωτερικών, έχει ξεκινήσει αμερικανική διπλωματική κινητοποίηση για εκτόνωση της κρίσης, πιέζοντας όμως να υπάρξουν διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών, πράγμα το οποίο δεν επιθυμεί η Ελλάδα, καθώς ακριβώς αυτό αποτελεί πάγια επιδίωξη της Αγκυρας και γιατί βέβαια, είναι σαφές ότι σε μια διαπραγμάτευση πάντα κάτι παραχωρείς…

Η αμερικανική τακτική των «ίσων αποστάσεων» μεταξύ των δύο χωρών δεν αλλάζει ούτε και όταν η Ιταλία παρεμβαίνει επίσημα στην υπόθεση, δικαιώνοντας την ελληνική θέση ότι τα Ιμια αποτελούν μέρος του συμπλέγματος των Δωδεκανήσων που εκχωρήθηκαν στην Ελλάδα το 1947.

Στις 30 Ιανουαρίου και ενώ στο ελληνικό Κοινοβούλιο διεξάγεται συζήτηση σε κλίμα έντασης, κάτω από το βάρος της ελληνοτουρκικής κρίσης για τα Ιμια, επί των προγραμματικών δηλώσεων του πρωθυπουργού και την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Κώστα Σημίτη, πραγματοποιείται σύσκεψη στο Λευκό Οίκο και αναλαμβάνονται δραστηριότητες για την αποτροπή πολεμικής σύγκρουσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Όπως προκύπτει από τα αμερικανικά έγγραφα, ο Πρόεδρος Κλίντον επικοινώνησε τόσο με τον κ. Σημίτη όσο και με τον Τούρκο Πρόεδρο, Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ και την πρωθυπουργό Τανσού Τσιλέρ, εκφράζοντας και στις δυο πλευρές την ανησυχία του για τη δημιουργία «θερμού επεισοδίου» μεταξύ των δυο χωρών στις οποίες και συνιστά, «να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποφευχθεί μια πολεμική σύγκρουση που θα καθιστούσε ακόμη πιο περίπλοκα άλλα πολλά προβλήματα στην περιοχή».

Ακολουθούν τηλεφωνικές συνομιλίες του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Γουόρεν Κρίστοφερ, ο οποίος επίσης «συνιστά ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση» και παραπέμπει για τη συνέχεια των διαπραγματεύσεων στον βοηθό υπουργό Εξωτερικών Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, ο οποίος είναι γνώστης της περιοχής και των προβλημάτων της.

Και πράγματι, τις διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο κυβερνήσεων ανέλαβε ο Χόλμπρουκ, ο οποίος διεξάγει συνεχείς τηλεφωνικές επικοινωνίες με την πρωθυπουργό της Τουρκίας Τανσού Τσιλέρ και τον Ελληνα υπουργό Εξωτερικών Θεόδωρο Πάγκαλο, καθώς ο Ελληνας πρωθυπουργός είναι καθηλωμένος στη Βουλή για τη συζήτηση επί των προγραμματικών του δηλώσεων. Με εντολή μάλιστα του Σημίτη, διακόπηκαν όποιες συνομιλίες διεξήγαγαν άλλοι παράγοντες και υπηρεσίες, από την ΚΥΠ έως τη στρατιωτική ηγεσία και ο Πάγκαλος ήταν ο μόνος που διαπραγματευόταν με τους Αμερικανούς και μέσω αυτών με την τουρκική ηγεσία, έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί το περιεχόμενο των συζητήσεων και να αποφευχθούν «παρεμβολές».

Το απόγευμα της 30ης Ιανουαρίου και ενώ η τουρκική φρεγάτα «Γιαβούζ» έχει παραβιάσει τα ελληνικά χωρικά ύδατα, αποφασίζεται η έξοδος στο Αιγαίο του ελληνικού στόλου – την οποία και μεταδίδει ζωντανά η τηλεόραση του Σκάι, οξύνοντας ακόμη περισσότερο το πολεμικό κλίμα που κυριαρχεί στα τηλεοπτικά κανάλια.  Παράλληλα, εντείνεται και η κινητοποίηση τουρκικών πολεμικών πλοίων στην περιοχή των Ιμίων.

Και ενώ οι διαβουλεύσεις του Χόλμπρουκ με τις δύο πλευρές για την αποκλιμάκωση της κρίσης συνεχίζονται και η κυβέρνηση Σημίτη έχει πάρει στη Βουλή ψήφο εμπιστοσύνης, λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 30ης προς την 31η Ιανουαρίου γίνεται γνωστό από την τουρκική τηλεόραση που μεταδίδει και εικόνες, ότι Τούρκοι κομάντος επωφελούμενοι και από τη σφοδρή κακοκαιρία που επικρατούσε έχουν αποβιβαστεί στη δυτική βραχονησίδα Ιμια!

            Σε απλά ελληνικά, για όποιον δεν το κατάλαβε, παρά την κινητοποίηση του        στόλου, παρά την παρουσία των Ελλήνων κομάντο στη μεγάλη Ιμια, οι Τούρκοι κατέλαβαν τη μικρή Ιμια! Κατέλαβαν, δηλαδή, ελληνικό έδαφος!

Λίγο αργότερα, και για να συμπληρωθεί η εικόνα για την κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, γινόταν γνωστό ότι ένα ελληνικό στρατιωτικό ελικόπτερο που είχε σταλεί για να ελέγξει τι ακριβώς συνέβαινε στη δυτική βραχονησίδα είχε καταπέσει και τα τρία μέλη του πληρώματός του αγνοούνταν. Το πρωί θα διαπιστωνόταν ότι οι Ελληνες στρατιώτες ήταν νεκροί.

Μετά την κατάληψη της δεύτερης βραχονησίδας από τους Τούρκους, οι προσπάθειες των Αμερικανών επικεντρώθηκαν στο να αποτραπεί η ένοπλη σύγκρουση, αλλά και να πειστεί η Ελλάδα να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την Τουρκία.

Ακρως αποκαλυπτικά για το κλίμα των συζητήσεων που είχε με τον Χόλμπρουκ είναι τα όσα ανέφερε σε συνέντευξή του στους Αθανάσιο Ελλις και Μιχάλη Ιγνατίου, ο Θεόδωρος Πάγκαλος:

«… Με ρωτάει (ο Χόλμπρουκ): Επιζητείτε την αναμέτρηση; Του λέω, «βεβαίως όχι». Μου λέει: «Αν σταματήσουμε (την αναμέτρηση) να πάμε σε    μια διάσκεψη για το καθεστώς στο Αιγαίο; (Εκεί) θα μπορέσετε να θέσετε όλα       τα θέματα που θέλετε». Εγώ λέω: «Όχι. Δεν θα πάμε σε καμία  διαπραγμάτευση και μεταξύ της διάσκεψης και της αναμέτρησης προτιμούμε        την αναμέτρηση. Σε τραπέζι με τους Τούρκους δεν θα καθίσουμε. Ιδιαίτερα με την απειλή των όπλων…»

Μετά τη συζήτηση με τον Πάγκαλο, ο Χόλμπρουκ επικοινωνεί με την πρωθυπουργό της Τουρκίας Τανσού Τσιλέρ, στην οποία μεταφέρει τα όσα του είπε ο Ελληνας υπουργός και μετά από μια ώρα επικοινωνεί και πάλι με τον Πάγκαλο, ο οποίος διηγείται στους Ελληνες δημοσιογράφους το τι διημείφθη στη συνέχεια με τον Αμερικανό βοηθό υπουργού:

«Μου λέει: «Υπάρχει η διάθεση των Τούρκων να απαγκιστρωθούν. Ούτε αυτοί επιθυμούν την αναμέτρηση». Του λέω: Αν είναι έτσι, είναι πλέον θέμα δικό μας να την αποφύγουμε. Να απαγκιστρωθούμε…».

Μετά και από νέα ταυτόχρονη επικοινωνία του Χόλμπρουκ με τον Πάγκαλο και την Τσιλέρ διαμορφώνονται οι όροι της αποκλιμάκωσης ως εξής:

* Πρώτα θα προσγειωθούν όλα τα αεροπλάνα και μετά θα αποχωρήσουν οι μεγαλύτερες ναυτικές μονάδες. Θα φύγουν οι φρεγάτες, μετά οι κορβέτες, μετά τα μικρότερα σκάφη και τέλος τα διάφορα περιπολικά του λιμενικού.   Και βέβαια, θα αποσυρθούν από τις δυο νησίδες οι στρατιωτικές μονάδες που έχουν εγκατασταθεί εκεί με τον οπλισμό τους και τις σημαίες τους.

Και πράγματι, τα ξημερώματα της 31ης Ιανουαρίου η κρίση έληξε με την αποχώρηση τόσο των δύο στόλων, όσο και των στρατιωτών από τις δύο βραχονησίδες και την επάνοδο – όπως συμφωνήθηκε μεταξύ των δύο πλευρών και των Αμερικανών διαπραγματευτών – στην «προηγούμενη κατάσταση» (status quo ante).

Συνοψίζοντας: Η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με μια καλά οργανωμένη τουρκική πρόκληση απροετοίμαστη, την οποία υποδαύλισαν ανεξέλεγκτες ενέργειες άσχετων που όξυναν τα πνεύματα, με πραγματικό κενό εξουσίας και με την κοινή γνώμη να βομβαρδίζεται με εθνικιστικές κορώνες, ανίδεη για το τι ακριβώς διακυβευόταν σ’ αυτή την κρίση.

Και ενώ βρέθηκε στη δυσχερέστερη θέση στην οποία μπορούσε να βρεθεί μια χώρα, καθώς έδαφός της είχε καταληφθεί από αντίπαλη στρατιωτική δύναμη εξ’ αιτίας λαθών και κακής εκτίμησης της στρατιωτικής ηγεσίας – γεγονός το οποίο παραγνωρίζεται ή και υποβαθμίζεται από όσους σήμερα εκ του ασφαλούς κατηγορούν την τότε πολιτική ηγεσία – βγήκε από αυτήν έχοντας επιτύχει:

* Πρώτο και κύριο, να μη συρθεί σε μια πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία, για την οποία ούτε η πολιτική, ούτε η στρατιωτική ηγεσία, ούτε βέβαια και η κοινή γνώμη ήταν στοιχειωδώς προετοιμασμένη.

* Δεύτερο και εξ’ ίσου σημαντικό, να μη συρθεί σε «διαπραγματεύσεις», ή  έστω και σε απ’ ευθείας συνομιλίες με την Τουρκία, στις οποίες είναι βέβαιο –  αυτή άλλωστε είναι η σταθερή επιδίωξη της Αγκυρας – θα έμπαινε στο           τραπέζι το σύνολο των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, θαλάσσια, υποθαλάσσια, εναέρια, στο Αιγαίο, όπως αυτά κατοχυρώνονται από τις διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο.

Κι αυτό, το δεύτερο, αγνοείται ή και υποβαθμίζεται από όσους επικαλούνται κάποια «στρατιωτικά πλεονεκτήματα» που διέθετε η Ελλάδα έναντι της Τουρκίας και χάρις στα οποία, κατά τη γνώμη τους, η χώρα μας θα έβγαινε νικήτρια στην αναμέτρησή της με την Τουρκία. Αγνοούν, δηλαδή, ή και παραγνωρίζουν, ότι μετά τα πρώτα χτυπήματα, όποια κι αν ήταν αυτά, θα παρενέβαιναν ΟΗΕ, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκή Ενωση και θα επέβαλλαν κατάπαυση του πυρός και έναρξη διαπραγματεύσεων μεταξύ των δυο χωρών! Αυτό, ακριβώς, δηλαδή, που η Ελλάδα ήθελε να αποφύγει.

Και ένα τελευταίο για όσους, όπως ο Καμμένος, επικαλούνται την «απόσυρση της σημαίας από τα Ιμια»: Από τη στιγμή που συμφωνήθηκε η απόσυρση του στρατιωτικού αποσπάσματος από την ανατολική Ιμια – όπως και του τουρκικού από την δυτική – ήταν αυτονόητο ότι οι στρατιώτες θα έπαιρναν μαζί τους και την σημαία και δεν θα την άφηναν στα βράχια.

Συμφωνία για «επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση», άλλωστε, αυτό συνεπάγεται από τη στιγμή που δεν υπήρχε πριν σημαία στα βράχια των Ιμια. Η αυθαίρετη προσωπική ενέργεια του δημάρχου της Καλύμνου για λόγους τηλεοπτικού σόου δεν συνιστά προηγούμενο. Όπως άλλωστε και το αντίστοιχο τηλεοπτικό σόου των Τούρκων.

Όπως βέβαια δεν αποτελεί «προηγούμενο» και η προσωρινή παρουσία των Τούρκων στρατιωτών στη βραχονησίδα. Από τη στιγμή που επικυρώθηκε η συμφωνία μεταξύ των τριών μερών, πέρασε στην ιστορία, ως μη γενόμενη…