Η δημόσια αντιπαράθεση Σημίτη -Καραμανλή για την απόφαση του Ελσίνκι (Δεκέμβριος του 1999) ανέδειξε με τον πιο καθαρό τρόπο τις μεγάλες διαφορές που χωρίζουν τις δύο κυρίαρχες σχολές στην εξωτερική πολιτική. Αυτήν της ακινησίας και της «μίας μόνο διαφοράς με την γείτονα» - με κύριους εκπροσώπους τους Μολυβιάτη , Καραμανλή και ακρότατο εκφραστή τον Σαμαρά - και την σχολή της επίλυσης των προβλημάτων με διάλογο, που αξιοποιεί ευκαιρίες και συσχετισμούς για να προωθήσει τα εθνικά μας συμφέροντα στο πλαίσιο μιας πολιτικής η οποία διασφαλίζει ταυτοχρόνως την ειρήνη στην περιοχή. Όλα αυτά αποτυπώνονται στα κείμενα των δύο πρώην πρωθυπουργών και στις πολύ χαρακτηριστικές παραλείψεις του Κώστα Καραμανλή.
Τι ήταν το Ελσίνκι; Ποιες ήταν οι συνθήκες μέσα στις οποίες έγιναν οι στρατηγικού χαρακτήρα αναπροσαρμογές στην ελληνική αλλά και την τουρκική πολιτική;. Ήταν η περίοδος όπου η ΕΕ είχε εκδηλώσει την πρόθεση να εντάξει στους κόλπους της την Τουρκία και η Τουρκία με την ώθηση και του επερχόμενου τότε Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε προσανατολιστεί προς την ΕΕ. Μέχρι τότε ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες οχυρώνονταν πίσω από την αρνησικυρία που η χώρα μας συνεχώς αντέτεινε για να καλύπτουν την δική τους άρνηση απέναντι στην γείτονα. Αυτό εκ των πραγμάτων επιβάρυνε τις ούτως η άλλως δύσκολες σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία . Τότε η κυβέρνηση Σημίτη επέλεξε να άρει τις αντιρρήσεις της στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με δύο σοβαρά ανταλλάγματα. 1. Την ένταξη της Κύπρου χωρίς να έχει προηγηθεί πολιτική λύση στο ζήτημα της επανένωσης του νησιού και 2 την μετατροπή των ελληνοτουρκικών διαφορών σε ευρωτουρκικές.
Το πρώτο που αποτελούσε όραμα του Γιάννου Κρανιδιώτη και στόχο του Γιώργου Βασιλείου και του Γλαύκου Κληρίδη ήταν εξαιρετικά δύσκολο, εκ πρώτης όψεως σχεδόν ακατόρθωτο. Ισχυρές χώρες της ΕΕ δεν ήταν διατεθειμένες να κληρονομήσουν ένα άλυτο πρόβλημα, ιστορικά επιβαρυμένο και με εκρηκτικές διαστάσεις . Η εξέλιξη , μάλιστα, μάλλον επιβεβαίωσε τις επιφυλάξεις τους. Παρά ταύτα η κυβέρνηση Σημίτη αξιοποιώντας αριστοτεχνικά την συγκυρία , τις συμμαχίες και το κύρος της εντός ΕΕ και την ρευστότητα στο πολιτικό σκηνικό στην Τουρκία , το κατόρθωσε. Η ένταξη της Κύπρου χωρίς προϋποθέσεις αποτελεί την μεγάλη επιτυχία της Ελλάδας στο Ελσίνκι. Για αυτό το θέμα ο Κώστας Καραμανλής στην απάντηση του στον Κώστα Σημίτη δεν ξοδεύει ούτε μια αράδα. Η λέξη Κύπρος δεν υπάρχει καν στο κατά τα άλλα υπερπατριωτικών αποχρώσεων κείμενο του. Λογικά από μέρους του το αποφεύγει γιατί μαζί με τον Τάσο Παπαδόπουλο ( ο ένας με το κλάμα του και ο άλλος με την εύγλωττη σιωπή του) απέτρεψαν την λύση που πρότεινε η διεθνής κοινότητα , δηλαδή το Σχέδιο Ανάν. Η εγκατάλειψη της πολιτικής Σημίτη Κληρίδη με αποκορύφωμα την πολιτική Αναστασιάδη από το Κραν Μοντανά και μετά, έχει οδηγήσει το Κυπριακό ένα βήμα πριν την de jure διχοτόμηση. Και είναι σε μεγάλο βαθμό έργο της σχολής της ακινησίας που θεωρεί αφελώς ότι ο χρόνος τρέχει υπερ μας και την οποία υλοποιήσαν με τον τρόπο που περιγράφει ο Κώστας Σημίτης , οι Μολυβιάτης και Καραμανλής.
Το δεύτερο αντάλλαγμα, σε στενή αλληλεξάρτηση με το πρώτο, ήταν η «κοινοτικοποίηση» των ελληνοτουρκικών ζητημάτων. Στα συμπεράσματα του Συμβουλίου Κορυφής αποφασίζεται για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις το εξής : «Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο …παροτρύνει τα υποψήφια κράτη να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων. Άλλως θα πρέπει να φέρουν την διαφορά ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Το αργότερο στα τέλη του 2004 , το Ευρωπαικό Συμβούλιο θα επανεξετάσει την κατάσταση ως προς κάθε εκκρεμή διαφορά, ιδίως όσον αφορά τις επιπτώσεις στην ενταξιακή διαδικασία , προκειμένου να προαγάγει την επίλυση τους μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου»Στο τέλος του 2004 δυστυχώς κυβέρνηση ήταν η ΝΔ και απεμπόλησε συνειδητά το κεκτημένο του Ελσίνκι. Ήταν ένα σφικτός χρονικά οδικός χάρτης με απολύτως ευνοϊκό για την Ελλάδα πλαίσιο με κατάληξη την Χάγη. Ένα πλαίσιο που έκτοτε δεν ξαναβρήκαμε γιατί οι ευκαιρίες δεν προκύπτουν κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου. Οι κκ Καραμανλής και Μολυβιάτης ακολούθησαν άλλη πολιτική. Δικαίωμα τους προφανώς , αλλά οι πολίτες είκοσι χρόνια μετά μπορούν να κρίνουν εκ του αποτελέσματος . Μαζί χάθηκε και το κεκτημένο των μέχρι τότε διερευνητικών συνομιλιών για τα προκριματικά αλλά κρίσιμα ζητήματα για την επίλυση της κύριας – αλλά όχι μόνης- διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. Κορυφαίο ζήτημα ήταν και παραμένει η αιγιαλίτιδα ζώνη και ο εναέριος χώρος. Το 2004 σε αυτό το κρισιμότατο προαπαιτούμενο για την ομαλή έκβαση κάθε συζήτησης, οι δύο πλευρές είχαν προσεγγίσει. Τώρα απέχουν παρασάγγας και θεωρούμε επιτυχία ότι επανεκίνησαν οι διερευνητικές και υποχώρησε κάπως η ένταση. Όμως τίποτε δεν αποκλείει επιδείνωση ενώ ανησυχητική είναι και εξέλιξη της ισορροπίας ισχύος ανάμεσα στις δυο χώρες .
Τι απαντά σε όλα αυτά ο Κώστας Καραμανλής; Επαναλαμβάνει όλες τις φοβίες της σχολής της ακινησίας με πρώτη την αμφισβήτηση της δυνατότητας δικαίωσης της χώρας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Παρά τις συνεχείς επικλήσεις της στο Διεθνές Δίκαιο ,η σχολή της ακινησίας προφανώς αντιλαμβάνεται ότι θα δικαιωθούμε σε πολλά αλλά οχι σε όλα. Και αντί να προσαρμόσουν σε αυτήν την πραγματικότητα την πολιτική τους και να ενημερώσουν σωστά τους πολίτες, υπονομεύουν και ενοχοποιούν τον ίδιο τον διάλογο, την διαπραγμάτευση, την απόπειρα συνεννόησης. και αφήνουν δηλητηριώδη υπονοούμενα για όλους τους άλλους ,οτι διαπραγματεύονται εθνική κυριαρχία. Με αυτή εξάλλου την αποστροφή, δηλαδή μια light εκδοχή της αντίληψης περί ενδοτισμού τελειώνει το κείμενο του ο Καραμανλής. Όλο δε το κείμενο του διαπνέεται από την αντίληψη ότι το Αιγαίο είναι ελληνική λίμνη στην οποία η Τουρκία δεν έχει δικαιώματα η ζωτικά συμφέροντα και ότι οι πάντες, εταίροι, τρίτοι , δικαστές του Διεθνούς Δικαστηρίου καιροφυλακτούν για να μας αδικήσουν. Όλη η απάντηση του εδράζεται στην περίεργη πεποίθηση ότι τα προβλήματα θα εξαφανιστούν επειδή η πλευρά μας δεν τα αποδέχεται ως τέτοια. Τέλος επιστρατεύει ως επιχείρημα κατά του Ελσίνκι το γεγονός ότι ενταφιάστηκε και τυπικά τον Ιανουάριο του 2015 από την κυβέρνηση Σαμαρά- Βενιζέλου . Φυσιολογική συνέπεια της αδράνειας της δικής του διακυβέρνησης και έμμεση υπενθύμιση στο ΠΑΣΟΚ ( σήμερα ΚΙΝΑΛ) ότι έχει συμπράξει στην ανατροπή της κορυφαίας πράξης της δικής του διακυβέρνησης στην εξωτερική πολιτική. Τέλος αν επρόκειτο απλώς για ένα απολογητικό υπόμνημα , μικρή σημασία θα είχε. Όμως με δεδομένη την κατάσταση στην ΝΔ και την λεπτή φάση στην οποία βρίσκονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το κυπριακό εν όψει πενταμερούς, είναι και μια προειδοποίηση προς τον πρωθυπουργό να μην προχωρήσει στον δρόμο της επίλυσης των διαφορών.
Ο Κώστας Σημίτης έδωσε στο κείμενο του την εικόνα της συνεκτικής και με σχέδιο επιτυχημένης εξωτερικής πολιτικής που ακολούθησε και καταγράφηκε στο Ελσίνκι. Νομίζω ότι μένει κάτι ακόμα. Όχι για το μακρινό 2000 αλλά για το κοντινό 2018. Η συμφωνία των Πρεσπών ήταν απότοκος της ίδιας φιλοσοφίας που οδήγησε στο Ελσίνκι. Ευτύχησε μάλιστα σε αντίθεση με το Ελσίνκι να ευοδωθεί στο σύνολο της παρά την λυσσαλέα και πάλι αντίδραση της ΝΔ και του πολύχρωμου εθνικιστικού μετώπου. Δεν είναι ,λοιπόν, περίεργο που θεωρώ μαζί με άλλους ότι η φυσιολογική θέση του – παρά τις άλλες διαφορές του με την τότε κυβέρνηση- ήταν δίπλα στην χρήσιμη και εμβληματική αυτή συμφωνία.
Πηγή: www.ieidiseis.gr