—της Μυρσίνης Λιοναράκη—
Στις 22 Οκτωβρίου του 1964, η Σουηδική Ακαδημία βράβευσε τον απόντα από την τελετή Ζαν-Πολ Σαρτρ. Ο ίδιος είχε ήδη ανακοινώσει ότι δεν θα δεχτεί το βραβείο, ούτε και τις 273.000 σουηδικές κορόνες που το συνόδευαν. «Δεν θα δεχτώ ποτέ βραβείο είτε είναι σακί πατάτες, είτε Νόμπελ», είχε πει.
Σε συνέντευξή του στο περιοδικό Nouvel Observateur είχε εξηγήσει την άρνησή του λέγοντας ότι: «Αν είχα δεχθεί το Νόμπελ —ακόμη και αν έβγαζα έναν προσβλητικό λόγο στη Στοκχόλμη, πράγμα που θα ήταν παράλογο—, θα γινόταν η επανένταξή μου». Ωστόσο, μία μέρα μετά την απονομή, στις 23 Οκτωβρίου 1964, ο Σαρτρ σε δηλώσεις του στη Le Figaro υποστηρίζει ότι λυπάται που η άρνησή του να παραλάβει το βραβείο έδωσε τροφή για σενάρια και σκάνδαλα, και διευκρινίζει ότι είχε ενημερώσει εγκαίρως την Ακαδημία. Άλλωστε, δεν ήταν η πρώτη φορά που αρνιόταν τιμές και διακρίσεις. Είχε ήδη αρνηθεί άλλα βραβεία, καθώς και μία πανεπιστημιακή έδρα.
Ο κυριότερος στοχαστής του υπαρξισμού ξεσήκωσε, όπως είναι φυσικό, αντιδράσεις από παντού. Οι ομοϊδεάτες του τον κατηγόρησαν ότι σνομπάρει την Ακαδημία που τόσο προωθεί την επιστήμη και οι συντηρητικοί παραδοσιακοί αντίπαλοί του ότι, για άλλη μία φορά, αποδείχτηκε αχάριστος ακόμη και στους θεσμούς. Ο ίδιος, ασφαλώς, είχε άποψη και για τους θεσμούς και για τον σαφή του διαχωρισμό από αυτούς: «Δεν είναι το ίδιο να υπογράφω “Ζαν-Πολ Σαρτρ” και το να υπογράφω “Ζαν-Πολ Σαρτρ, βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας”. Ένας συγγραφέας δεν θα πρέπει να επιτρέπει στον εαυτό του να μετατρέπεται σε θεσμό, έστω κι αν κάτι τέτοιο συντελείται με τον πιο τιμητικό τρόπο», είχε αναφέρει.
Η γενικότερη κοσμοθεωρία του Σαρτρ ήταν τέτοια ώστε δεν μπορούσε να είναι παρά ένας στρατευμένος κομμουνιστής καλλιτέχνης — κι ωστόσο, ήταν από τις πιο δυνατές φωνές διαφωνίας όταν έγινε η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Τη στιγμή που τα σοβιετικά τανκς έμπαιναν στην Πράγα, ο Σαρτρ γύρισε σελίδα. Στη διάρκεια του θρυλικού Μάη του ’68 στο Παρίσι συμμετείχε ενεργά, και ως δημοσιογράφος έδωσε βήμα στον Τύπο στα νέα στελέχη του κινήματος. Παράλληλα, εργάστηκε μεθοδικά για την προώθηση των ιδεών του με όχημα τα φιλοσοφικά και τα λογοτεχνικά βιβλία του, καθώς και το περιοδικό Μοντέρνοι Καιροί.
* *
Η θυελλώδης σχέση του με τη Σιμόν ντε Μποβουάρ ήταν —μετά το έργο τους—, μάλλον η πιο σημαντική τους κληρονομιά στη διανόηση και στην κοινωνία. Μία σχέση για την οποία γράφτηκαν και ειπώθηκαν πολλά, μία σχέση την οποία πολλοί αμφισβήτησαν και ακόμη περισσότεροι ζήλεψαν. Σε μία από τις βιογραφίες του ζεύγους, η Επικίνδυνη σχέση, διά χειρός Κάρολ Σέιμουρ-Τζόουνς (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγκυρα) σημειώνεται: «Η περιβόητη συμφωνία τους έμελλε ν’ αλλάξει το πρότυπο του αξιοπρεπούς γάμου, εισάγοντας την έννοια της ελευθερίας ενός άντρα και μιας γυναίκας, που ζουν ως ζευγάρι, να συνάπτουν ερωτικές σχέσεις με τρίτα άτομα χωρίς αυτό να επηρεάζει την αφοσίωση του ενός προς τον άλλο. Κράτησε περισσότερο από μισόν αιώνα και έγινε σύμβολο για πολλές μεταγενέστερες γενιές».
Επρόκειτο για έναν έρωτα ελεύθερο από δύο ανθρώπους σε εκπληκτικό ωστόσο βαθμό εξαρτημένους. Διεκδικούσαν την αντισυμβατικότητα, έκαναν σημαία τους την αυτοδιάθεση του σώματος — κι όμως, είχαν μεταξύ τους, από την αρχή έως το τέλος, το πιο ισχυρό συμβόλαιο. Όταν δύο άνθρωποι σαν τον Σαρτρ και τη Ντε Μποβουάρ συναντιούνται και παραδίδονται ο ένας στο μεγαλείο του άλλο, είναι λες κι ο κόσμος να σταματάει. Δεν υποτάχτηκαν ποτέ σε τίποτα παρά μόνο στον βαθιά πνευματικό έρωτά τους και στον τρόπο με τον οποίο κούμπωναν στο καθετί. Ζούσαν σαν η μεταξύ τους σχέση να μην τους στερεί το παραμικρό, αλλά δεν επέτρεψαν ποτέ τους να απειληθεί. Φυσικά, έσπασαν όλα τα ταμπού της εποχής τους και έγραψαν ιστορία. Εκ των υστέρων, δύσκολο να διακρίνουμε αν ήταν η ελευθεριότητά τους που τρόμαζε ή η αλληλοσυμπλήρωσή τους. Ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και βιογράφος του Αλμπέρ Καμύ, Ολιβιέ Τοντ έχει πει: «Ήταν σαν να σκέφτονταν ταυτοχρόνως, ακόμη και όταν, φαινομενικά, έκαναν λάθος. Έμοιαζαν με αλλόκοτους σκυταλοδρόμους ιδεών, που δεν χρειαζόταν καν να δώσουν ο ένας στον άλλο τη σκυτάλη για να συνεχιστεί ο αγώνας. Συγχρόνιζαν τον βηματισμό τους και ακολουθούσαν ο ένας τον άλλον με έναν τρόπο που δεν είχα ξαναδεί σε ζευγάρι, πουθενά στον κόσμο. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ κατάφερνε μέχρι και να ολοκληρώνει τις φράσεις του Σαρτρ, και το αντίστροφο».
Ο «έκλυτος βίος» των δύο δεν σόκαρε απλώς και μόνο επειδή ήταν πολυγαμικοί, αλλά και διότι είχαν κι οι δυο δεκάδες ερωτικές ιστορίες με μαθητές τους —οπότε, κατηγορήθηκαν για εκμετάλλευση και σχέσεις εξουσίας—, ενώ δεν έλειπαν οι σχέσεις τους με άτομα του ίδιου φύλου — σχέσεις, πάντα αναλώσιμες και πάντοτε υποταγμένες στον μεταξύ τους έρωτα. Η πιο μεγάλη όμως μάχη εξουσίας δόθηκε μεταξύ τους, με έναν τρόπο μαγικό. Υπήρξαν αιώνιοι εραστές και ισόβιοι σύντροφοι. Όπως έχει γραφτεί για τη γνωριμία τους: «Η συνάντησή τους το καλοκαίρι του 1929 στους διαδρόµους της Σορβόννης ήταν σύγκρουση γιγάντων».
Οι ίδιοι – κυρίως με την επιμονή της Ντε Μποβουάρ – προσπαθούσαν να είναι ελεγχόμενες οι πληροφορίες που διέρρεαν για την κοινή τους ζωή. Για αυτό, και ιδίως μετά τον θάνατό τους, γράφτηκαν πολλά για μία σχέση νοσηρή και βασισμένη στα ψέματα, για μίσος, αλληλοσπαραγμό, εκδίκηση και υστερίες, για παιχνίδια εξουσίας που έπαιρναν σβάρνα και άλλους αφήνοντας θύματα κ.ά. Και τελικά, για δύο ανθρώπους, βαθιά υπαρξιστές, που όμως έχασαν το παιχνίδι της δικής τους ύπαρξης, παλεύοντας για το παιχνίδι του δικού τους «φαίνεσθαι».
Αν και η Σιμόν Ντε Μποβουάρ έκανε σημαία της το σλόγκαν: «Γυναίκα δε γεννιέσαι. Γυναίκα γίνεσαι», μοιάζει τελικά σαν να της επέτρεψε η ύπαρξη ενός άντρα να γίνει η γυναίκα που ήθελε. Ήταν απίστευτα δυναμική και διεκδικητική προσωπικότητα, ευφυέστατη και ικανή. Πολλοί γράφουν για αυτήν ότι αποτέλεσε το απόλυτο παράδοξο αφού, αν και σύμβολο της γυναικείας χειραφέτησης και του φεμινισμού, έμεινε στην ιστορία ως η σύντροφος ενός άντρα. Ενός άντρα, που αποτέλεσε το σύμβολο του στρατευμένου διανοούμενου, του ανθρώπου που έβαζε την ευθύνη της ύπαρξης πάνω από την ύπαρξη καθαυτή. Ανάμεσα στα πολλά αποφθέγματα που του Σαρτρ, ίσως περισσότερο τον χαρακτηρίζουν τα εξής: «Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος» και «Η κόλαση είναι οι άλλοι». Έψαχνε τον εαυτό του και ξεψάχνιζε το κάθε τι χωρίς σταματημό, ενώ πίστευε, όπως είχε πει, ότι: «Ο άνθρωπος είναι “εγκαταλελειμμένος”, αφημένος στη δική του πρωτοβουλία».
Με αφορμή την εκατοστή επέτειο από τη γέννηση της Μποβουάρ, γράφεται —σε άρθρο του Monde Diplomatique και με αφορμή την ίδια— ίσως η μεγαλύτερη αλήθεια για «τους όρους που οφείλει να πληροί μια γυναίκα (ακόμα κι αυτή) για να εισχωρήσει, στις μέρες μας, στη Γαλλία, στο πάνθεον των μεγάλων ανδρών. Ο πρώτος όρος είναι να… συνδέεται με έναν άντρα!»
Ο γνωστός συγγραφέας Μπερτράν Ανρί Λεβί έχει ισχυριστεί ότι ο περασμένος αιώνας ήταν ο αιώνας του Σαρτρ. Του Σαρτρ που υπήρξε και έλαμψε διότι υπήρξε η Ντε Μποβουάρ. Σήμερα οι δυο τους είναι θαμμένοι δίπλα δίπλα στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς. Και το Νόμπελ του Σαρτρ, σε κάποιο συρτάρι της Ακαδημίας στην Σουηδία.