Η καταγγελτική Επιστολή τής 14/7/17 του κου Γιάννη Ανδρουλιδάκη στον ιστότοπο http://zoornalistas.blogspot.gr/2017/07/blog-post_428.html περί συνεχόμενων πνευματικών μουσικών κλοπών τού Διονύση Σαββόπουλου (ΔΣ), δεν έμεινε απαρατήρητη από τους χρήστες των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η αφορμή, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν η πρόσφατη παρουσία του και ο σχετικός ντόρος από την πολυσυμμετοχική συναυλία στο Καλλιμάρμαρο, στις 12/7, όπου ο Σαββόπουλος ηγείτο μιας στρατιάς Ελλήνων δημοφιλών τραγουδιστών. Εκείνες τις μέρες ήρθε και… κόλλησε το κείμενο του ΓΑ για τις μελωδικές-στιχουργικές και στιλιστικές «κλοπές» τού ΔΣ. Η αλήθεια είναι πως το κείμενο του Γιάννη Ανδρουλιδάκη θα μπορούσε να συμπεριφερθεί πιο σεβάσμια στον μεγάλο τροβαδούρο, ο οποίος επί πενήντα (και πλέον) χρόνια βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος με δίσκους, με δηλώσεις, με συναυλίες, με συμμετοχές, σίγουρα πάντως με δράσεις οι οποίες συντηρούν το όνομα και την προσωπική του μουσική ταυτότητα στις γενιές από το ’60 και δώθε…
Δεν είναι εύκολο να αγνοήσω και να προσπεράσω τις… καταγγελίες-αποκαλύψεις τού Γιάννη Ανδρουλιδάκη (ΓΑ), τις οποίες δεν θα χαρακτηρίσω σαν καινούργιες καταγγελίες, ούτε σαν «αποκαλύψεις». Από παλιά, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ, (συγκεκριμένα οι γύρω από το ελληνικό τραγούδι), συνηθίζαμε να ψιθυρίζουμε στα διάφορα στέκια, τα μουσικά… ολισθήματα του ενός και του άλλου (όχι μόνο τού ΔΣ) ως πιο «ειδικοί» στις μελωδίες, στα στιλ και στους στίχους. Παρ’ όλο που στην εποχή τού ’60 δεν υπήρχε η διάχυση, η γνώση και η παγκοσμιοποίηση της δισκογραφίας που υπάρχει σήμερα, υπήρχαν πληροφορίες και κουτσομπολιά που αποκάλυπταν στοιχεία γύρω από «δάνεια» και «αντιγραφές». Δεν βάζω τυχαία εισαγωγικά στις λέξεις. Διότι, στο πέρασμα του χρόνου, συνέβησαν ταυτίσεις, συμπτώσεις και επιρροές που συμβαίνουν συχνά στην ιστορία, όχι μόνο τής Μουσικής, αλλά και άλλων λογοτεχνικών και παραστατικών τεχνών…
Ας μην ξεχνάμε και ας μην παρακάμπτουμε αυτό το ιστορικό στοιχείο, το οποίο είναι ανθρώπινο και διαχρονικό.
Θεώρησα αναγκαία την προηγούμενη αναφορά μου σε όλα αυτά, εν είδει προλόγου, επειδή θέλω να υποστηρίξω τον ΔΣ για τις δημιουργικές συνθετικές του παρεμβάσεις. Με αυτά τα τραγούδια, έστω, αν θέλετε, με πολλές επιρροές από άλλα, δημιούργησε το δικό του αξεπέραστο στιλ, την εκφραστική οντότητα που τον διακρίνει, καθώς και την ξεχωριστή ποιητική-στιχουργική του κατάθεση, έστω και αν κάποιοι τού τα χρεώνουν σαν… κλοπιμαία και αγύριστα δάνεια. Παρακολουθώ όσο μπορώ την πολεμική γύρω από το θέμα και πολλές φορές γελάω με την ευκολία ενός κοινού που δεν δυσκολεύεται να κρίνει και να κατακρίνει μια Τέχνη. Την Τέχνη τής Μουσικής και ιδιαίτερα του τραγουδιού, μόνο και μόνο επειδή κάποιος ΓΑ πήρε την πρωτοβουλία να συγκεντρώσει αρκετό υλικό για να στοιχειοθετήσει ένα κατηγορητήριο σε στιλ… λαϊκής δικαιοσύνης. Η συσπείρωση των χρηστών τού διαδικτύου δεν ήταν δύσκολη συνέχεια, αφού είναι κοινώς ομολογούμενο πως, κατά την εποχή τού φαίνεσθαι, το facebook συγκεντρώνει εύκολα τα πλήθη, τόσο για το καλύτερο όσο και για το χειρότερο…
Αυτή τη φορά, το… λαϊκό δικαστήριο αντιμετώπισε ως κατηγορούμενο τον ΔΣ. Δεν αντιλήφθηκα κάποια αντίδραση δική του για το θέμα και καλώς πράττει, διότι ξεκαθαρίσματα ιδεολογικά, αισθητικά, μουσικά, στιλιστικά, ποιητικά, δεν αντέχουν στα κοινωνικά δίκτυα ή στα μίντια. Επί πλέον φθείρονται σε έναν ανοργάνωτο, ανώνυμο και κατώτερο τού θέματος, τις περισσότερες φορές, αντίλογο. Όταν πας εκεί με μαλλί, σίγουρα θα βγεις… κουρεμένος.
Σε πολλά από τα σημεία του κειμένου τού ΓΑ δεν μπορεί να διαφωνήσει κανείς γιατί, όντως, το στιλ ντυσίματος και άλλες λεπτομέρειες συμπεριφορών τού ΔΣ, συμπίπτουν με εκείνες του Ντύλαν, όπως αναφέρει ο ΓΑ στην καταγγελία του. Όμως ο γραφέας τού κειμένου ΓΑ, λόγω ηλικίας, δεν ζούσε το ’60 ώστε να θυμάται πως η επιρροή ένδυσης και αντίστοιχης συμπεριφοράς στην Ελλάδα, ερχόταν σαν… εμπόρευμα, ενίοτε και ως πρόταση κοινωνικής αντίδρασης στον επαρχιωτικό μας συντηρητισμό και βέβαια σαν προϊόν ηχητικό και ενδυματολογικό, ιδιαίτερα μετά την ιστορική συναυλία στο Γούνστοκ (15-18/8/1969), εποχή κατά την οποία η πλειοψηφία των νέων στη χώρα μας μπήκε στην αισθητική διαδικασία των… δανείων, ένδυσης, συμπεριφοράς, μουσικών επιρροών, ακόμα και κοινωνικής ανακατάταξης. Διαβάστε εκείνη την εποχή, παρακαλώ. Κάντε τις αναγνώσεις που θα πρέπει. Ο ΔΣ (και πολλοί άλλοι) ήταν παιδιά μιας απομονωμένης χώρας (περίοδος Βασιλείας-ακροδεξιάς ΕΡΕ, Χούντας) νέοι τότε, που διψούσαν να κάνουν τη δική τους αντίσταση στο ασφυκτικό περιβάλλον μέσα από τη Μουσική και τους εισαγόμενους τρόπους ζωής τών ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών και γενεών, ώστε να προσεγγίσουν τα πρώτα στάδια ελευθερίας τους… Η δύναμη της Μουσικής και η ταχύτατη εξάπλωση της αγγλοσαξονικής ροκ σκηνής, με την δισκογραφία και την τηλεοπτική εικόνα, έφερε και ρίζωσε και στη χώρα μας, όχι ένα τραγούδι, αλλά μια ολόκληρη πανίσχυρη δυτική κουλτούρα! Αυτή η κουλτούρα διατηρείται και επαυξάνεται απλώνοντας τα φτερά της σε κάθε σημείο τής Ευρώπης. Όντως, είναι μια… «βαριά βιομηχανία» η οποία, ακόμα και σήμερα, αναπτύσσει ένα βιομηχανικό ελληνικό τραγούδι, με συντελεστές πρόθυμους υπηκόους μιας τραγουδιστικής τέχνης περιορισμένης, με μπόλικη αφέλεια, ημιμάθεια και, κυρίως, στιλιζαρισμένης στα πρότυπα της αμερικανιάς και της αντιγραφής τού κάθε σταρ που εναλλάσσεται κατά περιόδους… Όχι βέβαια πως σταμάτησαν και οι εισαγωγές δανείων εξ’ Ανατολάς…
Σημειώστε πως, αυτό που λέμε ’60, ήταν εποχή με πολλές αναγνώσεις. Θυμηθείτε πως πέρα από τις εισαγωγές των πρώτων ηλεκτρικών γκρουπ (ομάδες των τότε πιτσιρικάδων που εγκλωβίστηκαν στα τιτιβίσματα μιας ανάλαφρης μουσικής δυτικού προτύπου). Οι Beatles, οι Pink Floyd, ο Bob Dylan κ.α., έβαλαν βάσεις για σοβαρότερες εξελίξεις πάνω στο ύφος τής μπαλάντας με πάμπολλα στοιχεία ποιητικού λόγου. Παράλληλα, το λαϊκό τραγούδι συναντήθηκε και με την παραγωγή τού…Καζαντζίδειου ήχου, ο οποίος κατά διαστήματα επηρεαζόταν από… Ινδία μεριά, με κάτι μουσικά μοντέλα έκφρασης πραγματικά κλαυθμυρίσματα τα οποία κατέγραφαν στιλιστικά όλη τη δυστυχία τής Ανατολής… Μεγάλες επιρροές! Ορχήστρες που παίζανε άλλα μουσικά ιδιώματα με ινδόαιγυπτιακές φράσεις… Την ίδια εποχή, το λεγόμενο «αστικό τραγούδι» των δεκαετιών ’30, ΄40, ΄50, μεταμορφωνότανε σε ελαφρότατο είδος προς διασκέδαση στις καφετέριες και ρεστοράν των εποχών, χάνοντας ένα μεγάλο μέρος τής αίγλης του.
Να φέρω παραδείγματα; Για ποιον λόγο; Νομίζω πως όλοι καταλαβαίνουμε πως η δήθεν ελληνική σκηνή τού λαϊκού, του ελαφρού, του ροκ, της ποπ και των παραλλαγών τους, είναι ένα κάκιστο αντίγραφο ξένο προς την εγχώρια κουλτούρα μας. Το πού θα μας πάει τελικά όλο αυτό το παγκοσμιοποιημένο συνονθύλευμα, δεν το γνωρίζω.
Γνωρίζω όμως πως ο δανειζόμενος ή «κλεπταποδόχος», όπως χαρακτηρίζει ο αυστηρός ΓΑ τον ΔΣ, λειτούργησε ως μέντορας των τότε και των μετέπειτα Ελλήνων ροκάδων, αλλά και πνευματικών ανθρώπων, ποιητών, φοιτητών τής εποχής λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της Χούντας, στη Μεταπολίτευση, μέχρι και στα χρόνια μας… Γνωρίζει τον τρόπο να βάζει στα τραγούδια του τις δικές του πινελιές. Να δίνει προσωπικά χαρακτηριστικά. Να τα παρουσιάζει με τον πιο εύστροφο τρόπο, εξελισσόμενος σε έναν παραμυθά που όλοι τον είχαμε (και τον έχουμε) ανάγκη για την προσωπική μας παραμυθία και το δικό μας ψυχόδραμα… Του αναγνωρίζω πως όταν δεν έχει να πει κάτι νεότερο, απέχει από τη δισκογραφία και αυτό είναι μια καθαρή και έντιμη στάση.
Οφείλω να υπενθυμίσω πως το 1993, με τον Τάσο Σαμαρτζή (στίχους), τον Θανάση Γκαϋφίλια (τραγούδι) και τον Γιάννη Ιωάννου (ενορχήστρωση), έγραψα τη μουσική σε ένα τραγούδι διαρκείας 9,30 λεπτών με τίτλο: «Ωδή στον Διονύση»: https://www.youtube.com/watch?v=gpEts_bLRjQ
Το τραγούδι περιγράφει πράξεις και λεγόμενά του εκείνης τής εποχής (επαναλαμβάνω: 1993), τα οποία μας είχαν στεναχωρήσει τότε και εμπεριέχονται στο τραγούδι μου αυτό. Ήταν μια τραγουδιστική κριτική και αυστηρή ματιά πάνω στον ΔΣ. Όλοι βέβαια μεγαλώνουμε, ωριμάζουμε και αλλάζουμε. Πολύ πιθανόν, για τα ίδια θέματα, σήμερα να αντιδρούσα διαφορετικά… Επιστρέφοντας όμως στο συγκεκριμένο τραγούδι, η τότε άποψή μου δεν με αποστασιοποίησε ποτέ από την εκτίμηση που έτρεφα και τρέφω γι’ αυτόν. Τα δάνεια ήταν, είναι και θα είναι, ένα από τα βαγόνια τού μεγάλου τρένου τής πορείας τού ελληνικού τραγουδιού. Η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοιες δημιουργικές επιρροές. Το θέμα είναι το πώς χρησιμοποιείς το υλικό σου, καθώς και την υποχρέωσή σου να αναφέρεις την πηγή, την αφορμή, το κίνητρο…
Μια αναφορά στις τόσες και τόσες περιπτώσεις «αντιγραφικής τέχνης», θα με έκανε να δυσκολέψω φλυαρώντας ακόμα περισσότερο στη σελίδα μου και να κουράσω τους αναγνώστες μου…