Φέτος συμπληρώνονται 300 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου φιλόσοφου και «ιδιόρρυθμου» εκπροσώπου του Διαφωτισμού, του Ζαν Ζακ Ρουσσώ. Του φιλόσοφου που υποστήριξε πως ο πολιτισμός και η ιδιοκτησία διαφθείρουν τα ήθη, αλλά στο βαθμό που οι κοινωνίες δεν έχουν τη δυνατότητα να επανέλθουν στη φυσική τους κατάσταση, αυτές το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να στηρίξουν τον πολιτισμό και την ιδιοκτησία και όχι τον κόσμο των θεαμάτων.
Ο Ρουσσώ καταδικάζει το θέατρο ως θέαμα. Σημασία όμως δεν έχει η ίδια η καταδίκη, αλλά το σκεπτικό της. Η έννοια της αποξένωσης είναι το θεωρητικό εργαλείο που κατευθύνει τη σκέψη του σε όλη την πνευματική του διαδρομή. Αυτή η έννοια αποτελεί και τη μομφή που ο Ρουσσώ αποδίδει στη θεατρική σκηνή για να την καταδικάσει. Γιατί, όπως τόνιζε, τα είδη των θεαμάτων καθορίζονται υποχρεωτικά από την απόλαυση που προσφέρουν και όχι από τη χρησιμότητα τους. Η πρώτη αποξενώνει, η δεύτερη ενώνει τους ανθρώπους. Έτσι λοιπόν τα θεάματα για να είναι απολαυστικά προσαρμόζονται στις κλίσεις των ανθρώπων, ενώ οποιαδήποτε άμεση κοινωνική επαφή αλλάζει αυτές τις κλίσεις προς το καλύτερο. Στις άμεσες κοινωνικές επαφές ενέτασσε και το ατομικό διάβασμα, το οποίο στη συνέχεια μετατρέπεται σε συζήτηση με τους άλλους ή γραφή για τους άλλους.
Αν όμως η σκηνή, είναι ένας πίνακας των ανθρώπινων παθών, τότε αυτή για να προσφέρει απόλαυση, πρέπει να κολακεύει αυτά τα πάθη. Ακόμη και όταν αυτή στηρίζει θετικά πάθη όπως η αρετή και το μίσος προς την κακία, δεν παύει να κάνει κάτι που η φύση και η άμεση ζωή το κάνουν πολύ καλύτερα. Η προώθηση όμως των θετικών παθών, των παθών δηλαδή που δεν συνάδουν με το κοινό γούστο, δεν είναι απολαυστική (κοινό γούστο τον 18ο αιώνα είναι το όνομα της κοινοτοπίας στον 21ο). Αυτοί λοιπόν τότε θα έβλεπαν πως τα έργα τους θα τα διάβαζαν ή θα τα έβλεπαν μόνο οι ίδιοι.[1]
Είναι κρίμα που σήμερα οι όποιες κριτικές στον σημερινό κόσμο των θεαμάτων, (όχι αυτός δεν είναι μόνο ο κινηματογράφος, το γήπεδο και το θέατρο, ούτε καν η τηλεόραση, αλλά κυρίως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) γίνονται από κάποιους που μιλούν για τεχνοφασισμό και όχι από κάποιους που μιλούν σαν τον Ρουσσώ.
Γιατί –νομίζω- πως αν ο Ρουσσώ ζούσε σήμερα, θα έβλεπε πως αυτά τα κοινωνικά δίκτυα αντί να προωθούν την κριτική σκέψη και την ανταλλαγή ιδεών προωθούν μόνο την ανταλλαγή αρρωστημένων εγωισμών και εστιάζουν στην λαοφιλή κοινοτοπία για να προσελκύσουν κοινωνική αποδοχή. Ο Ρουσσώ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αντί για ανθρώπους με σάρκα και οστά, και με λόγο, θα έβλεπε ηθοποιούς ή ακόμη και πωλητές, όχι όμως πολίτες. Αλλά ο ηθοποιός «είναι πάντα ένας ηθοποιός και ποτέ ο χαρακτήρας που αντιπροσωπεύει».[2] Θα μας έλεγε, λοιπόν, πως στα δίκτυα δεν βλέπει πραγματικούς ανθρώπους που θέλουν να φαντάζονται μια καλύτερη ζωή, αλλά πραγματικά φαντάσματα που νομίζουν πως είναι άνθρωποι, που ζουν καλά.
Γιατί, θα μας έλεγε, πως στα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης όσο περισσότερο θέλει κάποιος να είναι ο εαυτός του, τόσο περισσότερο, χωρίς να το συνειδητοποιεί, μετατρέπεται στο αντίθετο του. Γιατί αυτά όσο και να θέλουν να δείξουν πως ο σκοπός τους είναι η χρησιμότητα της κοινωνικής επαφής, τόσο και αποκαλύπτονται ως μέσα ψυχρών απολαύσεων, εγωτισμού και κοινοτοπίας.
Δεν είναι τυχαίο που κανείς γνωρίζει ανθρώπους με έμφυτη καλλιέργεια και κοινωνική ντροπαλοσύνη και μετά τους βλέπει στο διαδίκτυο ως υβριστές και ανάγωγους. Που βλέπει ανθρώπους με βαθύτατη σκέψη και μετά τους βλέπει ως απίθανους λαϊκιστές. Συμβαίνει και το αντίθετο άνθρωποι που στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προβάλλουν ως υβριστές, ανάγωγοι και οπαδοί της κοινοτοπίας, όταν τους γνωρίσεις από κοντά να είναι άνθρωποι που κοκκινίζουν μόνο που σε κοιτούν. Αυτοί οι άνθρωποι είναι φυσικοί εκτός αυτών των μέσων και τεχνητοί εντός τους. Είναι δηλαδή άλλοι άνθρωποι.
Γιατί στην ουσία τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μαθαίνουν τους ανθρώπους να υποκρίνονται πως είναι άλλοι απ’ αυτοί που είναι, τους μαθαίνουν να βλέπουν κείμενα αντί να τα διαβάζουν, να προσποιούνται επαφές με τους άλλους τη στιγμή που κοιτάζονται στον καθρέφτη.
Θα του έλεγαν τότε κάποιοι, «μα δεν βλέπεις που κλείνουν τόσες έντυπες εκδόσεις και αφήνουν μόνο τις ηλεκτρονικές τους σελίδες;», «δεν βλέπεις, άνθρωπέ μου, πως αν δεν υπάρχουν τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης, τότε οι άνθρωποι στο μέλλον δεν θα μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους;». Αυτός τότε θα τους απαντούσε πως παρόλο που η γραφή και ο έντυπος λόγος αποτελούν και αυτά αλλοτριωτικές μορφές κοινωνικής επαφής, σε σχέση με τη φυσική επαφή, αποτελούν τα πιο σίγουρα μέσα για την ανθρώπινη επικοινωνία. Και αν αυτά εξαφανίζονται, όχι μόνο δεν πρέπει να πανηγυρίζουμε, αλλά να θλιβόμαστε βαθύτατα.
Θα τους έλεγε δηλαδή πως αν και η γραφή, ο έντυπος λόγος και το διάβασμα αλλοτριώνουν, στον κόσμο των κοινωνικών σχέσεων αποτελούν τα μόνα πραγματικά όπλα κατά της ατομικής και κοινωνικής αλλοτρίωσης.
Αυτά θα έλεγε ο Ρουσσώ.
Α, και για να μη το ξεχάσω, θα τους έλεγε επίσης να μη καταργήσουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά παράλληλα να αναβαθμίζουν τον φυσικό και τον γραπτό τους λόγο. Γιατί η επίδραση του θεάτρου (συγγνώμη του διαδικτύου ήθελα να πω) «δεν μπορεί ποτέ να είναι καλή ή ωφέλιμη αφ’ εαυτής, αλλά το θέατρο (διαδίκτυο) αν και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να βελτιώσει τις γενικότερες ηθικές αξίες, μπορεί να κάνει πολλά για να τις αλλάξει»[3]. Αυτά θα έλεγε ένας «συντηρητικός» στα εκατομμύρια των «προοδευτικών» της διαδικτυακής αποξένωσης.
.
.
[1] Ρουσσώ, Ζαν, Ζακ., Επιστολή στον ντ’ Αλαμπέρ (περί των θεαμάτων), εισ. – επιμ. Γ. Μανιάτης Γ, μτφρ. Γ. Μητρόπουλος, Στάχυ 2001, σ.σ 52-53
[2] Ρουσσώ, Ζ, Ζ., Η Νέα Ελοϊζα , Oeuvres Completes, τομ ΙΙ, Gallimard, 1964
[3] Επιστολή στον ντ’ Αλαμπέρ, ό,π, σ.118