* Αρχές της δεκαετίας του 80. Δεν θυμάμαι ημερομηνία. Γ. Συνέλευση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, με θέμα το καθεστώς Γιαρουζέλσκι.
Το ΚΚΕ έχει κηρύξει πανστρατιά, με σκοπό να αποτρέψει την έκδοση ψηφίσματος.
Από την άλλη πλευρά, η δεξιά αδιαφορεί και το ΠΑΣΟΚ υποδύεται υποκριτικά έλλειψη πληροφοριών.
Το βάρος λοιπόν για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έπεσε στο ΚΚΕ εσ.
Η Γ.Σ. από την πρώτη στιγμή ανήκε ολοκληρωτικά στο ΚΚΕ, πράγμα που συνεπάγετο ότι η όποια αναφορά σε ανθρώπινα δικαιώματα, θα φάνταζε γραφικότητα. (Από δω και πέρα ας μου επιτραπεί η συνέχιση της εξιστόρησης σε πρώτο πρόσωπο. Δεν μπορεί κανείς να περιγράφει συναισθήματα ως τρίτος).
Συμπεριφερόμενος «ρεαλιστικά», ταυτίστηκα με την πλειοψηφία του ΚΚΕ.
Και με τη δήλωση ότι «ο εξευτελισμός μας πρέπει να γίνει τέλειος», πρότεινα να εκδοθεί ψήφισμα υπέρ των τανκς. Γίνεται αντιληπτό τι ακούστηκε. Όλα όσα εκλύει το σταλινικό ήθος, εκτοξεύτηκαν εναντίον μου. Ομολογώ ότι φοβήθηκα. Μόνο σε μάτια ιερωμένων ή θρησκόληπτων, έχω δει τέτοιο μίσος.
Επειδή ήταν αδύνατο να παραμείνω στην αίθουσα, στάθηκα στην έξοδό της. Και τότε, ένας άγνωστός μου μέχρι εκείνη τη στιγμή, με αγκάλιασε (κυριολεκτώ). Δεν θυμάμαι τι μου είπε. Δεν έχει καν σημασία. Το ήθος όμως που εξέπεμπε, μου άλλαξε τη διάθεση και ξεθάρρεψα. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Α. Ρουπακιώτης. Μια από τις ευγενέστερες φυσιογνωμίες που γνώρισα στη ζωή μου.
Το προσωπικό και δημόσιο ήθος του Α. Ρουπακιώτη, που -για όσους τον ξέρουν- είναι μία στάση η οποία δεν περιγράφεται, αλλά όπως θα ?λεγε και ο ποιητής νιώθεται, επέτρεψε στους δικηγόρους να τον εκλέξουν δύο φορές πρόεδρο, παρ’ ότι υποστηριζόταν κομματικά μόνον από τον Συνασπισμό.
Αυτή όμως η συνθήκη της γενικής και δημόσιας εκτίμησης στο πρόσωπό του, είναι και το «θανάσιμο» μειονέκτημά του. Διότι κάποιους τους «τρελαίνει».
Θα ήταν μάλλον «ψυχαναλυτικός λογιωτατισμός», αν επιχειρούσαμε να εξηγήσουμε τον ψυχικό μηχανισμό που οδηγεί σ’ αυτή την «ηθική τρέλα». Για το πώς δηλαδή ο φθόνος μετατρέπεται σε οργή και μάλιστα ναρκισσιστική, ήτοι σε ά-λογη κατάσταση, που οδηγεί σε παρα – λογισμούς.
Δυστυχώς όμως αρκεί να διαβάσει κανείς το κείμενο του κ. Μακαρώνα για τον Α. Ρουπακιώτη, για να διαγνώσει ότι είναι προϊόν αυτών που υπαινιχτήκαμε. Δηλαδή μία ανοίκεια προσωπική επίθεση, που μόνον ως αποκύημα ανεξέλεγκτου πάθους του συντάκτη ερμηνεύεται.
Ενδεικτικά: Με όρους απώλειας ελέγχου, απευθύνεται σ’ αυτόν ωσάν να είναι πρωθυπουργός: «…..σεις και η κυβέρνησή σας, δηλαδή το υπουργικό σας συμβούλιο….»!!!!!!!
Τον εμφανίζει περίπου ως υπεύθυνο για το Σύνταγμα της χώρας.
Και το χειρότερο, τον περιγράφει ως «μεταλλαγμένο» πολιτικό τέρας!!!!!
Με δυο λόγια, αν κάποιος αγνοεί απολύτως πρόσωπα και πράγματα και διαβάσει το συγκεκριμένο κείμενο, θα το θεωρήσει τουλάχιστον υπερβολικό.
Αν γνωρίζει, θα το κρίνει οπωσδήποτε άδικο.
Αν όμως επί πλέον γνωρίζει ότι και ο συντάκτης του γνωρίζει τον Α. Ρουπακιώτη, θα το χαρακτηρίσει υποχρεωτικά προϊόν ανεξέλεγκτης εμπάθειας.
Και εδώ τελεία και παύλα ως προς το περιεχόμενο του κειμένου. Διότι αυτού του τύπου τα έκ-λογα «αποκυήματα», είναι ανεπίδεκτα αντικρούσεως. Μόνον ερμηνεύονται. Επί πλέον είναι και ανίκητα. Σαν τη βλακεία.
Είναι αυτονόητο επίσης ότι με το παρόν δεν επιχειρώ να υπερασπιστώ τις πολιτικές επιλογές του Α. Ρουπακιώτη.
Άλλωστε, πρώτα απ’ όλα τις δικές μου επιλογές αδυνατώ να υπερασπιστώ, μια και με το πέρασμα του χρόνου, μειώνονται οι βεβαιότητές μου, μέχρι σημείου να αναπολώ τη μακαριότητα των τσιτάτων.
Αντιστρόφως ανάλογη όμως προς τη μείωση των βεβαιοτήτων, είναι η απαίτηση για την προστασία του κάθε πολίτη από τη βία, όταν αυτή προβάλλει μεταμφιεσμένη σε δήθεν «πολιτική» κριτική, όπως εν προκειμένω.
Και η «ΑΥΓΗ», ταυτισμένη ιστορικά με τον εξανθρωπισμό της πολιτικής, ήταν πάντοτε ξένη με τη βία των ακατέργαστων ενστίκτων.
ΥΓ.: Είχα συντάξει το κείμενο αυτό, όταν διάβασα την παρέμβαση της Φ. Κιάου. Δεν με εξέπληξε. Είναι γνωστό το ήθος της.
Εκείνο όμως που οφείλουμε να εξάρουμε, είναι το εξής: Από το κείμενό της προκύπτει ότι με τον Α. Ρουπακιώτη, διαφωνούν πολιτικά. Και παρά ταύτα, στην προσωπική επίθεση που υπέστη ο τελευταίος, τον υπερασπίζεται και μάλιστα χωρίς μισόλογα και υποσημειώσεις.
Τέτοιες συμπεριφορές προϋποθέτουν έναν «άγνωστο» στη χώρα μας προσωπικό και πολιτικό πολιτισμό. Είναι αυτός που κυρίως η ΑΥΓΗ δίδαξε. Και τόσο η Φ. Κιάου, όσο και ο Α. Ρουπακιώτης, είναι πνευματικά παιδιά της.
.
* Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΑΥΓΗ στις 17/8/2012