Ο Ρεχάγκελ και η μπίρα

Βασίλης Βαμβακάς 10 Οκτ 2012

Μας χωρίζουν μόλις οκτώ χρόνια από τότε που οι Ελληνες σήκωσαν στα χέρια έναν Γερμανό αποδίδοντάς του σχεδόν μαγικές ιδιότητες για την κατάκτηση του Euro. Τότε που στο Καλλιμάρμαρο επιδείχτηκε πάνδημος θαυμασμός για τις πειθαρχικές και οργανωτικές ικανότητες του Οτο Ρεχάγκελ, ο οποίος μετονομάστηκε σε Ρεχάκλες (Ρεχακλής, από τον μυθικό Ηρακλή), για να αποδοθεί μυθική διάσταση στα κατορθώματα της ομάδας του.

Ηταν τότε που η «μεθοδικότητα» του Γερμανού και η «ψυχική δύναμη» των Ελλήνων φάνταζαν το ιδανικό μείγμα για την επιτυχία και τη συλλογική ευτυχία. Ηταν τότε, την εποχή της ευημερίας και της χαράς, που τα στερεότυπα ρευστοποιούνταν εύκολα και φάνταζε ότι η Ελλάδα είχε πετύχει την τέλεια ενσωμάτωση στον κόσμο του θεάματος, της κατανάλωσης, του διεθνούς ανταγωνισμού, έστω και σε αθλητικά πλαίσια.

Μέσα σε αυτά τα οκτώ χρόνια, ελέω κρίσης, τα πάντα άλλαξαν, τα στερεότυπα ξαναβρήκαν τη θέση τους, οι παλιές οριοθετήσεις έγιναν ξανά επίκαιρες, τα κατοχικά σύνδρομα θέριεψαν, οι ναζιστικοί συμβολισμοί επανήλθαν ποικιλοτρόπως στη μόδα. Η έκρηξη επιθετικών δημοσίων δηλώσεων και αναρτήσεων στο Διαδίκτυο με αφορμή την επίσκεψη της Καγκελαρίου Μέρκελ στην Αθήνα ήταν αναμενόμενη. Ηταν η αυτονόητη επανάληψη όλων των μυθολογικών τρόπων που έχουν χρησιμοποιηθεί από διαπρεπείς δημοσιογράφους και τηλεοπτικούς σατιριστές για να κατανοηθεί η κατάσταση της ελληνικής κρίσης και η σχέση μας με τους ισχυρούς δανειστές μας. Οι παλινωδίες, οι καθυστερήσεις και οι εμμονές της γερμανικής πολιτικής απέναντι στην πρωτόγνωρη ευρωπαϊκή κρίση, ο εξωφρενικός ρυθμός των αντικρουόμενων δηλώσεων επίσημων εκπροσώπων του γερμανικού κράτους για την ελληνική κοινωνία, καθώς και οι ρατσιστικές κορόνες λαϊκιστικών εντύπων της Γερμανίας εναντίον της ελληνικής νοοτροπίας βρήκαν την ανάλογη στερεοτυπική, αδιέξοδη και ανέξοδη εντέλει ανταπάντηση. Πολλοί διαμορφωτές της κοινής γνώμης στην Ελλάδα καλλιέργησαν την εύκολη εξήγηση για τα δεινά που επιφυλάσσουν τα Μνημόνια επικαλούμενοι τον γερμανικό ιμπεριαλισμό, το Δ’ Ράιχ κ.λπ.

Η μετατόπιση άλλωστε της αμερικανικής πολιτικής υπό την προεδρία Ομπάμα και η στάση της απέναντι στην ευρωπαϊκή κρίση έχει αποδυναμώσει πλήρως το εγχώριο αντιιμπεριαλιστικό ένστικτο του αντιαμερικανισμού. Για πρώτη φορά, άλλωστε, στα μεταπολιτευτικά χρόνια, το «πολεμικό» διακύβευμα δεν υπήρξε η αμερικανική αλλά η γερμανική πρεσβεία και το πώς αυτή θα περικυκλωθεί από διαδηλωτές και αστυνομικούς. Στο σύνθετο πεδίο της παγκοσμιοποίησης, στις λεπτές ισορροπίες και ανισορροπίες δυνάμεως, τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα κατανοητά αν υπάρχει ένας κακός. Πόσω μάλλον όταν αυτός προσωποποιείται από μια «κακόγουστη», «τσιγκούνα» Ανατολικογερμανίδα, που επιτρέπει, μεταξύ άλλων, την ανάπτυξη και ενός ανέξοδου μισογυνισμού.

Τόσα χρόνια αγαστή συνύπαρξη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τώρα μπαίνουν σε δοκιμασία. Τα γερμανικά αυτοκίνητα που αγοράστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες μαζικά ως ένδειξη κοινωνικού κύρους και επίδειξη πλουτισμού τώρα μένουν στα πάρκινγκ γιατί το κόστος της βενζίνης δεν τα αφήνει να κυκλοφορήσουν. Οι γερμανικές οικιακές συσκευές που καταναλώθηκαν αφειδώς τώρα έχουν γίνει συνώνυμο σκανδάλου. Το Βερολίνο, η σύγχρονη μητρόπολη της αστικής και πολιτιστικής δημιουργικότητας, ένας από τους πιο αγαπημένους τουριστικούς προορισμούς των Ελλήνων την εποχή της ευημερίας, μεταμορφώθηκε και πάλι στην πρωτεύουσα της «κατοχικής» εξουσίας. Παρ’ όλα αυτά, η φαντασιακή ταυτότητα του Ελληνα-Ευρωπαίου συνεχίζει ακόμη και σήμερα να βιώνεται εν μέρει από μεγάλα ή μικρά σύμβολα γερμανικής αποτελεσματικότητας, κύρους, δυναμισμού. Μαζί όμως με την ανελαστική μονεταριστική πολιτική της Γερμανίας, η ελληνική κοινωνία χάνει τη δυνατότητα πρόσβασης και οικειοποίησης αυτών των συμβόλων, χάνει ένα κομμάτι του ψευδεπίγραφου (ως καταναλωτικά προσανατολισμένου) αλλά υπαρκτού ευρωπαϊκού της εαυτού.

Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι η βίαιη οργή που ρητορικά εκφράστηκε στον δημόσιο χώρο για την άφιξη της Μέρκελ στην Αθήνα ελάχιστα υλοποιήθηκε, και αυτό όχι μόνο εξαιτίας των αστυνομικών μέτρων, όχι μόνο λόγω των κάπως πιο ήπιων δηλώσεων συνδικάτων και αντιπολίτευσης. Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ Ελλάδας – Γερμανίας είναι πιο ισχυρός από ό,τι φαίνεται στις παρούσες συνθήκες, γιατί δεν είναι μόνο αυτός του (ανίσχυρου) δανειζομένου και του (ισχυρού) δανειστή, αλλά και εκείνος δύο αντίθετων πόλων της ευρωπαϊκής κοινότητας που ζουν εδώ και δεκαετίες σε διαρκή αλληλεξάρτηση και αλληλοσυμπλήρωση των ελλείψεών τους. Ο γερμανός τουρίστας και πάλι θα συναντήσει το καλοκαίρι τον έλληνα λάτρη της γερμανικής μπίρας ανεξάρτητα από τον ανθελληνισμό ή τον αντιγερμανισμό που ο καθένας φέρει.

Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι λέκτορας Κοινωνιολογίας

της Επικοινωνίας στο ΑΠΘ