Ήρθε κάποια στιγμή που φοβήθηκα, πιο πολύ κι από τη χούντα. Ήταν τότε, που η λεγόμενη «ριζοσπαστική αριστερά» (ΣΥΡΙΖΑ + παρασταλινικές αποφύσεις) κατασκεύαζε τον «εσωτερικό εχθρό». Και με τις αντισυγκεντρώσεις, τους δημόσιους προπηλακισμούς και τα λιντσαρίσματα αντιπάλων, εξαπέλυε την ιδιωτική της βία εναντίον του. Όταν, με άλλα λόγια, η αριστερά νεκρανάσταινε τις μεθόδους του μετεμφυλιακού παρακράτους. Με μία σημαντική διαφορά βεβαίως, μεταξύ των δύο εποχών: Ενώ το προδικτατορικό παρακράτος περιοριζόταν στην κακοποίηση των «εχθρών» του έθνους, τώρα η «ριζοσπαστική αριστερά» πρόσθεσε και τους «εχθρούς του λαού». Θυμίζω τον κ. Τσίπρα όταν, δίκην ενδόξου ενωματάρχου της Βασιλικής Χωροφυλακής, αποφαινόταν «πατριωτικά» από τη θέση της αντιπολίτευσης: «Αυτοί που μας κυβερνούν δεν είναι Έλληνες»! Κάτι που πήγαινε να πει πως και όσοι επέλεξαν τους «μη Έλληνες» που τότε μας κυβερνούσαν, ήταν εχθροί ως «ανθέλληνες», κατά την γνωστή εμφυλιακή ορολογία.
Έτσι επέβαλαν τη ναζιστική διάκριση «Εχθρών – Φίλων», σύμφωνα με την οποία, δεν υπάρχουν αντίπαλοι με τους οποίους διαφωνείς μεν αλλά συνυπάρχεις, παρά μόνον εχθροί, οι οποίοι μάλιστα είναι προορισμένοι για εξόντωση. (Βλ. Καρλ Σμιτ, «Η έννοια του Πολιτικού». Για τον αντίστοιχο χαρακτήρα της σοβιετικής ιδεολογίας, βλ. «Οι αλογόμυγες της ιστορίας» του Ηλία Κανέλλη, στα «ΝΕΑ» της 20-21/8/2016).
Και η ιδεολογία της ολοκληρωτικής διάκρισης «εχθρών και φίλων», χρησιμοποιήθηκε ως πρώτη ύλη στα πολεμικά τους συνθήματα, όπως «ή εμείς ή αυτοί», «ή θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν». Και αυτό έγινε, ενώ είχαν ήδη ανατριχιαστική απόδειξη για το πού οδηγούσε η στάση τους: Το κάψιμο ζωντανών τριών νέων ανθρώπων στη «Μαρφίν». Δεν είναι τυχαίο ότι η μαζική αυτή δολοφονία, που φέρει ρητά την σφραγίδα της αριστεράς, θεωρήθηκε περίπου ανεκτή πράξη, παραβιάζοντας έτσι και το τελευταίο όριο του πολιτισμού μας. Δηλαδή το ταμπού του φόνου. Άλλωστε, ιδιωτικοί υπάλληλοι ήταν αυτοί που κάηκαν, άρα πράκτορες των εργοδοτών, κατά την άποψη του βαθέος ΣΥΡΙΖΑ.
Στη συνέχεια, φοβήθηκα ακόμα περισσότερο. Ήταν η στιγμή που ο ναζιστικός υπόκοσμος της «Χρυσής Αυγής» ανέλαβε να συνεχίσει τη βία, την οποία ήδη είχε ανασύρει από μετεμφυλιακό παρελθόν ο ΣΥΡΙΖΑ και αφού την είχε «εξαγνίσει» και «νομιμοποιήσει» ως «αριστερή», την παρέδιδε σε γενική χρήση. Ήταν αυτό που έδωσε στο ναζιστικό υπόκοσμο λόγο ύπαρξης, μια και χωρίς δυνατότητα άσκησης βίας, δεν μπορεί καν να υπάρξει. Οπότε, αφού η βία ήταν πλέον το «δίκιο του λαού», οι συμμορίες των ναζί την έβγαλαν στους δρόμους. Και έβλεπες ασύδοτες παρακρατικές συμμορίες ναζί, να κάνουν ελέγχους μέχρι και στα νοσοκομεία ή στις λαϊκές αγορές, να επιχειρούν εισβολές σε σπίτια, να κυνηγούν σαν αγρίμια και να «χαρακώνουν» στους δρόμους ανυπεράσπιστους συμπολίτες μας και στο τέλος να σπέρνουν ανενόχλητοι το θάνατο. Και η δικαιοσύνη να μην τολμάει να τους αγγίξει ή – το χειρότερο – να τους αθωώνει με περίεργες αιτιολογίες, που πρόδιδαν φόβο.
Θυμάμαι λοιπόν – ας μου επιτραπεί η επιμονή στο πρώτο πρόσωπο – τη λύτρωση που αισθάνθηκα, όταν ένα πρωϊνό (Σάββατο ήταν) άκουσα για την επιχείρηση εξάρθρωσης του εγκληματικού δικτύου της ΧΑ από την οργανωμένη πολιτεία. Λίγο όμως μου κράτησε η χαρά. Διότι, με πάγωσαν οι αντιδράσεις των εκπροσώπων του ΣΥΡΙΖΑ. Οι οποίοι αντιμετώπισαν τουλάχιστον με ύποπτη χολερικότητα, την στάση της οργανωμένης πολιτείας.
Η πρώτη χολερική εκδήλωση ήταν η δημόσια διατύπωση της μικροψυχίας, ότι δήθεν δεν υπήρχαν στοιχεία, για την στοιχειοθέτηση της κατηγορίας που αποδόθηκε στους ναζί. Και αυτό, την στιγμή που οι μαχαιροβγάλτες ναζί είχαν αφήσει το αίμα των θυμάτων τους στους δρόμους! Και αφού η επιθυμία τους να μην υπάρχουν στοιχεία ματαιώθηκε – διότι περί επιθυμίας επρόκειτο – αυτοεξευτελίστηκαν. Διότι εξαπέλυσαν στα κανάλια τους «τηλεοπτικούς συνταγματολόγους» τους, οι οποίοι αμφισβήτησαν ευθέως τη νομιμότητα των συλλήψεων των βουλευτών της ΧΑ, για αυτόφωρα κακουργήματα. Και ο λόγος; Επειδή δεν προηγήθηκε άδεια της Βουλής! Όμως οι «συνταγματολόγοι» του ΣΥΡΙΖΑ, ενεργώντας με ήθος πολλών «κατρούγκαλων», έκρυβαν εν γνώσει τους ότι δεν απαιτείται τέτοια άδεια, αφού το Σύνταγμα (άρθρο 62) ορίζει ρητά το αντίθετο: «Δεν απαιτείται άδεια για τα αυτόφωρα κακουργήματα».
Που πάει να πει πως εν γνώσει τους συνέβαλλαν όχι μόνον στην εκτροφή, αλλά και στην εν συνεχεία κάλυψη του τέρατος, με σκοπό να το εξαπολύουν κατά των αντιπάλων τους. Όπως ακριβώς, καθ’ ομολογίαν τους έπραξαν, όταν όριζαν ΠτΒ την γνωστή κυρία, με σκοπό να κακοποιήσουν την αντιπολίτευση. Όμως και στις δύο περιπτώσεις, δεν αντιλήφθηκαν το προφανές. Ότι το φίδι δαγκώνει και τον εκτροφέα του.
Όταν λοιπόν το ναζιστικό τέρας έδειξε και σ’ αυτούς τα δόντια του μέσα στη Βουλή και μάλιστα απειλήθηκε με λιντσάρισμα βουλευτής που εκλέχτηκε με τον ΣΥΡΙΖΑ, τότε, ένας ήταν αυτός που «…είχε το κύρος του συμβόλου ή τους κεραυνούς του Δία στα χέρια του…», όπως ποιητικά έγραψε η Ρ. Γεωργακοπούλου, για να τους υπερασπιστεί: Ο Πύρρος Δήμας. Και μπροστά του, το τέρας έκανε πίσω.
Αυτό είναι που δεν μπορούν να συγχωρέσουν στον Πύρρο. Και ο λόγος δεν είναι μόνο το γνωστό μίσος κατά του ευεργέτη, που εγείρει η όποια ευεργεσία. Είναι κάτι χειρότερο. Διότι, το να τους διασώζει ο Πύρρος από το τέρας που και αυτοί εξέθρεψαν, είναι η απόλυτη καταισχύνη τους, αφού έτσι γίνεται ο ανεστραμμένος καθρέφτης τους. Ο οποίος τους δείχνει πόσο αποκρουστικός είναι ο ίδιος ο εαυτός τους, μια και συμμετείχαν στην εκτροφή και τη νομιμοποίηση του τέρατος, από το οποίο τους προστάτευσε. Οπότε, για να αντέξουν την αθλιότητά τους, μεταθέτουν την δική τους «ασχήμια» στον Πύρρο. Και παραλογίζονται, συκοφαντώντας τον. Μήπως και τον κοντύνουν. Οι «κοντοί άνθρωποι του γραφείου», που χάϊδευαν τους ναζί, για να τους εξαπολύσουν εναντίον κάθε Πύρρου.
Είναι οι ίδιοι, που με ήθος πολλών «καρτερών», έτρωγαν δημόσια μαρούλια στις λαϊκές ή ακόμη έγραφαν εγκληματικά ψέματα στον Ριζοσπάστη, για να μας πείσουν πόσο ακίνδυνη και φιλική στην υγεία μας, ήταν η σοβιετική ραδιενέργεια του Τσέρνομπιλ. Είναι τέλος οι σαλταδόροι, που κατά αγέλες μεταναστεύουν καιροσκοπικά όπου θάλλει ο τυχοδιωκτισμός, ελπίζοντας κάθε φορά να διασώσουν το θλιβερό τους το σαρκίο. Και μισούν όποιον στέκεται με τις αρχές του, ακόμη και στην ήττα. Όπως ο Πύρρος. Και τον μισούν γιατί αυτός είναι πάλι ο καθρέφτης της δικής τους αναξιότητας. Αφού στα πρόσωπά τους, μας αποκαλύπτει συνεχώς τη μορφή του τέρατος.
Για όσα λοιπόν «φώτισε» ο Πύρρος με την στάση του, είναι όχι μόνον ο Δίας με τους κεραυνούς, όπως εύστοχα τον χαρακτήρισε η Ρ. Γεωργακοπούλου, αλλά και ο Απόλλων.