Η καταχώριση σε μαύρη λίστα δεν χρησιμοποιείται αποτελεσματικά για την πρόληψη της χορήγησης κονδυλίων της ΕΕ σε φυσικά πρόσωπα, επιχειρήσεις ή δημόσιους οργανισμούς που εμπλέκονται σε παράνομες πράξεις όπως απάτη και δωροδοκία, σύμφωνα με νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εξαιτίας αδυναμιών στις ρυθμίσεις που εφαρμόζονται για τον εντοπισμό εκείνων που πρέπει να αποκλείονται από τη δυνατότητα να αιτούνται κονδύλια της ΕΕ, είναι ελάχιστα τα ονόματα (ή επωνυμίες) που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καταχωρίσει στη μαύρη λίστα της. Επιπλέον, τα κράτη -μέλη —μολονότι εκτελούν το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών της ΕΕ— δεν είναι υποχρεωμένα να δημιουργούν δικά τους συστήματα καταχώρισης σε μαύρη λίστα, ενώ ακολουθούν διαφορετικές προσεγγίσεις όσον αφορά την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ. Αυτό το συνονθύλευμα ρυθμίσεων αποκλεισμού υπονομεύει τη συνολική αποτελεσματικότητα της καταχώρισης σε μαύρη λίστα και συνεπάγεται την άνιση προστασία του προϋπολογισμού της ΕΕ σε όλη την Ευρώπη.
Η καταχώριση σε μαύρη λίστα (αλλιώς αποκλεισμός) αποτελεί βασικό εργαλείο στη διάθεση των κυβερνήσεων και των διεθνών οργανισμών για την προστασία των οικονομικών τους. Από το 2016, η Επιτροπή διαθέτει ένα σύστημα έγκαιρου εντοπισμού και αποκλεισμού (early detection and exclusion system, EDES) —το μοναδικό σύστημα αποκλεισμού σε επίπεδο ΕΕ— στο οποίο επισημαίνονται στους αρμόδιους για την έγκριση των δαπανών που η Επιτροπή διαχειρίζεται είτε άμεσα, είτε με εταίρους οι αντισυμβαλλόμενοι με ριψοκίνδυνο προφίλ. Το EDES δεν εφαρμόζεται σε τομείς όπως της γεωργίας και της συνοχής, που τελούν υπό την επιμερισμένη διαχείριση της Επιτροπής και των κρατών μελών και στους οποίους αντιστοιχεί το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών της ΕΕ.
«Η καταχώριση σε μαύρη λίστα έχει τη δυναμική να διασφαλίζει ότι τα κονδύλια της ΕΕ δεν καταλήγουν σε “λάθος χέρια”, ωστόσο δεν χρησιμοποιείται αποτελεσματικά: υπάρχει ένα συνονθύλευμα διαφορετικών προσεγγίσεων ως προς τον αποκλεισμό τόσο στο επίπεδο της ΕΕ όσο και στο επίπεδο των κρατών μελών», δήλωσε η κα Helga Berger, μέλος του ΕΕΣ και αρμόδια για τον έλεγχο. Πρόσθεσε δε ότι «από την άλλη πλευρά, συναφή δεδομένα είτε δεν είναι διαθέσιμα είτε δεν χρησιμοποιούνται κατά την κατάρτιση της μαύρης λίστας της ΕΕ, γεγονός που υπονομεύει τη χρησιμότητα και το αποτρεπτικό αποτέλεσμά της. Η αξία ενός συστήματος συναρτάται με τις πληροφορίες με τις οποίες τροφοδοτείται.»
Οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι το EDES διαθέτει άρτιες διαδικασίες λήψης αποφάσεων και περιλαμβάνει ευρύ φάσμα περιπτώσεων όπου αν ένας αντισυμβαλλόμενος εμπίπτει σε μία από αυτές πρέπει να καταχωρίζεται στη μαύρη λίστα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βασίζεται υπερβολικά στον λόγο εκείνων που αιτούνται επιχορηγήσεις ή προσφέρουν υπηρεσίες: εφόσον δηλώσουν ότι δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις περιπτώσεις αποκλεισμού, η Επιτροπή αποδέχεται τις εν λόγω δηλώσεις ανεπιφύλακτα χωρίς να τις ελέγχει. Κατά τους ελεγκτές, το γεγονός αυτό μειώνει τις πιθανότητες να διαπιστωθεί αν αντισυμβαλλόμενος εμπίπτει σε περίπτωση αποκλεισμού πριν από τη σύναψη συμφωνίας και ματαιώνει τον κύριο σκοπό που εξυπηρετεί κατ’ αρχήν η εισαγωγή ενός συστήματος που βασίζεται στην πρόληψη.
Οι ελεγκτές συνιστούν την επέκταση του EDES σε κονδύλια που τελούν υπό τη διαχείριση των κρατών-μελών, καθώς και τη διεύρυνση του φάσματος των αντισυμβαλλομένων που πληρούν τις προϋποθέσεις αποκλεισμού ώστε να συμπεριλαμβάνονται οι συνδεδεμένες οντότητες και οι πραγματικοί δικαιούχοι. Συνιστούν επίσης καλύτερη χρήση των δεδομένων και των ψηφιακών εργαλείων.
Βάσει του δικαίου της ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι εταίροι της και οι αρχές των κρατών-μελών οφείλουν να προστατεύουν τον προϋπολογισμό της ΕΕ από περιπτώσεις απάτης και παρατυπιών. Η καταχώριση σε «μαύρη λίστα» βοηθά τους οργανισμούς να αποφεύγουν να συνάπτουν συμφωνίες χρηματοδότησης με μη αξιόπιστους αντισυμβαλλόμενους που υποβάλλουν αιτήσεις για επιχορήγηση ή προσφορά για τη σύναψη σύμβασης. Η Επιτροπή διαχειρίζεται το ένα τέταρτο των δαπανών της ΕΕ αυτοτελώς ή με εταίρους όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, και τα υπόλοιπα τρία τέταρτα από κοινού με τα κράτη -μέλη.
Το 2020, η ΕΕ κατέβαλε στο πλαίσιο συμφωνιών χρηματοδότησης περί τα 150 δισεκατομμύρια ευρώ σε γεωργούς, ερευνητές, εμπορικές επιχειρήσεις, μη κυβερνητικές οργανώσεις και άλλους παράγοντες. Ο αριθμός των αντισυμβαλλομένων που αποκλείει η ΕΕ είναι πολύ χαμηλός σε σύγκριση με τον αντίστοιχο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ και της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Καμία από τις τέσσερις χώρες που κάλυψε ο εν προκειμένω έλεγχος (Εσθονία, Ιταλία, Πολωνία, Πορτογαλία) δεν είχε θέσει σε εφαρμογή ένα ολοκληρωμένο σύστημα αποκλεισμού σχετικά με κονδύλια της ΕΕ.
Απαιτείται έλεγχος και διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα από τα κράτη-μέλη της ΕΕ.