—της Ελένης Κεχαγιόγλου—
Κάνοντας μια έρευνα σχετικά πρόσφατα στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, καθώς ξετύλιγα στην οθόνη ένα ψηφιοποιημένο καρούλι της Απογευματινής, διαπίστωσα πως τη Δευτέρα 22.11.1954 η εφημερίδα περιχαρής ανακοίνωνε την έναρξη της δημοσίευσης σε συνέχειες του αστυνομικού μυθιστορήματος Έγκλημα στα παρασκήνια από τον Γιάννη Μαρή ως «Κάτι που γράφεται διά πρώτην φοράν εις ελληνικήν εφημερίδα».[1] Η Απογευματινή είχε παράδοση στη δημοσίευση μυθιστορημάτων σε συνέχειες, μεταξύ των οποίων και δημοφιλών αστυνομικών ιστοριών γραμμένων από αμερικανούς, βρετανούς και γάλλους συγγραφείς.
Την ίδια εκείνη χρονιά, το 1954, ο Μαρής (ο οποίος βιοποριζόταν ως δημοσιογράφος) είχε ήδη γράψει για την ίδια εφημερίδα το αισθηματικό μυθιστόρημα Τρία σύγχρονα κορίτσια, ενώ όταν εμφανίστηκε το Έγκλημα στα παρασκήνια δημοσιευόταν παράλληλα και το ιστορικό μυθιστόρημά του Ματωμένοι γάμοι στην Κρήτη, το οποίο διαδραματιζόταν τον 16ο αιώνα και κάθε του επεισόδιο συνοδευόταν από μια εικόνα (ήταν, τρόπον τινά, εικονογραφημένο). Ωστόσο, το Έγκλημα στα παρασκήνια εξοβέλισε τους Ματωμένους γάμους στην Κρήτη από τη σελίδα 3 της εφημερίδας (την κατεξοχήν «λογοτεχνική σελίδα» της Απογευματινής) σε παρακάτω σελίδα, δείχνοντας έτσι και την αγάπη του κοινού της εποχής στα έργα μυστηρίου.
Εξάλλου, το καλοκαίρι της προηγούμενης χρονιάς, ο Γιάννης Μαρής δημοσίευε σε συνέχειες ένα «Αθηναϊκό αστυνομικό μυθιστόρημα» στο βραχύβιο εβδομαδιαίο περιοδικό Οικογένεια, ως πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας και με το πραγματικό του ακόμη όνομα: Γιάννης Τσιριμώκος. Ήρωάς του, όπως και του Εγκλήματος στα παρασκήνια, ήταν ο αστυνόμος Γιώργης Μπέκας, ο σταθερός έκτοτε πρωταγωνιστής στα αστυνομικά μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή. Σύμφωνα με την περιγραφή του συγγραφέα του, «Αυτός ο αστυνόμος Μπέκας ήταν άνθρωπος ντόμπρος, τίμιος, αυθόρμητος και λιγάκι πρωτόγονος». Βασισμένος στον επιθεωρητή Μαιγκρέ του Ζωρζ Σιμενόν, κοντός και υπέρβαρος, με άκομψο μουστάκι, μικροαστός και καλός οικογενειάρχης, αγαπούσε τον κινηματογράφο, μα –προς θεού? δεν διάβαζε ποίηση· τον δε Κώστα Βάρναλη (ο οποίος ήταν προσωπικός φίλος του Γιάννη Μαρή) τον είχε απλώς ακουστά. Και στα δύο μυθιστορήματα παρουσιάζεται επίσης το alter ego του Μαρή, ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Πρωινή, Γιάννης Μακρής. Τέλος, και τα δύο αυτά μυθιστορήματα μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο (όπως και πολλά άλλα έργα του Μαρή) και γνώρισαν μεγάλη επιτυχία· μάλιστα, το Έγκλημα στα παρασκήνια ?σε σκηνοθεσία Ντίνου Κατσουρίδη, με τον Αλέκο Αλεξανδράκη και με τον Τίτο Βανδή στο ρόλο του Μπέκα? κέρδισε το Βραβείο Φωτογραφίας (Αριστείδης Καρύδης-Φουκς) και Β’ Γυναικείου Ρόλου (Ζωρζ Σαρρή) στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (έπαιζαν επίσης η Μάρω Κοντού, ο Χρήστος Τσαγανέας και ο Δήμος Σταρένιος, ενώ τη μουσική είχε γράψει ο Μίμης Πλέσσας).
Ο πολυγραφότατος Γιάννης Μαρής (συγγενικό του πρόσωπο αναρωτήθηκε,
σχετικά πρόσφατα, με ειλικρινή απορία: «Μα πότε τα έγραψε όλα αυτά»;) υπήρξε ο πρωτοπόρος έλληνας συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, που δημιούργησε σχολή συγγραφέων αστυνομικών ιστοριών, οι οποίοι χρησιμοποιούν «την αστυνομική πλοκή ως πρόσχημα», όπως έχει σημειώσει ο συγγραφέας αστυνομικών και μελετητής του είδους Φίλιππος Φιλίππου. Στο ασκημένο και παρατηρητικό δημοσιογραφικό βλέμμα του Μαρή πιστώνονται η γλαφυρή ανάπλαση της ατμόσφαιρας και του περιβάλλοντος, καθώς επίσης οι ενδιαφέροντες και πειστικότατοι ήρωές του. Ήρωες, οι οποίοι κινούνται στα ακριβά προάστια της Αθήνας, στις εργατικές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά, αλλά και στην κοσμική Μύκονο· ήρωες που, αν και του λιμανιού και του σαλονιού, είναι, κατά κανόνα, άνθρωποι της «καλής κοινωνίας», καθώς και της τέχνης — διόλου άμεμπτοι ωστόσο· ήρωες, οι οποίοι δίνουν στον Μαρή την ευκαιρία να επιχειρήσει να δείξει «τη διαφθορά της αστικής τάξης» και «τον βαθμό χαλαρότητας των ηθών».[2]
Η συναρπαστική δράση των έργων του Μαρή εκτυλίσσεται σε καμπαρέ, σε θέατρα, σε κοσμικά νησιά, σε καταγώγια, σε γραφεία εφημερίδων, στα μυθικά καφενεία της εποχής, όπως το «Βυζάντιον» και το «Zonar’s», και αλλού, αναπλάθοντας μια ολόκληρη εποχή: τη δεκαετία του 1950, όπου η ελληνική κοινωνία επιχειρεί να συνέλθει από τους διαδοχικούς πολέμους και τις εθνικές συμφορές· τη δεκαετία του 1960, όπου οι κάτοικοι του άστεως διασκέδαζαν στα κοσμικά κέντρα και στους κινηματογράφους, διακόπευαν εκτός πόλης το καλοκαίρι, και επικρατούσε μια ατμόσφαιρα απελευθερωτικής ζωντάνιας (στο πλαίσιο αυτό, ο Μαρής στις ιστορίες του σχολιάζει εμμέσως τα χαλαρά ήθη και την ανευθυνότητα, κυρίως των νεότερων, που είχαν παρασυρθεί από τη μαλθακότητα της ευζωίας την οποία επιδίωκαν με κάθε τίμημα)· και τη δεκαετία του 1970, όπου το βιοτικό επίπεδο σταδιακά βελτιώνεται, η τηλεόραση εγκαθίσταται σε κάθε σπίτι, οι μπουάτ γνωρίζουν δόξες, ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις κυριαρχούν, και το αστυνομικό ανάγνωσμα ?είδος κατ’ εξοχήν λαϊκό? αντιμετωπίζεται ως παραλογοτεχνία.
Στις 13 Νοεμβρίου 1979, με το θάνατο του Γιάννη Μαρή, σε ηλικία 63 ετών, έκλεισε η πρώτη περίοδος του ελληνικού αστυνομικού, στην οποία κυριάρχησε ο Μαρής ως αγαπημένος του κοινού, αλλά διόλου αναγνωρισμένος από την κριτική. Η αναγνώρισή του θα έρθει τη δεκαετία του 1980, οπότε θα αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον για το είδος, ενώ η αστυνομική λογοτεχνία θα γίνει και πάλι επίκαιρη με την εμφάνιση μιας νέας γενιάς συγγραφέων οι οποίοι, εν πολλοίς, είναι επίγονοί του (Τιτίκα Δανέλλη, Φίλιππος Φιλίππου, Στέλιος Κούλογλου κ.ά.), ενώ τη σκυτάλη τη δεκαετία του 1990 θα παραλάβει ο Πέτρος Μάρκαρης. Η νεότερη ελληνική αστυνομική λογοτεχνία ?όπως και ο δάσκαλός της? εμφανίζει τη σύγχρονή της ελληνική πραγματικότητα και, δίχως να εγκαταλείψει τα θέματα που ανέκαθεν τροφοδοτούσαν το είδος (εγκλήματα πάθους και συμφέροντος), πραγματεύεται παράλληλα τη διαφθορά στον κρατικό μηχανισμό, τα οικονομικά σκάνδαλα, την Ιστορία.
* * *
Ο Γιάννης Τσιριμώκος (Γιάννης Μαρής), που γεννήθηκε το 1916 στη Σκόπελο και έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Λαμία, μετά τα μποέμικα χρόνια που πέρασε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε νομικά, την άνοιξη του 1943 εντάχθηκε στο ΕΑΜ και βγήκε στο βουνό. Με την απελευθέρωση ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία και άρχισε να εργάζεται, πρώτα ως κριτικός κινηματογράφου, στην εφημερίδα Μάχη, όργανο της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας, η οποία είχε εκδοθεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής από τον Ηλία Τσιριμώκο (δεύτερό του ξάδελφο). Το 1949 φυλακίστηκε στα Βούρλα στη Δραπετσώνα, μετά το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ της Μάχης (στην οποία ήταν αρχισυντάκτης) για το στρατόπεδο της Μακρονήσου· αποφυλακίστηκε τον Ιανουάριο του 1950 ύστερα από παρέμβαση της Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Από το 1953 και στο εξής, εργαζόταν στα έντυπα του συγκροτήματος Μπότση, που εξέδιδε, μεταξύ άλλων, τις εφημερίδες Ακρόπολις και Απογευματινή. Στο περιθώριο της δημοσιογραφικής του δουλειάς, την οποία ουδέποτε εγκατέλειψε, έγραψε περίπου εβδομήντα αστυνομικά (εκ των οποίων έχουν εκδοθεί αυτοτελώς σε βιβλία περίπου τα πενήντα), είκοσι σενάρια για ταινίες και δύο θεατρικά έργα, καθώς και αισθηματικά μυθιστορήματα, ιστορικά αναγνώσματα και διασκευές κλασικών μυθιστορημάτων. Φαίνεται πως ?ο επονομαζόμενος «πατέρας της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας» καθώς υπήρξε ο πρώτος συγγραφέας που συστηματικά και επί 25 χρόνια υπηρέτησε το είδος? είχε αποδεχθεί την κατάταξή του στην «παραλογοτεχνία» δεδομένου ότι το 1972 υπέγραψε, στην εφημερίδα Ακρόπολη, άρθρο με τον τίτλο: «Το αστυνομικό μυθιστόρημα του 20ού αιώνος. Πού οφείλεται όμως πραγματικά η επιτυχία του παραλογοτεχνικού αυτού είδους;».
Σήμερα, η συγγραφική αξία του Γιάννη Μαρή έχει πλέον αναγνωριστεί και από την κριτική –το αναγνωστικό κοινό δεν έπαψε ποτέ να διαβάζει τα έργα του?, έχουν επίσης εκδοθεί μονογραφίες αφιερωμένες στη ζωή, την εποχή και το έργο του. Ωστόσο, ο Μαρής και οι ποικίλες πτυχές του πλούσιου έργου του εξακολουθούν να αποτελούν πεδίον δόξης για τους ερευνητές.
[1] Στην πραγματικότητα, βέβαια, είχε προηγηθεί το 1938 η δημοσιογράφος Ελένη Βλάχου, η οποία δημοσίευσε ?στο πρωτοσέλιδο μάλιστα της εφημερίδας Καθημερινή του πατρός Βλάχου? σε συνέχειες το Μυστικό της ζωής του Πέτρου Βερίνη, το οποίο ουδέποτε εκδόθηκε αυτοτελώς σε βιβλίο. Δέκα χρόνια νωρίτερα είχε δημοσιευτεί το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα του είδους: Παύλος Νιρβάνας, Το έγκλημα του Ψυχικού, αν και επρόκειτο μάλλον όχι για καθαρόαιμο αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά για παρωδία του.
[2] Φίλιππος Φιλίππου, Το Βήμα, 14.11.1999.