Οι εμβληματικότεροι απ’ όσους δαιμονοποίησαν μέχρι σήμερα τη νομιμότητα, ήταν οι Ναζί. Μάλιστα, απέρριπταν με αποτροπιασμό, ως «ανελεύθερο» και «αιχμάλωτο του νόμου», το κράτος που εφάρμοζε το νόμο. Και αυτό, για να είναι ελεύθεροι να εγκληματούν, χωρίς «θεσμικά εμπόδια». Ήταν άλλωστε πρακτικοί άνθρωποι, αφού ήξεραν καλά ότι, χωρίς τον εξοβελισμό του νόμου, ήταν αδύνατον να επιβληθεί το απόλυτο κακό.
Η επιτυχία των Ναζί, ανέδειξε τη ναζιστική αυτή αντίληψη σε πηγή έμπνευσης για κάθε διεστραμμένο κυβερνήτη, που δεν αρκείται στις συνταγματικές αρμοδιότητες της κυβέρνησης, αλλά ερωτοτροπώντας με τον ολοκληρωτισμό, ονειρεύεται όλη την εξουσία για τον εαυτό του.
Παρ’ ότι αυτά ήταν γνωστά, εν τούτοις δεν καταλάβαμε το πόσο απειλητική για το δημοκρατικό καθεστώς, ήταν η αντίστοιχη διακήρυξη του «αυτόχθονος» πρωθυπουργού περί «θεσμικών εμποδίων», τα οποία – κατά την αντίληψή του – δεν του επέτρεπαν να ασκήσει την πολιτική του. Όπου βεβαίως, «θεσμικά εμπόδια» ήταν η ίδια η νομιμότητα και «πολιτική» του, η πρόθεσή του να καταλάβει όλη την εξουσία, καταργώντας ακόμη και την διάκριση των εξουσιών. Το συχνά επαναλαμβανόμενο άλλωστε, «πήραμε την κυβέρνηση, αλλά όχι την εξουσία», την μη υποκρυπτόμενη πρόθεσή του για κατάργηση ακόμη και της συνταγματικής νομιμότητας σήμαινε και τίποτε λιγότερο. Υπό το φως αυτών των δεδομένων, νοηματοδοτείται απόλυτα και η υπόθεση Novartis.
Πριν λοιπόν καταθέσει η κυβερνητική παράταξη στη Βουλή την πρόταση για σύσταση προανακριτικής επιτροπής ως προς την υπόθεση Novartis, ένα ήταν αδιαμφισβήτητο: Ακόμη και αν είχε διαπραχθεί πραγματικά το αδίκημα της «δωροληψίας» εκ μέρους πολιτικών προσώπων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους – παρ’ ότι δεν φέρεται να υπάρχει μέχρι σήμερα, ούτε καν ένδειξη περί της βασιμότητας της «κατηγορίας» – αυτό ήταν παραγεγραμμένο. Μάλιστα, ως προς την παραγραφή του αδικήματος της δωροληψίας, υπάρχει ομοφωνία.
Και πρώτοι απ’ όλους γνώριζαν την παραγραφή – προφανώς ως κατασκευαστές της υπόθεσης – ο πρωθυπουργός και οι αρμόδιοι υπουργοί της κυβέρνησης. Άλλωστε, το διακήρυξαν δημόσια. Επειδή όμως το γνώριζαν, ταυτόχρονα με την κατασκευή της υπόθεσης, επινόησαν και μία εναλλακτική «θεραπευτική» πανουργία. Την αποκάλυψε πρώτος ο αναπληρωτής υπουργός δικαιοσύνης κ. Παπαγγελόπουλος, απαντώντας στις αιτιάσεις περί κατασκευής παραγεγραμμένου αδικήματος, όταν είπε: «….στον νόμο περί ευθύνης υπουργών υπάγονται μόνο τα αδικήματα που τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τού υπουργού και όχι επ’ ευκαιρία αυτής». Δηλαδή μας είπε ευθέως ότι έχουν παραγραφεί, αφού υπάγονται στο νόμο περί ευθύνης υπουργών, μόνον τα αδικήματα (δωροληψίες) που διαπράχθηκαν «κατά την άσκηση των καθηκόντων» των υπουργών, όχι όμως και οι δωροληψίες που διαπράχθηκαν «επ’ ευκαιρία των καθηκόντων τους». Και ο πρωθυπουργός το επιβεβαίωσε κατά την ομιλία του στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, δηλώνοντας: «…μόνο τα αδικήματα που τελέσθηκαν κατά την άσκηση – εννοεί των καθηκόντων – παραγράφονται». Πράγμα που σημαίνει ότι το, κατά την κυβερνητική νομική θεωρία, «αδίκημα» της δωροληψίας που σχετίζεται με πράξεις και παραλείψεις οι οποίες τοποθετούνται εκτός των καθηκόντων του υπουργού, δεν παραγράφεται, αφού δεν υπάγεται στο άρθρο 86 του Συντάγματος.
Η κυβερνητική αυτή νομική θέση, επιβάλλει αναγκαστικά να απαντηθεί το ερώτημα: Υπάρχει στη νομική πραγματικότητα αδίκημα δωροληψίας για πράξεις ή παραλείψεις που δεν ανάγονται στην εκτέλεση των καθηκόντων του υπουργού, όπως το θέλει η κυβερνητική νομική θεωρία; Ο νόμος, η επιστήμη και η νομολογία απαντούν ρητά, όχι. Θα επιχειρήσουμε λοιπόν, μία στοιχειώδη σκιαγράφηση.
Το άρθρο 235 ΠΚ, το οποίο είχε εφαρμογή και επί των υπουργών μέχρι τις 7.4.2014, αφού έκτοτε η «δωροληψία» των πολιτικών αξιωματούχων προβλέπεται από το άρθρο 159 ΠΚ, ορίζει ότι διαπράττεται το έγκλημα της «δωροληψίας», όταν ο δημόσιος λειτουργός δέχεται ωφελήματα «….για ενέργεια ή παράλειψή του σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του…». Το άρθρο επίσης 159 ΠΚ, ως έχει από 7.4.2014 και εφ’ εξής, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της δωροληψίας απαιτεί παροχή ανταλλάγματος στον πολιτικό αξιωματούχο, «…..για ενέργειά του ή παράλειψη…….που ανάγεται στην εκτέλεση των καθηκόντων του».
Κατά τις σχετικές δηλαδή διατάξεις, στοιχειοθετείται το έγκλημα της δωροληψίας, μόνον υπό τον όρο ότι ο δημόσιος λειτουργός έλαβε δώρα για «υπηρεσιακές ενέργειες». Δηλαδή για ενέργειες που σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων του. Άρα, δεν προβλέπεται έγκλημα «δωροληψίας», σε περίπτωση αποδοχής ωφελημάτων από τον δημόσιο λειτουργό, για πράξεις ή παραλείψεις του εκτός των καθηκόντων του, όπως είναι και αυτές που λαμβάνουν χώρα «επ’ ευκαιρία» της άσκησης των καθηκόντων του.
Η επιστήμη έχει διαυγάσει με επαρκή ενάργεια τις σχετικές έννοιες. Ενδεικτικά:
α) «…Ως υπηρεσιακή ενέργεια νοείται κάθε πράξη ενταγμένη στον κύκλο των υπηρεσιακών καθηκόντων του υπαλλήλου, εφόσον έχει ως τέτοια συγκεκριμενοποιηθεί. Αποκλείεται λοιπόν το έγκλημα της δωροδοκίας, εάν η υπηρεσιακή πράξη για την οποία δίνονται τα δώρα δεν εμπίπτει στον κύκλο της αρμοδιότητας (τοπικής και υλικής) του υπαλλήλου….». (Μπιτζιλέκης, «Τα υπηρεσιακά εγκλήματα», σελ. 167).
β) «..πράξεις και ενέργειες που κείνται εκτός του κύκλου των καθηκόντων ή της υπηρεσίας τού υπαλλήλου, όταν δηλαδή υπάρχει παντελής έλλειψη αρμοδιότητας ή που τις εκτελεί επ’ ευκαιρία της υπηρεσιακής του ιδιότητας …δε συνιστούν αξιόποινη δωροδοκία …». (Α. Στόϊλα, σε Α. Χαραλαμπάκης, Ποινικός Κώδικας, σελ. 1603 επ., 2η Έκδοση).
γ) «Πράξεις που βρίσκονται έξω από τα καθήκοντα ή την υπηρεσία του υπαλλήλου και είναι ξένες προς αυτά, δεν αποτελούν στοιχείο δωροδοκίας, έστω και αν ο υπάλληλος τις επιχειρεί με την ευκαιρία της υπηρεσίας του ή με τη χρησιμοποίηση της ιδιότητάς του……..». (Μ. Μαργαρίτης, Ποινικός Κώδικας, σελ. 691 επ., έκδοση 2014).
Με οδηγό την υπ’ αρ. 857/1978 απόφαση της Ολομέλειας του ΑΠ και η θέση της νομολογίας είναι ταυτόσημη με αυτήν της επιστήμης. Παραθέτουμε δύο ενδεικτικά λήμματα:
I). «Το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας προϋποθέτει, ότι η πράξη, δια την ενέργεια ή παράλειψη της οποίας ο υπάλληλος απαιτεί ή δέχεται δώρα, περιλαμβάνεται στον κύκλο της αρμοδιότητας αυτού και ανάγεται στα καθήκοντά του, τα όποια είτε διαγράφονται υπό του νόμου, είτε ανατίθενται δι’ υπηρεσιακών κανονισμών, διαταγών η οδηγιών, είτε και προκύπτουν εκ της φύσεως της υπηρεσίας. … Ορθώς κηρύχθηκε αθώος ο κατηγορούμενος για παθητική δωροδοκία εν συρροή, εφόσον δεν είχε αρμοδιότητα προς ενέργεια των πράξεων για τις οποίες έλαβε δώρα». (Ολομ. ΑΠ 857/1978 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ και Ποιν.Χρον. ΚΘ.46).
ΙΙ). «Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτείται …..εκτός των άλλων:… η ενέργεια ή παράλειψή του να περιλαμβάνεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και να ανάγεται στην υπηρεσία του ……..» (ΑΠ 1925 /2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Εκτός λοιπόν του ότι τόσο ο πρωθυπουργός, όσο και οι αρμόδιοι υπουργοί γνώριζαν – καθ’ ομολογίαν τους – ότι τα αδικήματα που κατασκευάστηκαν κατά των αντιπάλων τους και εισήχθησαν στην Βουλή ήταν παραγεγραμμένα, γνώριζαν και κάτι άλλο, ακόμη πιο νοσηρό: Ότι τα εναλλακτικά αδικήματα «δωροληψίας» που επινόησαν στην θέση των παραγεγραμμένων που κατασκεύασαν, ως δήθεν δηλαδή διαπραχθέντα εκτός των υπηρεσιακών καθηκόντων των αντιπάλων τους, δεν είναι αδικήματα, αλλά εκτός νόμου αυθαίρετες επινοήσεις τους.
Δείχνουν δηλαδή απροκάλυπτα να αδιαφορούν για το νόμο, ακόμη και σε ζητήματα που έχουν λυθεί πριν χιλιάδες χρόνια! Όπως ότι δεν υπάρχει ποινικό αδίκημα, αν δεν το προβλέπει ο νόμος. Γι’ αυτό και κατασκευάζουν τέτοιο αδίκημα «δωροληψίας», εν γνώσει τους ότι δεν το προβλέπει ο νόμος. Και όχι μόνον, αλλά αναδεικνύουν τον πρωθυπουργό σε ανώτατο εισαγγελέα, ο οποίος αναλαμβάνει και δικαστικά καθήκοντα, προκειμένου να διατάξει την διαβίβαση στη Βουλή των σχετικών δικογραφιών.
Επιτυγχάνουν όμως έτσι κάτι «μαγικό». Διότι, με τον τρόπο αυτό, ο πρωθυπουργός εμφανίζεται ως απελευθερωτής της χώρας από την τυραννία του νόμου. Και απελευθερωμένοι πια από την «ομηρία της νομιμότητας», από τη μία τιμωρούν τους εχθρούς τους και από την άλλη δίνουν στον λαό την ελευθερία του, από κάθε είδους καταναγκασμούς που κουβαλάει ο νόμος.
Ειδικά μάλιστα στην υπόθεση Novartis, πραγματοποιείται αληθινή επανάσταση. Διότι, στο μέτρο που υπήρξε διαφθορά, αυτή προφανώς είναι μαζική και αφορά κάποιες χιλιάδες στελέχη στον χώρο της υγείας. Δηλαδή τον «λαό», που έχει ψήφο.
Ο «λαός» όμως πρέπει να κολακευτεί, ακόμη και στις πιο ακραίες εκδηλώσεις του διαφθοράς. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς κατασκευή υποκατάστατων ενόχων. Μετατρέποντας λοιπόν τους αντιπάλους τους σε αποδιοπομπαίους τράγους και υποκατάστατους ενόχους, κλείνουν το μάτι στη μαζική διαφθορά, την υποθάλπουν και παρέχουν ασυλία στο «λαό», με την προσδοκία της εκ μέρους του ανταπόδοσης.
Έτσι όμως το τέρας αποκτά θεσμική μορφή, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζει πια κανείς, πού τελειώνει το κράτος και πού αρχίζει το παρακράτος. Αυτή είναι η βασική οδός, που οδηγεί στην εποχή των τεράτων.