Η επαναδιαπραγμάτευση με τους εταίρους, δεν θα είναι ένας δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα. Ο πρώτος στόχος είναι να περάσουμε σε αυτή τη διαδικασία, χωρίς τον κίνδυνο χρηματοδοτικής ασφυξίας.
Η αναγνώριση του δικαιώματος της ελληνικής κυβέρνησης να διαπραγματευτεί το δικό της πρόγραμμα, συνιστά πράξη γενικότερης σημασίας για τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων εντός της Ε.Ε στη βάση της ισοτιμίας. Είναι κοινή παραδοχή ότι τα τελευταία χρόνια έχει υποχωρήσει στην Ε.Ε η διαβούλευση και ο συγκερασμός των διαφορετικών αποφάσεων που λαμβάνονται δημοκρατικά σε επίπεδο κρατών – μελών και έχει κυριαρχήσει η μεθοδολογία της λήψης των τελικών αποφάσεων στη βάση των θέσεων της Γερμανίας.
Η επαναδιαπραγμάτευση προϋποθέτει ότι η Ελλάδα θα έχει την απαιτούμενη ρευστότητα. Έναντι της παροχής αυτής της ρευστότητας μεγάλο τμήμα των εταίρων μας, με προεξάρχοντες τους Γερμανούς, ζητούν η Ελλάδα να αναγνωρίσει το υφιστάμενο πρόγραμμα και να μην επιχειρήσει τη διεκδίκηση της αλλαγής πολιτικών. Αντίθετα η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει τη διακοπή του προγράμματος και την αποδοχή μιας μεταβατικής περιόδου κατά την οποία θα διεξαχθούν οι διαπραγματεύσεις για μια νέα συμφωνία ανάπτυξης και αναδιάρθρωσης του χρέους. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο διαδικαστικό αλλά και πολιτικό, αφού η αφετηρία θα επηρεάσει σημειολογικά τις συντεταγμένες της τελικής λύσης.
Σε αυτό το πλαίσιο η Ελλάδα πρέπει να αποφύγει:
- Την παράδοση της στην απαίτηση των εταίρων για ευθυγράμμιση με τις έως τώρα ασκούμενες πολιτικές, αλλά και τον κίνδυνο να βρεθεί την 1η Μαρτίου χωρίς πλαίσιο στήριξης από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
- Την εμφάνιση της ως χώρας που θέλει να αποφύγει τις υποχρεώσεις της έναντι των δανειστών.
- Την απομόνωση της από τους δυνητικούς συμμάχους της, που θέλουν η αναρρύθμιση για την Ελλάδα να είναι ένας κρίκος στη σταδιακή αλλαγή της πολιτικής λιτότητας και όχι μια ρήξη με τους ευρωπαϊκούς κανόνες και τις θεσμικές λειτουργίες.
- Τη μέθη από ένα εσωτερικό αίσθημα ευφορίας και εθνικής ανάτασης με συνακόλουθη την αυταπάτη ότι μια ανελαστική στάση θα μας απαλλάξει από ότι μας βάραινε στο παρελθόν.
Αντιθέτως με τα προηγούμενα η χώρα πρέπει να επιδιώξει:
- Τη επίτευξη μιας συμφωνίας επί της διαδικασίας που θα της δώσει το χρονικό περιθώριο να διαπραγματευτεί ένα διαφορετικό σχέδιο προσαρμογής, γεγονός που από μόνο του θα είναι το πρώτο βήμα αλλαγής του υφιστάμενου πλαισίου.
- Την εμφάνιση των βασικών αξόνων ενός διαφορετικού ρεαλιστικού και κοστολογημένου προγράμματος δημόσιων πολιτικών, που θα αντικαταστήσει το μνημόνιο χωρίς να παραβιάζει τους κανόνες του ευρωπαϊκού συντονισμού.
Για να γίνει δυνατή η προώθηση αυτών των επιδιώξεων η χώρα μας πρέπει να πετύχει έναν έντιμο συμβιβασμό, μια τεχνική λύση ώστε η χρονική φάση της διαπραγμάτευσης για τη νέα συμφωνία να αντιμετωπιστεί ως μέρος του προηγούμενου προγράμματος, χωρίς την υποχρέωση προώθησης μέτρων που εκκρεμούν από αυτό..
Αυτός ο συμβιβασμός πρέπει να περιλαμβάνει συμφωνία στα εξής σημεία:
α) Η ελληνική κυβέρνηση θα υποβάλλει το αίτημα χρονικής παράτασης του υπάρχοντος προγράμματος με δήλωση ότι δεν θα λάβει νέα δημοσιονομικά μέτρα αλλά θα επαναδιαπραγματευθεί εντός των ευρωπαϊκών κανόνων την αλλαγή του προγράμματος και την αναδιάρθρωση του χρέους.
β) Οι εταίροι, με δεδομένη την επιβεβαίωση της συνέχισης του προγράμματος θα διασφαλίσουν τη συνέχιση της χρηματοδότησης της χώρας. Ακόμη και αν αυτό δεν μπορεί να γίνει με την καταβολή των δόσεων θα υπάρξουν άλλες λύσεις από το ευρωσύστημα (ΕΛΑ, επιστροφές κερδών από ελληνικά ομόλογα κ.α).
γ) Τα δύο μέρη θα δεσμευτούν ότι στο διάστημα των διαπραγματεύσεων :
- Αποκλείονται οι μονομερείς ενέργειες.
- Η διαπραγμάτευση θα γίνεται σε πολιτικό επίπεδο ενώ σε τεχνικό επίπεδο θα υπάρχει προετοιμασία των δεδομένων.
- Η κυβέρνηση θα προωθήσει μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των παθογενειών (διαπλοκή, διαφθορά, φοροδιαφυγή ) και θα υλοποιήσει τα κοινώς αποδεκτά μέτρα από το προηγούμενο πρόγραμμα.
- Η κυβέρνηση θα παρουσιάσει ολοκληρωμένο και πλήρως κοστολογημένο εναλλακτικό σχέδιο με στόχο να υπάρξει μια νέα συμφωνία για το πρόγραμμα προσαρμογής.
- Η απόφαση για ελάφρυνση του χρέους θα ακολουθήσει τη συμφωνία για το πρόγραμμα προσαρμογής αλλά θα είναι μέρος της τελικής συμφωνίας.
Μια τέτοια συμφωνία για την μεταβατική περίοδο δεν έχει κόστος για τους εταίρους και δεν προδικάζει το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης, ενώ δίνει σε όλους τον αναγκαίο χρόνο.
Η δέσμευση του πρωθυπουργού ότι θα εφαρμόσει την εντολή του λαού έχει μεγάλη ηθικοπολιτική σημασία. Η κυβέρνηση όμως είναι αρμόδια να εκτιμήσει τα βήματα και τους συμβιβασμούς που πρέπει να γίνουν για να ανοίξει ο δρόμος της επαναδιαπραγμάτευσης. Η κυβέρνηση πρέπει να κάνει το ωφέλιμο για τη χώρα, λαμβάνοντας υπόψη τους πραγματικούς συσχετισμούς και τα δεδομένα, που στο σύνολο τους μόνο αυτή γνωρίζει. Εξάλλου η ανταπόκριση της στις προεκλογικές δεσμεύσεις θα κριθεί από το περιεχόμενο της συμφωνίας που δυνητικά θα επέλθει στο τέλος της μεταβατικής περιόδου και για την οποία ενδεχομένως θα ήταν ορθό να ζητηθεί η λαϊκή ετυμηγορία μέσω δημοψηφίσματος.
Σε κάθε περίπτωση η λύση που θα προκριθεί δεν μπορεί να αντανακλά το δίκιο της μίας πλευράς. Για αυτό δεν είναι ορθές πρακτικές ούτε η παράδοση ούτε ρήξη. Η χώρα δεν αντέχει άλλο τη λιτότητα, όμως η εξουσιοδότηση που έχει λάβει η κυβέρνηση δεν είναι να την οδηγήσει στο χώρο του “αίματος και των δακρύων”. Απαιτείται αποφασιστικότητα, ευέλικτη στρατηγική, ανάλυση των δυνατοτήτων και βέλτιστες επιλογές με στόχο μια αξιοπρεπή συμφωνία.
Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση παίρνουν στα χέρια τους τις τύχες της χώρας. Θα έχουν μαζί τους τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών αν με ευελιξία ανοίξουν το δρόμο για επαναδιαπραγμάτευση. Θα έχουν μαζί τους μικρό μέρος της κοινής γνώμης αν κινηθούν δογματικά και ανελαστικά.
Ελπίζω, για το καλό της χώρας, ότι θα συμβεί το πρώτο. Αισιοδοξώ ότι θα επέλθει μια συμφωνία για τη μεταβατική περίοδο έστω και “όταν παίζεται ο χρόνος των καθυστερήσεων”.