Ποιος να το φανταζόταν πριν λίγα χρόνια ότι, σήμερα, θα βλέπαμε στις ΗΠΑ μια ολιστική στροφή και επανεκτίμηση της συμβολής των πολιτικών “Προστατευτισμού”…
Για την Ευρώπη δεν μας κάνει και πολύ εντύπωση, μιας και παρά την ενίσχυση νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων και κυβερνήσεων, το κοινωνικό κράτος είχε διαμορφωθεί τόσο ισχυρό και οι σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις είχαν συγκροτήσει τέτοια δύναμη “παράδοσης” και αποδοχής, από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, που ποτέ δεν είχαν απομακρυνθεί, θεσμικά, από επιλογές “Προστατευτισμού”, όποτε το έκριναν σκόπιμο οι εκάστοτε κυβερνώντες.
Εξάλλου όποτε αναφερόμαστε στην “αστική δημοκρατία δυτικού τύπου” πάντα αναφερόμαστε στις σχετικές διαφοροποιήσεις, μεταξύ της οργάνωσης των ευρωπαϊκών δημοκρατιών με αυτήν στις ΗΠΑ και εν μέρει στη Μ. Βρετανία.
Έκτοτε πέρασε “πολύς” χρόνος, γεγονότων και συνθηκών… Covid-19, εντοπισμός αδυναμιών “αυτορρύθμισης” στα συστήματα μεταφορών και διανομής αγαθών, πόλεμος στην Ουκρανία, ενεργειακή κρίση (ως αιτία ή αποτέλεσμα…), αντιπαράθεση με την Κίνα, προβλήματα στην εξέλιξη αυτής της μορφής παγκοσμιοποίησης και άλλα πολλά…
Μπορεί να χρειαστούν εκατοντάδες μελέτες, δημοσιεύσεις και βιβλία για να καταλάβουμε πως και γιατί, κάποιες προωθημένες πνευματικά κοινωνίες και ομάδες δημιουργικής σκέψης, αλλά και σοβαρών διαρθρωμένων συμφερόντων “χρονικού βάθους”, τέθηκαν αντίπαλοι του “Παρεμβατισμού” εξασφάλισης του θεμιτού ανταγωνισμού, χρησιμοποιώντας ως μοναδικό πειστικό εργαλείο τον φόβο για την ροπή στον εν δυνάμει “κρατισμό”…
Το σίγουρο είναι ότι σήμερα οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και με κάποιο τρόπο, το σύνολο των δομών της όποιας, υπονομευμένης ή υπαρκτής, διακυβέρνησης της παγκοσμιοποίησης, προκρίνει συστηματικά δράσεις “Παρεμβατισμού” για την αντιμετώπιση των αρρυθμιών της αγοράς, που όλο και περισσότερο δείχνει τα όρια αυτορρύθμισης της, αλλά και για την διευθέτηση προβλημάτων και οργάνωσης των κοινωνιών, όπως και αντιμετώπισης της ανταγωνιστικότητας των εθνικών οικονομιών.
Από πουθενά δεν φαίνεται ότι η "Δύση" έχει χάσει την αγάπη της προς την “παγκοσμιοποίηση” και την ελευθερία διακίνησης… Εκείνο που φαίνεται ότι επιδιώκεται, με την επιλογή διαφόρων μορφών “Παρεμβατικών” πολιτικών, είτε με τη μορφή θεσμοθέτησης “ρυθμιστικών αρχών” είτε με τη μορφή “επιδοτήσεων”, είναι η "μεταπαγκοσμιοποίηση". Αφορά στη διαμόρφωση μηχανισμών και πλαισίου για δημοκρατικότερη διακυβέρνηση της παγκοσμιοποίησης. Η συζήτηση επί αυτών είναι μεγάλη και ανοικτή…
Η διοίκηση Μπάιντεν, εδώ και καιρό, χτίζει τη δική της αρχιτεκτονική επιδοτήσεων. Στην Ευρώπη, οι πολιτικοί και οι επιχειρήσεις θέλουν να “προσαρμοστούν” στις σημερινές συνθήκες οι αυστηροί κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, έτσι ώστε οι κυβερνήσεις να μπορούν να υποστηρίξουν τη βιομηχανία τους πιο αφειδώς.
Οι επιλογές αυτές θα κριθούν, δεδομένου ότι αντανακλούν την ελπίδα ότι η νέα αυτή μορφή “Παρεμβατισμού” θα μπορούσε να επιτύχει εκεί που απέτυχε ο απόλυτος οικονομικός φιλελευθερισμός και να επαναβιομηχανοποιήσει την ενδοχώρα της Αμερικής και της Ευρώπης.
Τις περισσότερες φορές στις διάφορες δεξαμενές σκέψης, που επιχειρούν να τεκμηριώσουν την στροφή σε αυτήν την πολιτική, χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο το επιχείρημα ότι “… αυτή η στροφή απαιτείται για να προστατευθεί η βιομηχανική τους βάση (των οικονομιών των ΗΠΑ ή της Ε.Ε.) και να αποκρουστεί η πρόκληση από την ανερχόμενη Κίνα, αναπροσανατολίζοντας ταυτόχρονα, εκ νέου, την οικονομία σε πιο “πράσινη” ανάπτυξη…”.
Καμιά φιλοσοφική, ιδεολογική, πολιτική και σε κάθε περίπτωση ορθολογική σχολή σκέψης δεν μπορεί να δικαιολογήσει γιατί οι κρατικές επιδοτήσεις ήταν ή είναι, απριόρι, καλές ή κακές. Προφανώς υπάρχουν, εκ του αποτελέσματος, κακές ή καλές “Παρεμβατικές” πολιτικές, όπως και επιδοτήσεις.
Αυτό θα φανεί ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης κυβερνητικών επιλογών, των επιδόσεων των εθνικών οικονομιών, των συμφερόντων που εκπροσωπούν και των μηχανισμών διευθετήσεων των κοινωνικών αντιθέσεων.
Αυτής λοιπόν της μορφής ο “Παρεμβατισμός”, σωστά, θα κρίνεται στις διάφορες εκφάνσεις του από τις προθέσεις τους ,αλλά πρωτίστως από τα αποτελέσματά τους.
Χάρη στη νομοθεσία ορόσημο, που ψηφίστηκε πέρυσι, η κυβέρνηση Μπάιντεν είναι έτοιμη να ρίξει μετρητά – πιθανώς περισσότερα από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια την επόμενη δεκαετία – σε ημιαγωγούς, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και άλλες πράσινες τεχνολογίες. Οι διοικητικές υπηρεσίες και οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι στις ΗΠΑ έχουν αρχίσει να ασχολούνται με το πώς θα διανείμουν τα κονδύλια. Κάποιοι από αυτούς τους νέους κανόνες τέθηκαν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου.
Για τους συμμάχους των ΗΠΑ, στην Ευρώπη μέχρι την Ασία, είναι μια ενδιαφέρουσα στροφή που δεν μπορεί να τους αφήσει αδιάφορους. Αυτοί, με τη σειρά τους, πρέπει να αποφασίσουν, οριστικά, εάν θα πολεμήσουν τα χρήματα με χρήματα, ενισχύοντας τις δικές τους επιδοτήσεις, για να αντιμετωπίσουν τον σχετικό οικονομικό ανταγωνισμό.
Η χώρα στην οποία προσέβλεπαν, οι παγκόσμιοι υποστηριχτές τους, ως την υπέρμαχο της ηγεμονίας της “αοράτου χειρός” και του ελεύθερου εμπορίου, σαλπίζει ηχηρά για ένα μεγάλο βήμα προς τον “Προστατευτισμό”.
Είναι γεγονός για όσους παρακολουθούν, στα σοβαρά, τα διεθνή οικονομικά ότι οι ανεξάρτητες “ρυθμιστικές αρχές” από τη μια αλλά και οι επιδοτήσεις από την άλλη, αποτελούν εδώ και καιρό μέρος του οικονομικού τοπίου της Αμερικής. Παρά ταύτα όμως, τα νέα σχέδια είναι αξιοσημείωτα, τόσο για την κλίμακα τους όσο και για την έμφαση που δίνουν στην Αμερική. Το να βάλουμε ακριβή τιμή σε αυτά είναι αδύνατο, επειδή οι περισσότερες επιδοτήσεις θα δοθούν με τη μορφή εκπτώσεων φόρου, το συνολικό μέγεθος των οποίων θα εξαρτηθεί από την ποσότητα που θα παράξουν οι εταιρείες. Ωστόσο, ο σωρευτικός αντίκτυπος θα είναι τεράστιος. Δεν είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε το επίπεδο των επενδυτικών “Παρεμβάσεων” της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, αλλά είναι αρκετοί αυτοί που αναφέρουν στις εκτιμήσεις τους ότι αναμένουν έναν “οργασμό” 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως την επόμενη δεκαετία, που αν συμβεί θα είναι περίπου διπλάσιο από τις συνολικές επιδοτήσεις αυτής της δεκαετίας πριν από την πανδημία.
Η στροφή της Αμερικής προς τον “Προστατευτισμό”, υποστηρίζουν πολλοί ότι, έχει ως αιτία τον ανταγωνισμό με την Κίνα και τα σχετικά με γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς.
Δεν είναι όμως και λίγοι που τεκμηριώνουν την επιλογή του “Προστατευτισμού” από το σύνολο σχεδόν της “Δύσης”, ως το μοναδικό και αναγκαίο εργαλείο για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των συστημάτων της “αστικής δημοκρατίας δυτικού τύπου”, στην αντιπαράθεση του με την οργάνωση των κοινωνιών υπό μορφή “κρατικού καπιταλισμού” ή “αυταρχικών μορφών” διευθέτησης των αντιθέσεων στις κοινωνίες και την οργάνωση των εθνικών οικονομιών.
Η κριτική από τους συμμάχους της Αμερικής στην Ασία ήταν πιο σιωπηλή, αλλά οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, εκεί, παρακολουθούν με προσοχή τη στροφή αυτή σε “Προστατευτικού” χαρακτήρα επιλογές.
Η πιο επιφυλακτική απέναντι στην πολιτική των επιδοτήσεων του κου Μπάιντεν ήταν η Ευρώπη και σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται, εν μέρει, στην αδύναμη θέση που έχει βρεθεί από επιλογές για κοινούς σχεδιασμούς με τις ΗΠΑ.
Η ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε από τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει πλήξει σκληρά τις ευρωπαϊκές εταιρείες. Η ήπειρος έχει προσπαθήσει να αντικαταστήσει το φτηνό αέριο που διοχετευόταν με αγωγούς με ακριβό υγροποιημένο αέριο. Με τους άφθονους φυσικούς πόρους της, η Αμερική έχει πλεονέκτημα με χαμηλότερες τιμές ενέργειας. Οι νέες επιδοτήσεις ενδέχεται να της δώσουν και φθηνότερη ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η Ευρώπη χάνει ήδη επενδύσεις. Η σουηδική κατασκευαστική Northvolt επανεξετάζει το σχέδιό της για εργοστάσιο στη Γερμανία υπέρ των υφιστάμενων δραστηριοτήτων της στην Αμερική. Αν συνεχιστεί αυτή η τάση φαίνεται να υπάρχει ευρύ πεδίο ανταγωνισμού για προσέλκυση επενδύσεων εις βάρος της Ευρώπης.
Δεν είναι λοιπόν ότι ο Όλαφ Σολτς και οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες θέλουν να γίνουν “Παρεμβατικότεροι” της παρούσης Αμερικανικής διοίκησης, αλλά ότι το Βερολίνο και γενικότερα οι ευρωπαίοι είναι υποχρεωμένοι να αναζητήσουν και να προτείνουν νέα κοινά χρηματοδοτικά εργαλεία για τις χώρες της Ε.Ε.
Προς τούτο και ο συναγερμός στην Ευρώπη. Όπως αποκάλυψε το Bloomberg, ο Γερμανός καγκελάριος και το SPD έχουν έτοιμη πρόταση προς την Ε.Ε. για χαλάρωση του πλαισίου περί κρατικών επιδοτήσεων και για δημιουργία ενός νέου κοινού χρηματοδοτικού εργαλείου που θα βοηθήσει τα κράτη-μέλη να ανταγωνιστούν τις αμερικανικές επιδοτήσεις.
Αυτό βέβαια ως επακόλουθο δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει κατάθεση σκέψεων για χρήση νέων κοινών χρηματοδοτικών εργαλείων, γεγονός που θα ανοίγει παράθυρο για έκδοση κοινού χρέους, σπάζοντας, από ότι φαίνεται σε μεγάλο βαθμό, το γερμανικό ταμπού για τα ευρωομόλογα.
Το κακό νέο είναι πως η Ελλάδα, θα λέγαμε και το σύνολο του ευρωπαϊκού νότου, παραμένει απούσα απ’ αυτή τη συζήτηση που άνοιξε με ασυνήθη ταχύτητα για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Η σιωπή αυτή δεν είναι σοφή επιλογή… Το τρένο της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, άλλωστε, δεν είθισται να περνά συχνά από τα μέρη μας…