Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ στο Άγιον Όρος

Ελένη Πορτάλιου 18 Αυγ 2014

Δύο υπήρξαν στα προ μνημονίου χρόνια οι θρησκευτικοί προορισμοί του Δεκαπενταύγουστου : η Παναγία Σουμελά και η Μεγαλόχαρη της Τήνου. Καθώς εκεί συρρέει ένα λαϊκός κόσμος πιστών, άλλοι ελπίζοντας στην εξ ουρανού παραμυθία και άλλοι απολαμβάνοντας τη θεία λειτουργία ως μέρος των πανηγυριώτικων εορτών που εξανθρωπίζουν τους τιμώμενους τοπικούς αγίους, οι πολιτικοί δεν έχαναν την ευκαιρία επικοινωνίας με το δικό τους ποίμνιο – τους κατά κόσμον ψηφοφόρους τους – μακριά από τα βάσανα του καθημερινού βίου. Σκωπτικά σχόλια συνόδευαν την παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου στους δύο δημοφιλείς θρησκευτικούς προορισμούς και στο Άγιον Όρος, όπως και τα κομποσκοίνια και οι λαμπάδες της συζύγου του.

Τα τελευταία χρόνια η ανέχεια και η απελπισία μετρίασαν τις ελπίδες των πιστών για τη θεϊκή συνδρομή και οι θρησκευτικοί τόνοι, που είχαν κορυφωθεί με τον ιερό πόλεμο υπέρ της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, έπεσαν. Η Εκκλησία τηρεί αιδήμονα σιωπή για τα κατά κόσμον βάσανα του ποιμνίου της, αποφεύγει γενικά να κάνει αισθητή την παρουσία της, προσφέρει ψιχία φιλανθρωπίας σε σχέση με την τεράστια περιουσία της και την οικονομική στήριξη του κράτους, μέσω άμεσης χρηματοδότησης και φοροαπαλλαγών. Φυσικά υπήρξαν ιεράρχες που αντέκρουσαν ευθέως τη φίλα προσκείμενη στη Χρυσή Αυγή πτέρυγα της Εκκλησίας, αλλά αυτή η στάση δεν αναιρεί την ανταγωνιστική σχέση Αριστεράς και Εκκλησίας πάνω σε μείζονα ζητήματα, όπως ακριβώς η διαδικασία αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης από το επίσημο κράτος δεν αναιρεί την ανταγωνιστική σχέση ΣΥΡΙΖΑ – συγκυβέρνησης ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.

Σ’ αυτή τη συγκυρία, λοιπόν, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να επισκεφτεί μέρες Δεκαπενταύγουστου το Άγιον Όρος. Η Αυγή αντιμετώπισε το θέμα ειδησεογραφικά με σύντομες ενημερώσεις, από τις οποίες προκύπτει ότι ο Αλέξης Τσίπρας και οι συνοδοί του (Ν. Παππάς, Γ. Αμανατίδης, Μ. Λυκόπουλος) δεν συζήτησαν τίποτα ουσιώδες από τα επίδικα των σχέσεων κυβερνώσας Αριστεράς και Εκκλησίας.

Η Ελλάδα είναι ένα ανολοκλήρωτο κοσμικό κράτος – η Εκκλησία στηρίζεται από την πολιτική εξουσία, διαπλέκεται μαζί της ιστορικά και αιμοδοτείται οικονομικά με δημόσιο χρήμα. Πολύ απλά δεν ισχύει ο χωρισμός της Εκκλησίας από το κράτος, όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η θέση αυτή δεν θίγει φυσικά ούτε τη χριστιανική εκκλησία των πιστών που έχουν κάθε δικαίωμα να θρησκεύονται, όπως, άλλωστε, και οι πιστοί όλων των άλλων δογμάτων, για τους οποίους υπάρχουν κατάφορες διακρίσεις και παραβιάσεις δικαιωμάτων στη χώρα μας – αναφέρομαι στις αποδιοπομπαίες θρησκείες , όπως το Ισλάμ, και στην πυρπόληση αυτοσχέδιων χώρων λατρείας των πιστών αυτής της θρησκείας. Ανεξιθρησκεία και ισότητα δικαιωμάτων θρησκευόμενων και άθεων δεν πρόκειται να υπάρξει όσο η Εκκλησία παραμένει μέρος της κρατικής δομής και οι πολιτικοί σταυροκοπιούνται όχι ως ιδιώτες αλλά ως εκπρόσωποι της κοσμικής εξουσίας.

Προς τι, λοιπόν, η επίσκεψη του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ και της συνοδείας του στο Άγιον Όρος; Σπεύδω να πω ότι ο διάλογος ΣΥΡΙΖΑ και μοναστηριακής διοίκησης του Αγίου Όρους δεν απαγορεύεται εξ ορισμού. Το ζήτημα είναι επί ποίων θεμάτων διαλέγονται. Πάλι από την ειδησεογραφία της Αυγής πληροφορούμαστε ότι αντάλλαξαν ανέξοδες (αμπελο)φιλοσοφικές απόψεις με «ειλικρίνεια» και «σεβασμό» περί της κοινής βάσης της «αλληλεγγύης» και της «ισότητας» που τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και οι μονές έχουν εγγεγραμμένες στις σημαίες τους. Οι αναφορές στο Νίτσε και τον Ηράκλειτο – μυστήριο τι είπαν επ’ αυτών οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ – καλύτερα να μείνουν ασχολίαστες. Αυτό, όμως, που αποτελεί προσβολή όχι μόνο για τους Ζαπατίστας αλλά και για τους απανταχού της γης υποστηρικτές τους είναι η ταύτιση των κοινοτήτων των μοναχών με τις Ζαπατίστικες κοινότητες. Το σύνθημα «Όλα για όλους τίποτε για μας» χρησιμοποίησε, όπως γράφει η Αυγή, ο Αλέξης Τσίπρας για να περιγράψει τον τρόπο ζωής των πατέρων του Άθω. Τα άγια τοις κυσί, λοιπόν. Όλα για τους (φανταστικούς) ψήφους που η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει ότι θα εισρεύσουν στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δια της θρησκευτικής οδού. Ταυτόχρονα όμως – και κυρίως – διαβεβαίωση της θρησκευτικής εξουσίας του Αγίου Όρους ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και συμμάχων. Δεν χρειάζεται να διαβάζουμε πίσω από τις γραμμές, οι γραμμές παρουσιάζονται με σαφήνεια σε όλα όσα αποσιωπήθηκαν.

Ένα άρθρο του Νίκου Καρανίκα με τον τίτλο «Η Αριστερά που θα κοινωνήσει, η κοινωνία που θα αυτοκυβερνηθεί» (Αυγή 12/8) εμβαθύνει στα επίδικα που δεν συζητήθηκαν ή συζητήθηκαν χωρίς να ανακοινωθούν. Μέσα από την παράθεση ασύνδετων μεταξύ τους αναφορών – από τους Ζαπατίστας μέχρι τον Μαρξ – το άρθρο αναφέρεται στο υλικό μέρος της ιστορίας : «Η διαχείριση αλλά και η φορολογία της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι πολιτικές που θέλουν τον «κρίσιμο χρόνο» τους, τη συγκυρία, τη δυναμική της κατάστασης που θα δημιουργήσει συναίνεση και αποτέλεσμα χωρίς να προκαλέσει πόλεμο τριβής και διασπορά δυνάμεων». Και συνεχίζει με το αφορολόγητο της εκκλησίας, σε αντίθεση με το μεγάλο κεφάλαιο, ώστε να μη διασπαστεί η συμμαχία με τους πεινώντες και διψώντες δικαιοσύνη, λες και οι λαϊκές τάξεις θα σπεύσουν να υπερασπιστούν τον εκκλησιαστικό πλούτο και πλουτισμό.

Οι καταστάσεις που ζούμε είναι δυστυχώς αμείλικτες και οι αποφάσεις δεν είναι της αρμοδιότητας των επικοινωνιολόγων της Νέας Ελλάδας αλλά των πολιτικών και έχουν σκληρά ταξικά χαρακτηριστικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ, πλην των δεκάδων άλλων τεράστιων θεμάτων τα οποία πρέπει να αντιμετωπίσει, έχει μπροστά του δύο μείζονα προαπαιτούμενα της πολιτικής που διατείνεται ότι θα ασκήσει: τη διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους και τη φορολογία του πλούτου. Αλλιώς η χώρα θα συνεχίσει τον σημερινό δρόμο, με ή χωρίς ΣΥΡΙΖΑ. Κι εδώ οι σχέσεις κράτους- Εκκλησίας δεν αντιμετωπίζονται με την αγιαστούρα του πολιτικού. Τα θέματα στα οποία υποχρεούται το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να τοποθετηθεί είναι : ιδιοκτησία και φορολογία της εκκλησιαστικής περιουσίας, εκκρεμή σκάνδαλα όπως αυτό του Βατοπεδίου, έλεγχος των χρηματοδοτήσεων του Αγίου Όρους, χωρισμός της Εκκλησίας από το κράτος, Στα βασικά αυτά πρέπει να γίνουν ρήξεις. Δεν θα ήθελα να θυμίσω τον Αντώνη Τρίτση που προχώρησε στην εθνικοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και αποπέμφθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Οι καιροί αλλάζουν προς το χειρότερο. Ακριβώς γι’ αυτό τα 3.795.000 πιστών ή άπιστων φτωχών δεν μπορεί πλέον να τρέφονται με τη θεία κοινωνία. Οι έχοντες και κατέχοντες πρέπει να πληρώσουν.