Η κυβέρνηση αποδέχθηκε το βράδυ της περασμένης Κυριακής ότι έχει στερηθεί της πολιτικής της νομιμοποίησης. Ότι η παρούσα Βουλή και άρα η κυβέρνηση που στηρίζεται στην τεχνητή εμπιστοσύνη της βρίσκονται σε προφανή δυσαρμονίαπρος τη βούληση του εκλογικού σώματος.
Η διάλυση της Βουλής και η προκήρυξη εκλογών δεν είναι πράξη δημοκρατικής ευαισθησίας της κυβέρνησης, αλλά απόπειρα περιορισμού τής ούτως ή άλλως βαριάς πολιτικής βλάβης που έχει υποστεί και η οποία θα προσλάμβανε γιγαντιαίες διαστάσεις αν αποτολμούσε να αγνοήσει ή να υποτιμήσει το σαφές μήνυμα των ευρωπαϊκών και περιφερειακών εκλογών.
Ακόμη όμως και μετά την αναγκαστική επίσπευση των εκλογών, η απερχόμενη ομάδα εξουσίας επιμένει να υπονομεύει και να ευτελίζει τους δημοκρατικούς και δικαιοκρατικούς θεσμούς. Αντί η Βουλή να διαλυθεί αμέσως μετά τον δεύτερο γύρο των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών και οι βουλευτικές εκλογές να προκηρυχθούν εντός του συνταγματικά προβλεπόμενου διαστήματος των τριάντα ημερών για τις 30 Ιουνίου, άρχισαν ξανά οι φτηνές μεθοδεύσεις που προσβάλλουν βαθειά τη Δικαιοσύνη και φέρνουν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Οι εκλογές μετατίθενται για τις 7 Ιουλίου ώστε να κενωθούν στις 30 Ιουνίου οι κορυφαίες θέσεις της Δικαιοσύνης ( Πρόεδρος και Εισαγγελέας του Α.Π. ) και να μπορεί η απερχόμενη κυβέρνηση να προβεί στην επιλογή των λειτουργών που θα καλύψουν τις κενές θέσεις. Και θέλει η κυβέρνηση αυτό να συμβεί έξι ημέρες πριν τις εκλογές, με τη Βουλή να έχει διαλυθεί και το εκλογικό σώμα να αναμένει να εκφρασθεί.
Εξήγησα ήδη από το βράδυ της περασμένες Κυριακής ότι το υπουργικό συμβούλιο ασκεί την αρμοδιότητα επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, προκειμένου να διασφαλίζεται η έστω έμμεση δημοκρατική νομιμοποίηση της Δικαιοσύνης, οι αποφάσεις της οποίας εκδίδονται και εκτελούνται στο όνομα του ελληνικού λαού. Ένα υπουργικό συμβούλιο που αποδέχθηκε ότι βρίσκεται σε δυσαρμονία με το εκλογικό σώμα και πρότεινε τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών, ενώ θα έπρεπε κατά το Σύνταγμα να έχει παραιτηθεί και να έχει αντικατασταθεί από υπηρεσιακή κυβέρνηση, είναι ένα υπουργικό συμβούλιο διαχείρισης των τρεχουσών υποθέσεων που δεν διαθέτει ούτε σήμερα ούτε πολύ περισσότερο την 1η Ιουλίου ( έξι ημέρες πριν τις εκλογές ) την αναγκαία δημοκρατική νομιμοποίηση για την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Αν τις εκλογές τις διενεργούσε υπηρεσιακή κυβέρνηση, κανείς δεν θα έλεγε ότι αυτή μπορεί να επιλέξει την ηγεσία της Δικαιοσύνης έξι ημέρες πριν τις εκλογές. Όλοι θα έλεγαν ότι αυτό πρέπει να γίνει από την κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές. Το ίδιο ισχύει και τώρα που μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση διαχειρίζεται τις τρέχουσες υποθέσεις.
Μετά τον ορυμαγδό των επιστημονικών και πολιτικών αντιδράσεων που προκάλεσε η μεθόδευση της κυβέρνησης, αυτή έκανε μια πρώτη υποχώρηση, προτείνοντας στην αξιωματική αντιπολίτευση τη συναινετική και από κοινού επιλογή των δικαστικών λειτουργών που θα διοριστούν στις κορυφαίες θέσεις, με βάση και τα αποτελέσματα των ακροάσεων των προεπιλεγέντων από τον υπουργό Δικαιοσύνης ενώπιον της Διάσκεψης των Προέδρων που είναι το αρμόδιο κοινοβουλευτικό όργανο.
Με την επιστολή του υπουργού Δικαιοσύνης, η Κυβέρνηση συνομολόγησε ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα αρμοδιότητας και νομιμοποίησης του απερχόμενου υπουργικού συμβουλίου. Αντί όμως να δηλώσει απλά ότι η απόφαση θα ληφθεί από την κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές, η οποία καλό θα ήταν να λάβει υπόψη της τις συναινέσεις που είχαν διαμορφωθεί στη Διάσκεψη των Προέδρων, πρότεινε να παραβιασθεί το Σύνταγμα με ωμό και πανηγυρικό τρόπο μέσω της συνεννόησης ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ ως προς τα πρόσωπα του νέου Προέδρου και του νέου Εισαγγελέα του Α.Π. !
Την ώρα που εμείς ως πολίτες και ως εκπρόσωποι της επιστημονικής κοινότητας μιλάμε για τους θεσμούς, το Σύνταγμα και το κύρος της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της, η απερχόμενη κυβέρνηση προτείνει συνεννόηση των δυο μεγαλύτερων κομμάτων εκτός συνταγματικών προδιαγραφών. Ισχυριζόμενη ότι έχει την αρμοδιότητα της επιλογής ακόμη και έξι ημέρες πριν τις εκλογές αλλά για λόγους πολιτικής ανωτερότητας είναι έτοιμη να διαπραγματευθεί και να μοιρασθεί πολιτικά την αρμοδιότητά της αυτή με τη ΝΔ !
Μετά την κυβερνητική επιστολή και την (αυτονόητη) αρνητική απάντηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είναι πλέον προφανές ότι όλα τα δήθεν θεσμικά επιχειρήματα της κυβέρνησης είναι ψευδή και εικονικά. Είναι επίσης προφανές ότι η κυβέρνηση αντιλαμβανόμενη το θεσμικό αδιέξοδο στο οποίο οδηγήθηκε, προσπάθησε να διαφύγει με την πρόταση για δικομματική συναίνεση που δεν μπορούσε να γίνει δεκτή.
Δεν υπάρχει, ελπίζω, κανείς που να ισχυρίζεται και τώρα ότι η κυβέρνηση για λόγους θεσμικούς ευαισθησίας δεν θέλει να αφήσει για λίγες ημέρες τον Α.Π. και την Εισαγγελία του υπό τη διεύθυνση του αρχαιότερου αντιπροέδρου και του αρχαιότερου αντεισαγγελέα. Άλλωστε το 2015 και το 2018 άφησε επί μήνες κενές τις θέσεις του προέδρου του ΣτΕ και του Ε.Σ., για να μη θυμηθούμε ποσό διάστημα έμεναν κενές οι θέσεις των γενικών επιτροπών στα διοικητικά δικαστήρια και το Ε.Σ.
Η υποκριτική στάση της κυβέρνησης προσβάλλει τη Δικαιοσύνη και προσωπικά τους άξιους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς που συγκέντρωσαν ευρύτερη συναίνεση κατά τη φάση της προεπιλογής από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετά και την «αλληλογραφία» υπουργού Δικαιοσύνης – ΝΔ έχει θεσμική υποχρέωση να μη συμπράξει σε μεθοδεύσεις αλλά να διασφαλίσει την εφαρμογή του Συντάγματος και να προστατεύσει το κύρος της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της.