Ο Πρόεδρος και ο ΣΥΡΙΖΑ

Παντελής Καψής 02 Σεπ 2014

Μπορεί η σημερινή Βουλή να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας; Μπορεί και πρέπει. Για μια σειρά από λόγους που όλοι κατανοούμε.

Πρώτον, επειδή καμιά χώρα δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελε­σμα­τικά, αν κάθε τρία χρόνια προχωρά σε εθνικές εκλογές – πόσω μάλλον μια χώρα που αγωνί­ζεται να βγει από μια πεντάχρονη οικονομική κρίση και να επιστρέψει στην ανάπτυξη. Το δοκιμάσαμε το 2012 και πάρα λίγο να βρεθούμε εκτός ευρώ. Τουλάχιστον ας σεβαστούμε τον κανόνα της τετραετίας.

Δεύτερον, επειδή εκλογές σήμερα, όπως φάνηκε από τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, όχι μόνο δεν θα έδιναν λύση στο όποιο πολιτικό πρόβλημα, αλλά αντιθέτως θα οδηγούσαν σε ακυβερνησία, παρα­τετα­­μένες διαπραγματεύσεις και πιθανότατα νέες εκλογές – όπως πάλι είδαμε το 2012.

Τρίτον, επειδή κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει σοβαρά ότι μια Βουλή στη μέση σχεδόν της θητείας της δεν έχει τη νομιμοποίηση να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Πόσω μάλλον, όταν όλες οι δημο­σκο­­πήσεις δείχνουν ότι το 60% των πολιτών δεν θέλει πρόωρες εκλογές και όταν τα κόμματα που υποστηρίζουν τη θεσμική σταθε­ρό­τητα πήραν στις ευρωεκλογές περίπου 38% – περισσότερο δηλαδή από οποιονδήποτε άλλο συνδυασμό ιδεολογικά συγγενών κομμάτων που αντιτίθενται στην εκλογή Προέδρου. Μόνο στην Ελλάδα ανακαλύπτουμε ζήτημα πολιτικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης στη μέση σχεδόν κάθε κοινοβου­λευτικής περιόδου.

Για τον ΣΥΡΙΖΑ φυσικά όλα αυτά είναι λεπτομέρειες. Γιατί με το να ζητά εκλογές -θυμόμαστε το επαναλαμβά­νει διαρκώς ήδη από το 2013-, πέρα από τη φτιαχτή επίδειξη αυτοπεποί­θησης, υπηρετεί άλλους στόχους.

Πρώτον, επικοινωνιακούς: να διατηρήσει το προφίλ τού μη συστημικού κόμματος που δεν συνεργάζεται με τα κόμματα της εξουσίας.

Δεύτερον, εσωτερικής συνοχής: μπορεί κανείς να φανταστεί τι θα γινόταν στον ΣΥΡΙΖΑ αν έπρεπε να διαλέξουν υποψήφιο από κοινού με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ; Η πείρα δείχνει πως ο καλύτερος τρόπος να αποφεύγουν τον εσωτερικό αλληλοσπαραγμό είναι να βρίσκουν κοινούς εχθρούς.

Τρίτον -και πιο σημαντικό ωστόσο- είναι η εμμονή του ΣΥΡΙΖΑ σε κινήσεις τακτικής. Με μια έννοια θα μπορούσε κάποιος να πει ότι οι εκλογές στο τέλος της τετραετίας θα εξυπηρετούσαν την αξιωματική αντιπολίτευση. Η οικονομία θα έχει σταθεροποιηθεί, το αγκάθι της διαπραγμάτευσης για το χρέος θα έχει εκλείψει, το Μνημόνιο και η τρόικα -όχι φυσικά οι στόχοι για τα ελλείμματα και οι δεσμεύσεις για οικονομική εξυγίανση- θα αποτελούν παρελθόν. Η νέα κυβέρνηση κατά συνέπεια θα έχει μεγαλύτερα περιθώρια ελευθερίας να εφαρμόσει το πρόγραμμά της, αλλά και οι ψηφο­­­φόροι πιο εύκολα θα μπορούν να πάρουν το ρίσκο μιας τόσο ριζοσπαστικής και ριψοκίνδυνης επιλογής.

Ομως για τον ΣΥΡΙΖΑ σε δύο χρόνια ποιος ζει, ποιος πεθαίνει. Η πολιτική του στηρίζεται στην εκμετάλλευση της δυσαρέσκειας των ψηφοφόρων – μια εξαιρετικά ευμετάβλητη παράμετρος.

Θα είχε πραγματικά εξαιρετικό ενδιαφέρον αν ο ΣΥΡΙΖΑ, τώρα που θα μας παρουσιάσει το κυβερνητικό του πρόγραμμα, αντί μεγαλόστομων διακηρύξεων, έφερνε το φορολογικό νομοσχέδιο που προτείνει, για να δούμε -και να μετρήσουμε- πώς τετραγωνίζει τον κύκλο. Και μειώνει τα φορολογικά βάρη δηλαδή, αλλά και αυξάνει τους φόρους, σχεδόν κατά 7 δισ., έτσι ώστε να φτάσουμε τον μέσο όρο της Ευρώπης, όπως είναι ο διακη-ρυγμένος στόχος.

Δεν περιμένουμε φυσικά κάτι τέτοιο. Καμιά αντιπολίτευση δεν το έκανε στο παρελθόν, γιατί αυτοί; Κλασική παλαιοκομματική λογική. Με κερασάκι όμως το να αποκαλούν και μάλιστα εκ των προτέρων «Τσιριμώκο» όποιον τολμήσει να αποδεχθεί την υποψηφιότητα για την Προεδρία. Αυτοί και ένας ακροδεξιός υπόκο­σμος, με τον οποίο συμπλέουν σε επίδειξη αντιθεσμικής συμπεριφοράς.

Παραδόξως σε αυτή του την τακτική βρίσκει ανταπόκριση και σε ορισμένα στελέχη της ΔΗΜΑΡ. Τα οποία μας αποκάλυψαν ότι σε ενδεχόμενη εκλογή Κουβέλη θα ζήσουμε «τραγελαφικές» καταστάσεις. Γιατί; Μα επειδή θα αναγκάζεται να υπογράφει νόμους με τους οποίους διαφωνεί. Κάποιος πρέπει να τους εξηγήσει τη διαφορά του θεσμικού ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον αρχηγό κόμματος. Αν και οι ανησυχίες τους μάλλον έχουν προσωπικό, παρά θεσμικό χαρακτήρα…