Η σημερινή τρικομματική κυβέρνηση είναι ειδικού σκοπού και έχει ως στόχο της τη συνέχιση των πολιτικών που θα μας οδηγήσουν στην κατάργηση του διλήμματος Μνημόνιο- Αντιμνημόνιο και στη σταδιακή έξοδό μας στις αγορές. Το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, με την απόφασή τους να στηρίξουν αυτήν την κυβέρνηση, έδειξαν μεγάλη υπευθυνότητα, ανέλαβαν όμως και ένα μεγάλο ρίσκο. Άφησαν ελεύθερο το πεδίο στις εκ «των αριστερών» δυνάμεις να λαϊκίζουν -ακόμη περισσότερο- σε βάρος τους. Παρ’ όλο το πρόβλημα που προέκυπτε με την αποδοχή τους να είναι ο εμπνεόμενος από τα ιδανικά του εθνολαϊκισμού και των μακεδονικών συλλαλητηρίων και βαθύτατα συντηρητικός Αντώνης Σαμαράς πρωθυπουργός, έκαναν αυτό που θα έπρεπε να κάνει ο κάθε ένας που μιλάει για δημοκρατία και το εννοεί. Δέχτηκαν το αυτονόητο. Επικεφαλής αυτής της κυβέρνησης έπρεπε να είναι ο αρχηγός αυτού του κόμματος, που είχε σχεδόν διπλάσιο ποσοστό από τα άλλα δυο κόμματα μαζί.
Φυσικά, κανείς δεν περίμενε, ούτε και θα διανοούνταν να ζητήσει από τον σημερινό Πρωθυπουργό να αλλάξει σε μία νύκτα την κοσμοαντίληψή του και να τεθεί επικεφαλής μιας αντιεθνικιστικής και σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης. Κανείς όμως δεν περίμενε, αυτός, μέσα σε μία νύκτα να κλείσει τα δημόσια ΜΜΕ. Κανείς δεν φανταζόταν αυτές τις τρεις «μαύρες τρύπες» στην οθόνη των τηλεοράσεων. Κανείς δεν εδιανοείτο επίσης να φανταστεί πως από τη μία μέρα στην άλλη, στο ελληνικό ραδιόφωνο δεν θα υπάρχει κανένα πρόγραμμα που θα μεταδίδει κλασική μουσική, ακόμη-ακόμη πως θα έχανε τη φωνούλα αυτού του πιτσιρίκου, που από το Τρίτο Πρόγραμμα κάθε πρωί στις 8 συνόδευε τον πρωινό καφέ μας με το «Πάτερ Ημών».
Ο θάνατος της ΕΡΤ μπορεί να φαντάζει ξαφνικός, αλλά το μείζον είναι ο προαναγγελθείς (κατάργηση του νόμου για την ιθαγένεια, υπονόμευση του αντιρατσιστικού σχεδίου νόμου και ανάληψη νομοθετικών πρωτοβουλιών χωρίς προηγούμενη γνώση των άλλων δυο εταίρων) «ξαφνικός» θάνατος της δημοκρατίας. Η κατάργηση της ΕΡΤ, όταν από τη μια στιγμή στην άλλη, χωρίς καμία αξιολόγηση, 2600 εργαζόμενοι πετιούνται στο δρόμο, είναι ένα τεράστιο ανθρωπιστικό πρόβλημα. Χωρίς να ληφθούν υπόψη τους κάποια στοιχειώδη κριτήρια (δεξιότητες, γνώσεις, προσφορά, εμπειρία, κοινωνικές υποχρεώσεις κ.λπ.), ο Πρωθυπουργός αποφάσισε να τους απολύσει όλους και να κλείσει (έστω και αν ήταν για μία μόνο ημέρα) τα δημόσια ΜΜΕ. Αυτό, ούτε οι πιο ακραίοι νεοφιλελεύθεροι δεν το σκέφτηκαν ποτέ. Αυτό δεν είναι πυγμή, αλλά αντιδημοκρατικό θράσος.
Στην ένσταση που θα τεθεί για το ότι η τρόικα είναι αυτή που ζητάει απολύσεις, η απάντηση είναι μία. Καμία τρόικα, ούτε καν αυτή εδώ η θλιβερή τρόικα, δεν ζήτησε οριζόντιες απολύσεις χωρίς αξιολόγηση. Σε καμία δημοκρατική χώρα οι άνθρωποι δεν απολύονται οριζόντια. Παντού, σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, γίνεται κάποια αξιολόγηση. Και δεν φτάνει αυτό. Κάποιοι «σύμβουλοι» τολμούν να κομπάζουν, επειδή τάχα μου θα δοθεί αποζημίωση στους εργαζόμενους στην ΕΡΤ, ενώ κάποιοι άλλοι δεν παίρνουν.
Έχουμε ξεφύγει τελείως. Αντί να αγωνιζόμαστε για τη μη κατάργηση των στοιχειωδών κεκτημένων του ευρωπαϊκού μοντέλου εργασίας, υποστηρίζουμε κάθε κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων στο όνομα και εγώ δεν ξέρω ποιας «μεταρρύθμισης». Μάλλον ξέρω, στο όνομα μιας μεγάλης αντιμεταρρύθμισης. Στο όνομα της κατάργησης του κοινού (σοσιαλδημοκρατών και χριστιανοδημοκρατών) μεταπολεμικού μοντέλου κράτους παροχής κοινωνικών υπηρεσιών και αγαθών.
Στην άλλη ένσταση που θα τεθεί και λέει πως αυτή η ΕΡΤ δεν ήταν δημόσια, αλλά κρατική, η απάντηση είναι επίσης μία. Κάντε την δημόσια. Προτάσεις υπάρχουν. Αν ρίξουμε μια ματιά στις προτάσεις του Μόσιαλου από τον Αύγουστο του 2011 και της επιτροπής Αλιβιζάτου, θα δούμε πως ιδέες για τη μετατροπή της από κομματικό μαγαζί του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος (ή και συνασπισμού;), υπάρχουν. Αυτές τις προτάσεις τις γνωρίζω πολύ καλά, γιατί με τις μικρές μου δυνάμεις είχα συμβάλλει στο ελάχιστο στη διαμόρφωσή τους. Βούληση δεν υπήρχε τότε, από κανέναν, για να εφαρμοστούν. Σίγουρα αυτές επιδέχονται βελτιώσεων (αντί της κατάργησης, στη θέση ενός από τα τρία κανάλια θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε ένα αυτόνομο πολιτισμικό δίαυλο, όπως σ’ όλες τις πολιτισμένες χώρες της Ευρώπης-Δυτικής και πρώην Ανατολικής), αλλά δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Το μεγάλο ζήτημα εντοπίζεται στο ότι το όλο πολιτικό σύστημά μας, δεν κατανοεί την πραγματική διαφορά μεταξύ κομματοκρατικών και δημόσιων ΜΜΕ. Και δεν καταλαβαίνει γιατί ούτε αυτό, αλλά ούτε και ένα σωρό παράγοντες που λυμαίνονται τα δημόσια ΜΜΕ, έχουν συμφέρον να το καταλάβουν.
Παρ’ όλο λοιπόν που η κατάργηση της ΕΡΤ είναι ένα μεγάλο πρόβλημα, ο τρόπος που αυτός έγινε, θέτει επί τάπητος ένα ακόμη μεγαλύτερο. Για ένα τόσο μεγάλο θέμα, θα έπρεπε να υπάρχει απόφαση της πλειοψηφίας της Βουλής. Καμία δικαιολογία δεν υπάρχει για το γεγονός πως πρώτα συνέβη η κατάργηση και μετά, δήθεν, θα ζητηθεί, η συναίνεση της Βουλής.
Δεν μπορούμε να κατηγορούμε κανέναν «αγανακτισμένο», που ζητάει την κατάργηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στο όνομα της οποιασδήποτε «άμεσης» και ταυτόχρονα οι ίδιοι να στηρίζουμε πρακτικές κατάργησης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Κανένας πραγματικός φιλελευθερισμός δεν το δικαιολογεί αυτό. Καμία κομματική, επαγγελματική, προσωπική καριέρα και σκοπιμότητα δεν το δικαιολογεί. Κανένας κεντροαριστερός, σοσιαλιστής, αριστερός δημοκράτης, φιλελεύθερος σοσιαλδημοκράτης, δεν πρέπει να νομιμοποιήσει, όχι μόνο την κατάργηση της δημόσιας τηλεόρασης και ραδιοφωνίας, αλλά και την κατάργηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Γιατί τώρα, «εξυπνάκια» μου ψευδομεταρρυθμιστή, μιλάμε για την αστική αντιπροσωπευτική Δημοκρατία – με κεφαλαίο Δ. Τώρα θα φανεί ποιοι καταλαβαίνουν τι σημαίνει φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία και ποιοι δεν καταλαβαίνουν ούτε τι είναι σοσιαλδημοκρατία, αλλά ούτε και τι είναι Φιλελευθερισμός- πάλι με κεφαλαίο Φ.
Αν και εδώ και ενάμισι χρόνο (Ιανουάριος 2012) μιλώ και γράφω υπέρ ενός συνεδρίου, που θα γίνει από μηδενική βάση και θα στοχεύει στην ανασυγκρότηση του κεντροαριστερού χώρου, αν και ανέκαθεν ήμουν αντίθετος με οποιαδήποτε εκλογικής σκοπιμότητας συγκόλληση των δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, σήμερα δεν μπορούμε να περιμένουμε άλλο. Οι δυνάμεις της Κεντροαριστεράς, για λόγους ιδεολογικούς και για λόγους αυτοσυντήρησης, πρέπει να ζητήσουν την άρση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, ή το ελάχιστο, να εκπέμψουν πάλι οι πομποί και αν το αίτημά τους δεν γίνει δεκτό, να αποχωρήσουν από την κυβέρνηση. Μετά, πρέπει να κατέβουν στις εκλογές με ενωμένες τις δυνάμεις τους. Δεν υπάρχει άλλος χρόνος, αλλά νομίζω πως ακόμη υπάρχει πολιτική παρρησία.
Κατανοώ πως η αν η Κεντροαριστερά προκαλέσει εκλογές ρισκάρει την ύπαρξη της. Εξάλλου αυτό σκέπτεται ο Πρωθυπουργός και οδηγεί τα πράγματα στα άκρα. Θέλει τις εκλογές, γιατί θέλει να είναι ελεύθερος να προωθήσει τη δική του εθνολαϊκίστικη ατζέντα, καθώς και την ατζέντα του οικονομικού φιλελευθερισμού των διάφορων «Σόιμπλε». Αν όμως η Κεντροαριστερά δεν τολμήσει να ζητήσει σήμερα την ακύρωση της πράξης νομοθετικού περιεχομένου με λόγια καθαρά και σταράτα, όταν στο μέλλον γίνουν εκλογές, καθόλου δεν θα ρισκάρει την ύπαρξή της. Απλώς τότε, θα υπογράψει την ανυπαρξία της.