Η πολυγλωσσία είναι πλεονέκτημα, όταν κατέχεις μια θέση, που σε υποχρεώνει να συνεννοηθείς με συχνά “δύστροπους” αρχηγούς κρατών. Και ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ το γνωρίζει καλά. Προφανώς γι αυτό και επέλεξε να μιλήσει σε τρεις γλώσσες στους ευρωβουλευτές, από τους οποίους τελικά κατάφερε να “πείσει” την Τρίτη το μεσημέρι τους 422, έτσι ώστε να του δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης. Από τα γαλλικά πέρασε στα γερμανικά και έκλεισε με αγγλικά.
Είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο, ότι όταν μιλάς σε κάποιον στη γλώσσα του είναι εύκολο να τον κερδίσεις. Αλλά η πολυγλωσσία του νέου προέδρου της Κομισιόν μπορεί σε άλλους να δημιουργεί την καχυποψία, ότι σχετίζεται και με το περιεχόμενο.
Γιατί η υπόσχεση, που έδωσε ο πρώην πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου για μια πιο “κοινωνική Ευρώπη” αλλά και μια πιο “πολιτική Επιτροπή” δεν θα είναι απλό να υλοποιηθεί. Και να υλοποιηθεί μάλιστα συμβιβάζοντας τόσο διαφορετικές επιθυμίες. Από τη μια η Γαλλία και η Ιταλία, που απαιτούν την τόνωση της ανάπτυξης και από την άλλη η Γερμανία, που θεωρεί ότι καλά διαχειριστήκαμε την κρίση με “ευαγγέλιο” την λιτότητα. Και στην απέναντι όχθη οι ιδιαιτερότητες μιας Βρετανίας, που σκέφτεται πια μεγαλόφωνα το μέλλον της εκτός ΕΕ.
Θα χρησιμοποιήσει λοιπόν απέναντι σε όλους την ίδια σκληρή γλώσσα, για να τους κάνει να καταλάβουν ότι το ευρωπαϊκό εγχείρημα είναι κάτι από το οποίο, “όλοι μαζί κερδίζουμε και όλοι μαζί χάνουμε”; Η θα ενδώσει στον πειρασμό της “πολυγλωσσίας”, χρησιμοποιώντας κάθε φορά και άλλη γλώσσα, αναλόγως του συνομιλητή του; Αυτό είναι και το μεγάλο ερώτημα, που μένει αναπάντητο μετά την εκλογή του, αλλά θα πρέπει να απαντηθεί με σαφήνεια τους επόμενους μήνες.
Το εγχείρημα θυμίζει πράγματι ριψοκίνδυνη ακροβασία, για έναν πολιτικό, που πολλοί από τους μεγάλους της Ευρώπης έτσι κι αλλιώς περισσότερο τον ανέχτηκαν παρά τον στήριξαν. Και πιθανώς σε αυτούς να απευθυνόταν ο Γιούνκερ, όταν έλεγε ότι “το μεγαλύτερο ρίσκο είναι να φοβάσαι να πάρεις ρίσκα”. Και ανέσυρε από την ιστορία τολμηρές προσωπικότητες Ευρωπαίων πολιτικών από άλλες δεκαετίες, δίνοντας έμφαση σε εκείνες του 80 και του 90, τότε που το τέλος του ψυχρού πολέμου δημιουργούσε την “χάρτινη” ευφορία μιας ελεύθερης Ευρώπης όπου οι ελεύθερες αγορές θα βρίσκουν από μόνες τους λύσεις σε όλα χάρις στην αυτορύθμιση.
Αλλά ακριβώς επειδή αυτή η ευφορία ήταν “χάρτινη”, δεν αρκεί πια να επικαλείται κανείς τους μεγάλους οραματιστές του παρελθόντος. Ούτε να αραδιάζει υποσχέσεις για τεράστια ποσά που ΘΑ επενδυθούν σε δίκτυα και ψηφιακές τεχνολογίες. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, που βασανίζονται από την ύφεση και την ανεργία περιμένουν να δουν γρήγορα αποτελέσματα από αυτόν τον ιδιότυπο “μεγάλο συνασπισμό”, που έδωσε τα πρώτα δείγματα γραφής και στο Ευρωκοινοβούλιο.
Η Ευρώπη χρειάζεται “φρεσκάρισμα”. Το ομολογούν πια όλοι. Η εκλογή του υποψηφίου, που πήρε τις περισότερες ψήφους στις ευρωεκλογές δίκαια θεωρείται ως ένα θετικό πρώτο βήμα. Αλλά δεν είναι και το άλμα, που χρειάζεται για να ξεφύγει η Ευρώπη από ένα βαλτωμένο τοπίο. Η “αναγέννηση της ευρωπαϊκής ιδέας” θα χρειαστεί πολλά περισσότερα. Ο Γιούνκερ αναγκάστηκε να υποσχεθεί πολλά σε πολλούς για να μπορέσει να συγκεντρώσει την πλειοψηφία που χρειαζόταν. Χρειάστηκε να μιλήσει σε πολλές γλώσσες και με πολλά… λεξιλόγια για να βρει συμμάχους και αριστερότερα της Χριστιανοδημοκρατίας. Τώρα πρέπει να αποδείξει ότι όχι μόνο ξέρει να χειρίζεται καλά τις γλώσσες αλλά και τις εξουσίες που του δίνει το νέο του αξίωμα. Ως τότε οι αμφιβολίες των περισσότερων Ευρωπαίων πολιτών θα τον συνοδεύουν.