Από την αρχή, που η πανδημία του κορωνοϊού άρχισε να εξαπλώνεται στις ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ αρνήθηκε κατηγορηματικά και πεισματικά να φορέσει προστατευτική μάσκα.
Η άρνησή του συνοδεύτηκε από πολιτικοποίηση του θέματος. Δήλωσε ρητά ότι όσοι φοράνε μάσκα το κάνουν για να δείξουν ότι τον αποδοκιμάζουν. «Δεν θα σας δώσω την ικανοποίηση να δείτε δημόσια το πρόσωπό μου καλυμμένο» δήλωσε στους εμβρόντητους δημοσιογράφους. Πρόσθεσε δε ότι είναι αδιανόητο να φοράει μάσκα όταν συναντά «προέδρους, πρωθυπουργούς, δικτάτορες, βασιλιάδες, βασίλισσες».
Η στάση του αυτή έδωσε το έναυσμα για έναν αδυσώπητο πολιτισμικό πόλεμο (culture war). Το να φοράει κανείς, ή όχι, μάσκα μετατράπηκε σε δήλωση πολιτικής ταυτότητας. Σημαίνον και σημαινόμενο αποκολληθήκαν. Επιχειρήσεις ανήρτησαν επιγραφές ότι όσοι φορούν μάσκα δεν είναι ευπρόσδεκτοι στα καταστήματά τους. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πλημμύρισαν με ακτιβίστριες και ακτιβιστές που υποστήριζαν ότι το να φοράει κανείς μάσκα είναι στέρηση ελευθερίας, κατηγορώντας όσους τη φοράνε ότι είναι «γ@@@μένα Δημοκρατικά γουρούνια». Στη Φλόριντα, κάποιοι προσέφυγαν στα δικαστήρια υποστηρίζοντας ότι η υποχρεωτική μάσκα καταπατά συνταγματικά δικαιώματα. Επίσης στη Φλόριντα, μια αντιεμβολιάστρια έστειλε την 17χρονη κόρη της σε πάρτι χωρίς μάσκες (παρότι όταν ήταν μικρή είχε προσβληθεί από καρκίνο) με αποτέλεσμα να μολυνθεί από τον ιό. Την κράτησε στο σπίτι, προσπάθησε να τη θεραπεύσει με υδροξυχλωροκίνη, με αποτέλεσμα η κόρη της να καταλήξει. Κάποιοι άλλοι, στο Τέξας, διαδήλωναν κατά της «ιατρικής τυραννίας». Πολλές επιχειρήσεις, που ζητούσαν από τους πελάτες τους να φοράνε μάσκες, έκλεισαν ύστερα από μπαράζ επιθέσεων από ακτιβιστές. Στο Μισισίπι, προπύργιο των Ρεπουμπλικάνων από το 1972 (με εξαίρεση το 1976 που κέρδισε ο Τζίμι Κάρτερ), οι συνεδριάσεις του τοπικού Κοινοβουλίου, χωρίς μάσκες, είχαν ως αποτέλεσμα 26 βουλευτές να προσβληθούν από τον ιό. Η χώρα κόπηκε στα δύο, παρά τις προειδοποιήσεις όλων των ειδικών ότι το να φοράει κανείς μάσκα, ιδίως σε κλειστούς χώρους, είναι το πλέον αποτελεσματικό μέσο παρεμπόδισης της διάδοσης του κορωνοϊού.
Οι Δημοκρατικοί προσπάθησαν να αντιδράσουν σε αυτή την παράνοια. Ο προεδρικός υποψήφιος Τζο Μπάιντεν τόνισε ότι «το να φοράει κανείς μάσκα είναι μια πατριωτική πράξη» ενώ όλα τα κορυφαία στελέχη τους προσπαθούσαν να επαναφέρουν την κοινή λογική σε μια χώρα που είχε εμπλακεί σε μια αδιέξοδη μάχη ταυτοτήτων.
Ενώ φαινόταν ότι αυτή η διαμάχη θα συνεχιζόταν μέχρι τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, μερικά κορυφαία στελέχη των Ρεπουμπλικάνων αντιλήφθηκαν το αδιέξοδο αυτής της ρητορείας, όπως και το πόσο επικίνδυνη ήταν σε μια χώρα που συνεχίζει να πλήττεται σοβαρά από την πανδημία. Αντιλήφθηκαν ότι αυτό θα κόστιζε ανθρώπινες ζωές. Δειλά στην αρχή ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς εμφανίστηκε με μάσκα σε επίσκεψη στο σκληρά πληττόμενο Τέξας. Ο Μιτς Μακόνελ, επικεφαλής της πλειοψηφίας των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία, δήλωσε ότι «δεν πρέπει να αισθανόμαστε στιγματισμένοι όταν φοράμε μάσκα». Ο Κέβιν Μακάρθι, επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, είπε ότι «οι Αμερικανοί πρέπει να δείξουν τον πατριωτισμό τους φορώντας κόκκινες, λευκές και μπλε μάσκες».
Ο Τραμπ έλαβε το μήνυμα. Πρώτα δήλωσε στο Fox Business Network ότι «είμαι υπέρ της μάσκας. Αν βρισκόμουν σε στενή επαφή με ανθρώπους ασφαλώς και θα τη φορούσα» και στη συνέχεια, το Σάββατο 12 Ιουλίου, εμφανίστηκε δημόσια, για πρώτη φορά, φορώντας μάσκα.
Μια μεγάλη συμβολική νίκη του ορθολογισμού.
Πηγή: www.tanea.gr