«Ελλάδα Βέμπο μου και Μέριλι Μονρόε, Ελλάδα Ελύτη μου και Εντγκαρ Αλαν Πόε, Ελλάδα μάγισσα παρθένα και τροτέζα μου…» Οσοι έτυχε να ακούσουν τη φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου να τραγουδάει τους ως άνω στίχους και αναρωτήθηκαν ποια η σχέση της Βέμπο με τη Μέριλιν και του Οδυσσέα Ελύτη με τον δημιουργό του «Αναμπελ Λι», σημαίνει ότι δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβουν τι εστί Ελλάς. Δεν είχαν την ευαισθησία να γευθούν τη μαγεία της άσκοπης παρόλας, η οποία στόχο έχει τη δημιουργία ατμόσφαιρας ελαφρώς αισθησιακής, ως η Μέριλιν, βαρύτατα και καταθλιπτικώς διανοουμένης, ως ο Πόε, αμιγώς ελληνικής, ως ο Ελύτης, και κάπως νοσταλγικής, ως η Βέμπο. Δεν γεύθηκαν τον απέραντο χυλό της καλλιτεχνικής αφασίας του ό,τι να ’ναι, που μονοπώλησε τα γούστα στα χρόνια της τρέλας.
Στη συνταγή όλα χωρούσαν. Ολα; Μα όλα. Και ο Σεφέρης, και ο Ελύτης, και η Μελίνα, και ο Καραγκιόζης, και ο Μακρυγιάννης, και ο Ρίτσος, και το ρεμπέτικο, και το ποιοτικό, και ο Μπέκετ, και η επιθεώρηση, και ό,τι άλλο έβγαζε στην επιφάνεια τα πάθη και τους καημούς της «τροτέζας που θα ’θελε να είναι παρθένα», ή της παρθένας που θα ήθελε να της δοθεί η χάρη να γίνει τροτέζα επιτέλους. Γιατί όλα έπαιζαν στα χρόνια της τρέλας, και όλοι τα ήθελαν όλα. Και η διανοούμενη πρωτοπορία ονειρευόταν να γεμίζει το θέατρο με μάζες και οι μαζικοί διασκεδαστές δεν έπεφταν να κοιμηθούν αν δεν είχαν ρίξει δυο-τρεις αλήθειες στο πολυπληθές κοινό τους. Και χρήμα να βγάλουμε και πνεύμα να καταναλώσουμε.
Οπου και η διαφορά της δικής μας Ελλάδας από την παλαιότερη. Διότι την δεκαετία του πενήντα υπήρχε ο Σακελλάριος, υπήρχε και ο Κουν. Οπου ο Κουν έπαιζε Μπέκετ στο Υπόγειο της Σταδίου και δεν ζήλευε τις μάζες που πήγαιναν να δουν Σακελλάριο. Και ο ένας και ο άλλος ταλαντούχοι στο είδος τους. Και ποτέ δεν είπε ο Σακελλάριος πως κάνει την ίδια δουλειά με τον Κουν. Στα χρόνια της τρέλας, όμως, ο Λαζόπουλος ανέλαβε τον ρόλο του πνευματικού καθοδηγητή των μαζών που το φάντασμα του Κουν ονειρευόταν να γεμίσουν το θέατρό του.
Οι σκέψεις αυτές μου ήρθαν στο μυαλό διαβάζοντας το ρεπερτόριο του Εθνικού που ανακοίνωσε ο νέος καλλιτεχνικός του διευθυντής, Σωτήρης Χατζάκης. Οπου ο Λαζόπουλος και ο Φιλιππίδης θα αναλάβουν τον ρόλο του κράχτη για την κρατική σκηνή και ο Ο’ Νιλ και ο Δάντης θα επιτελούν τον ευγενή ρόλο του ξεκαρφώματος. Μια και ο λόγος για τον οποίον υπάρχει η κρατική σκηνή είναι, εκτός των άλλων, και παιδευτικός. Ο δε πρόεδρος του Δ.Σ. και συνεργάτης του κ. Χατζάκη Σταύρος Ξαρχάκος φέρεται να είπε «ή ο Λαζόπουλος ή εγώ» και υπέβαλε την παραίτησή του. Υποθέτω ότι κάποτε, κάποιοι, αν ακόμη υπάρχει κάποια Ελλάδα για να ενδιαφερθούν ιστορικοί ή ανθρωπολόγοι, θα κρίνουν ώς ποιο σημείο η αντιμετώπιση της παιδείας ως σημαία ευκαιρίας ευθύνεται για την πανωλεθρία του έθνους. Εκείνο όμως που μπορούμε από τώρα να συμπεράνουμε είναι ότι ο χυλός των ετών της τρέλας, όπου όλοι θεωρούσαν εαυτούς άξιους για όλα, μας στέρησε την κρίση που θα μας επέτρεπε να συνειδητοποιήσουμε τι είναι αυτό που μας συμβαίνει σήμερα. Διότι είναι βέβαιον ότι πολλοί θαυμαστές του Λαζόπουλου, και πρώτος απ’ όλους ο κ. Χατζάκης, αγανακτούν με τον διορισμό του κ. Παπουτσή στην Παγκόσμια Τράπεζα μην μπορώντας να αντιληφθούν ότι πρόκειται για συμπτώματα της ίδιας ασθένειας, της καταστροφής του πνευματικού ανοσοποιητικού συστήματος της κοινωνίας. Το Εθνικό Θέατρο δεν υπάρχει για να στήνει λαϊκά θεάματα. Υπάρχει για να υπερασπίζεται αξίες τις οποίες η κοινωνία τις θεωρεί τόσο σημαντικές και τις προστατεύει από τους κινδύνους του ανταγωνισμού. Και πάντως το Εθνικό δεν υπάρχει για να ανταγωνίζεται την τηλεόραση. Θα μου πείτε, έχει και ο επαρχιωτισμός τα δικαιώματά του.