O Πιο Σκληρός Απρίλης

Βασίλης Καπετανγιάννης 23 Απρ 2020

Η τελευταία πράξη του Εμφυλίου. 50 χρόνια μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967


«Επεί δε σκοπούμεν εκ τίνων αι στάσεις γίγνονται και αι μεταβολαί περί τας πολιτείας, ληπτέον καθόλου πρώτον τας αρχάς και τας αιτίας αυτών. Εισί δη σχεδόν ως ειπείν τρεις τον αριθμόν, άς διοριστέον καθ? αυτάς τύπω πρώτον. Δει γαρ λαβείν πώς τε έχοντες στασιάζουσι και τίνων ένεκεν και τρίτον τίνες αρχαί γίνονται των πολιτικών ταραχών και των προς αλλήλους στάσεων».

«Επειδή δε αντικείμενον της ερεύνης ημών είναι να καθορίσωμεν εκ τίνων λόγων προέρχονται αι μεταβολαί και αι στάσεις εν τοις πολιτεύμασιν, ας λάβωμεν κατά πρώτον τας καθ? όλου αρχάς και αιτίας των. Είναι δε αύται, γενικώς ειπείν, τρεις τον αριθμόν, τας οποίας ας καθορίσωμεν εν ιδιαιτέρω κατ? αρχήν σχεδιαγράμμασι. Οφείλομεν τουτέστι να εξακριβώσωμεν ποία κατάστασις πραγμάτων δίνει αφορμήν εις στάσιν, τίνα αντικείμενα επιδιώκουν οι στασιάζοντες και τρίτον πώς γίνεται η αρχή των πολιτικών ταραχών και των προς αλλήλους στάσεων».

Αριστοτέλης, «ΠΟΛΙΤΙΚΑ». Βιβλίο V, Κεφ. II.

Μετάφραση Παναγής Λεκατσάς, «Ι. Ζαχαρόπουλος», Αθήνα (χωρίς χρονολογία)



http://vk.compress.to/wp-content/uploads/2017/10/-1-300x225.jpg 

H Σπουδάζουσα της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη στη Δ΄ Μαραθώνια Πορεία (την τελευταία πριν από το πραξικόπημα) στις 22/5/1966, στην Αγία Παρασκευή. Προηγείται τεράστιο πορτρέτο του Σωτήρη Πέτρουλα (1943- 1965), μέλους της Νεολαίας, φοιτητή Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ), που έπεσε θύμα της επίθεσης της Αστυνομίας κατά της μεγάλης διαδήλωσης στις 21 Ιουλίου 2015, στη διασταύρωση Σταδίου και Χρήστου Λαδά.


Αποτελεί εθνική συνήθεια η έμμονη ενασχόληση με επετείους αποφράδων ημερών, όπως το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, πριν από 50 χρόνια, σε ημέρα ακριβώς αντίστοιχη με την εφετινή. Υπάρχει, όμως, και μια θετική πλευρά, κυρίως αν οι «επέτειοι» αυτές μπορούν να αποτελέσουν αφορμές βαθύτερου πολιτικού προβληματισμού, κάποιας ιστορικής νεκροψίας τρόπον τινά, από την οποία μπορούν να αντληθούν ορισμένα διδάγματα. Μάταιος κόπος, κατά κανόνα, διότι η ιστορία διδάσκει μόνο αυτούς που θέλουν να διδαχτούν καθ? όσον οι ερμηνείες που επικρατούν, μέχρι την ανατροπή τους, αναπόφευκτα επηρεάζουν την εκάστοτε «τωρινή» πολιτική πραγματικότητα, ιδιαίτερα όταν ακόμα επιβιώνουν οι γενιές, άτομα και συλλογικότητες που είτε «έζησαν» τα γεγονότα είτε προβαίνουν σε διαρκείς αναθεωρητικές ερμηνείες. Κάθε άλλο, βέβαια, παρά αμελητέα και αδιάφορα είναι είτε οι προσωπικές αφηγήσεις είτε ατομικά και συλλογικά βιώματα, πόσο μάλλον οι συλλογικές, κομματικές αναλύσεις και αναθεωρήσεις, που συνήθως δεν γίνονται υπό το φως νέων στοιχείων ή νέων ερμηνευτικών σχημάτων αλλά υπακούουν στη σκοπιμότητα αυτο-δικαίωσης ιδεολογικών και πολιτικών επιλογών του χτες και του σήμερα1.

Στο σημείωμα που ακολουθεί δεν πρόκειται να παραθέσω αναλυτικά και χρονολογικά διάφορα γεγονότα. Αυτά καταγράφονται επαρκώς σε πλήθος βιβλίων και άλλων πηγών, που θα προσπαθήσω ελλειπτικά να αναφέρω στο ξεχωριστό Βιβλιογραφικό Σημείωμα. Με την πάροδο του -χρόνου; προσωπικές αφηγήσεις και διάφορες πολύ σημαντικές μελέτες στο εσωτερικό και το εξωτερικό, στηριγμένες σε πρωτογενές αρχειακό υλικό αλλά και με τις δικές τους ερμηνευτικές αρχές, ανέδειξαν πολλές και ενδιαφέρουσες πτυχές, όχι μόνο για τους επαγγελματίες ιστορικούς και θεράποντες των κοινωνικών επιστημών αλλά και για τον μέσο, ενημερωμένο αναγνώστη.



ΞΗΜΕΡΩΜΑΤΑ

Πριν πενήντα χρόνια, λοιπόν, στις 20 Απριλίου 1967, Πέμπτη βράδυ, στα γραφεία της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ), Αριστείδου 6, είχε οργανωθεί «ακτίφ» στελεχών (σύμφωνα με την κομματική ορολογία) της Σπουδαστικής Οργάνωσης της «Νεολαίας Λαμπράκη»2 με εισηγητή τον γενικό γραμματέα, Τάκη Μπενά.

Η ηγεσία-της ΕΔΑ έκρινε ότι ο κίνδυνος «εκτροπής» υπό τη μορφή στρατιωτικού πραξικοπήματος, που επανειλημμένα επανερχόταν κατά τη διάρκεια της πολιτικής κρίσης (1965-1967) με διάφορες προειδοποιήσεις, εμφανείς και αφανείς, είχε μάλλον απομακρυνθεί, καθώς η χώρα βάδιζε προς εκλογές. Ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε αιφνίδιος αναθέσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον πρόεδρο της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (ΕΡΕ) Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Καθώς, όμως, η νέα κυβέρνηση δεν εμφανίστηκε καν στη Βουλή για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, διότι ήταν εμφανές από τις τοποθετήσεις των κομμάτων ότι δεν είχε καμιά πιθανότητα, η Βουλή διαλύθηκε και οι εκλογές προκηρύχτηκαν για την 28η Μαΐου.

Η προεκλογική εκστρατεία θα άρχιζε με μεγάλη συγκέντρωση της Ένωσης Κέντρου στη Θεσσαλονίκη, την Κυριακή 23 Απριλίου, όπου ετοιμαζόταν τεράστια υποδοχή στον «Γέρο της Δημοκρατίας», τον αειθαλή ηγέτη του κόμματος Γεώργιο Παπανδρέου3.

Από την πλευρά της η ΕΔΑ, που ανησυχούσε σφόδρα για την εκλογική της επιρροή, θα άρχιζε την προεκλογική της εκστρατεία από το Βόλο, με ομιλητή τον πιο έξοχο κοινοβουλευτικό ηγέτη της, τον Ηλία Ηλιού4. Προετοιμαζόταν μεγάλη πομπή προς την πρωτεύουσα της Μαγνησίας, γενέτειρα πόλη μου, και η Αλέκα άρχισε από εκείνο το βράδυ, εάν θυμάμαι καλά, να μαζεύει ήδη συμμετοχές. Φυσικά, ήμουν από τους πρώτους.

Θα πρέπει η συνάντηση να τέλειωσε μετά τα μεσάνυχτα. Κατηφόρισα προς την Ομόνοια. Ήταν μια ωραία ανοιξιάτικη βραδιά και το Πάσχα πλησίαζε. Έμενα τότε στο Αιγάλεω. Οι συγκοινωνίες τέτοια ώρα είχαν σταματήσει. Ορισμένα «πειρατικά», όπως τα έλεγαν, ταξί που στάθμευαν εκεί έκαναν το δρομολόγιο των λεωφορείων με 5 δραχμές, εάν δεν με απατά η μνήμη μου, αλλά περίμεναν μέχρι να πληρωθούν όλες οι θέσεις. Θα πρέπει να περιμέναμε μέχρι τις 2 για να ξεκινήσουμε. Την ίδια ώρα, ξεκίνησαν και τα άρματα μάχης του ταξιάρχου Στυλιανού Παττακού, εκ των πρωτεργατών του πραξικοπήματος και ηγετικών στελεχών της στρατιωτικής χούντας, από το Γουδί για να καταλάβουν καίριες θέσεις στην πρωτεύουσα. Το σχέδιο των πραξικοπηματιών για τψν κατάληψη της εξουσίας και την κατάλυση της Δημοκρατίας είχε τεθεί σε εφαρμογή.

Την επομένη, Παρασκευή 21 Απριλίου 1967, κατά τις 6.30 το πρωί, κάποιος γείτονας που γνώριζε την πολιτική μου δραστηριότητα χτύπησε το κουδούνι της πόρτας παρατεταμένα και μας ξύπνησε. «Σήκω», μου είπε αναστατωμένος. «Βάλε το ραδιόφωνο, έχουμε δικτατορία». Πράγματι, άνοιξα το ραδιόφωνο που μετέδιδε στρατιωτικά εμβατήρια, την απαγόρευση της κυκλοφορίας, το διάγγελμα της χούντας για την κήρυξη της χώρας σε «κατάσταση πολιορκίας» και την αναστολή βασικών άρθρων του Συντάγματος του 1952. Ως φοιτητής της Νομικής δεν χρειαζόμουν περισσότερα για να καταλάβω τι είχε συμβεί. Ο φίλος και συμφοιτητής μου, Γιάννης Καούνης, που ήρθε μετά τις 8 π.μ. να με ειδοποιήσει και να τα πούμε, δεν με βρήκε σπίτι. Είχα φύγει.

Είχαμε μπει στο σκοτεινό τούνελ, στο «γύψο» της επτάχρονης δικτατορίας, που κατέρρευσε στις 23 Ιουλίου 1974, πνιγμένη στο αίμα της Κύπρου.5

Η Καθημερινή της 21 ης Απριλίου πρόλαβε στην έκδοσή της να δημοσιεύσει ένα πρωτοσέλιδο μονόστηλο με τίτλο «Την 2αν πρωϊνήν εξερράγη Στρατιωτικό Κίνημα». Το σχετικό ρεπορτάζ έκανε λόγο για συλλήψεις πολιτικών ανδρών αναφέροντας επίσης ότι «την 2.30 πρωϊνήν δύναμις τεθωρακισμένων κατέλαβεν το Κέντρον των Αθηνών».


ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΙΝΗΤΡΑ

http://vk.compress.to/wp-content/uploads/2017/10/-2-300x225.jpg 

1970. Αριστερά ο Βασίλης Καπετανγιάννης, «τυφεκιοφόρος του εχθρού» στη διάρκεια της χούντας, στο Σιδηρόκαστρο. Ανάπαυλα σε στρατιωτική άσκηση. Στο μέσον, ο Μουσταφά Μουσταφά, από το χωριό Κικίδιο της Κομοτηνής.


Όταν το φθινόπωρο του 1973 βρέθηκα στο Λονδίνο6, οι προσωπικές εμπειρίες και το πολιτικό ενδιαφέρον αποτέλεσαν σοβαρά κίνητρα για να διερευνήσω τα θεμελιώδη αίτια του πραξικοπήματος, προσπάθεια που τελικά κατέληξε σε διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, το 1986, πιστεύω από τις πρώτες μελέτες στο θέμα αυτό.7 Αυτονόητο πρέπει να είναι ότι η αξιοποίηση των διαθέσιμων στοιχείων8 και των θεωρητικών, ερμηνευτικών εργαλείων βαρύνουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τέτοιων μελετών, αλλά και προσδιορίζουν ταυτόχρονα τα όρια των προσεγγίσεων. Κάθε εποχή έχει τις δικές της θεωρητικές διαμάχες. Ερμηνείες και πολιτικές στάσεις απέναντι στα ιστορικά γεγονότα είναι στενά συνυφασμένες με αξιολογικές κρίσεις. Η συμφωνία για την ακρίβεια των γεγονότων δεν είναι συνήθως αδύνατη, μολονότι το «γεγονός», από ιστορική άποψη, οικοδομείται και «κατασκευάζεται». Οι διαφορές εντοπίζονται στην οπτική γωνία, στα θεωρητικά υποστυλώματα των ερμηνευτικών σχημάτων και τις αξιολογικές κρίσεις. Η δική μου στάση ήταν σαφής. Ενδιαφερόμουν πρωτίστως για το ανεκτίμητο και αναντικατάστατο «αγαθό» της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ως μέγιστο επίτευγμα των σύγχρονων πολιτισμένων κοινωνιών και ως κορυφαίο πολιτικό διακύβευμα των αγώνων της δεκαετίας του 1960 στην Ελλάδα. Ήθελα να διερευνήσω τα αίτια της κατάλυσης ακόμα κι ενός ατελούς, αυταρχικού και προβληματικού δημοκρατικού κοινοβουλευτικού συστήματος, «καχεκτικού» σύμφωνα μ? έναν ορισμό.9

ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

Πενήντα χρόνια από την 21η Απριλίου 1967, η βιβλιογραφία έχει σαφώς εμπλουτιστεί τόσο για την προδικτατορική περίοδο όσο και για το πραξικόπημα και το δικτατορικό καθεστώς. Στην επέτειο των 30 χρόνων έγινε η πρώτη προσπάθεια συλλογικής αποτίμησης σε σχετικό συνέδριο10. Είναι βέβαιο ότι η ιστορική έρευνα θα συνεχιστεί κι ότι θα αποπειραθεί νέες αποτιμήσεις.

Κατά πόσο τα δικά μου ερμηνευτικά σχήματα για το στρατιωτικό πραξικόπημα μπορούν να έχουν και σήμερα κάποια σχετική αξία και ισχύ εναπόκειται σε τρίτους να κρίνουν. Ωστόσο, μπορώ να παραθέσω τα βασικά συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η δική μου προσέγγιση.

Εκ προοιμίου θα ήθελα να σημειώσω ότι στο Κεφ. 18 και τελευταίο της μελέτης μου εξετάζω κριτικά τις διάφορες θεωρίες για τις στρατιωτικές επεμβάσεις στην πολιτική που τότε είχαν μεγάλη διάδοση. Επί παραδείγματι, μια ολόκληρη σχολή συγκριτικής πολιτικής και πολιτικού εκσυγχρονισμού, λειτουργιστικής (functionalist) κυρίως προέλευσης, προσπαθούσε να αναδείξει τον στρατό ως φορέα εκσυγχρονισμού ελλείψει ενδογενών ισχυρών μεσαίων τάξεων, ισχνής οικονομικής, εξαρτημένης ανάπτυξης και ασθενούς θεσμοποίησης καθώς και μαζικής πολιτικής κινητοποίησης, σε βαθμό που τα πολιτικά συστήματα αδυνατούσαν να ενσωματώσουν τις αναδυόμενες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις και έπεφταν σε ενδημική πολιτική αστάθεια. Είχε ως έδαφος θεωρητικού και πρακτικού προβληματισμού κυρίως χώρες της Λατινικής Αμερικής. Εξέχων εκπρόσωπος της Σχολής αυτής ο γνωστός μας αργότερα από τη «Σύγκρουση των Πολιτισμών», Σάμιουελ Χάντινγκτον11. Βασική η έννοια της «πραιτωριανής κοινωνίας» (praetorianism). Δεν μπορώ να υπεισέλθω περισσότερο στην ανάλυσή της. Όπως επίσης και το βασικό και κλασικό βιβλίο του Finer12. Υπήρχαν κι άλλες ενδιαφέρουσες θεωρητικές προσεγγίσεις που έδιναν έμφαση στο ρόλο της πολιτικής κουλτούρας13 στα πολιτικά συστήματα που δεν μπορώ να αναλύσω εδώ.

Στο ίδιο Κεφάλαιο επιχειρώ μια σύντομη κριτική εξέταση της μέχρι τότε διαθέσιμης βιβλιογραφίας14 για το στρατιωτικό πραξικόπημα, ή τουλάχιστον αυτής που είχα υπ? όψη μου. Η ταξινόμησή της δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Υπήρχαν βιβλία που εκδόθηκαν στο εξωτερικό τα οποία δεν αποτελούσαν παρά επιστημονικοφανή στην ουσία απολογία για το πραξικόπημα15. Υπήρχαν επίσης βιβλία περιγραφικά των γεγονότων, καθώς και δημοσιογραφικού χαρακτήρα με πολύτιμες πολιτικές παρατηρήσεις ή και πολεμικές, προσωπικές μαρτυρίες και αφηγήσεις, ιστοριογραφικές μελέτες, σημαντικά άρθρα κ.λπ. που συνέκλιναν στο στόχο πολιτικής ερμηνείας του πραξικοπήματος. Αφθονούσαν φυσικά και οι μαρξιστικές πραγματείες με εργαλεία την ταξική ανάλυση και τον ενδογενή αναγωγισμό (reductionism) της μαρξιστικής θεωρίας, κατά την οποία «σε τελευταία ανάλυση» τα πάντα ανάγονται στον υπερ-προσδιορισμό του «εποικοδομήματος» από την οικονομική βάση. Ούτε ο Νίκος Πουλαντζάς, που αφιέρωσε τη θεωρητική του προσπάθεια στην υπέρβαση του αναγωγισμού αυτού, μάλλον χωρίς μεγάλη επιτυχία, παρά τις εμφανείς πιο σύνθετες αναλύσεις του για τη «σχετική «αυτονομία» του πολιτικού στοιχείου, απέφυγε μια τέτοια προσέγγιση.16

ΜΙΑ ΠΙΟ ΣΥΝΘΕΤΗ ΕΡΓΑΛΕΙΟΘΗΚΗ

Από την πλευρά μου, προσπάθησα να υιοθετήσω μια ολιστική προσέγγιση αξιοποιώντας την ιστορική έρευνα, την πολιτική θεωρία και ανάλυση, να παρακολουθήσω τις κοινωνικές αλλαγές και τις πολιτικές κινητοποιήσεις της περιόδου και τις επιπτώσεις τους στην πολιτική σφαίρα, να μελετήσω τη φύση του μετεμφυλιακού κράτους και τη σχετική ισχύ της θεσμικής του διάταξης, ήτοι τη σχετική συσσώρευση ισχύος και συσχετισμών μεταξύ Βουλής, Θρόνου και Στρατού (κατασταλτικών μηχανισμών) καθώς και την πολιτική οργάνωση και δράση ατομικών και συλλογικών φορέων. Βρήκα πολύ πιο χρήσιμες τις θεωρητικές επεξεργασίες του Νίκου Μουζέλη που στο πλαίσιο των τότε θεωρητικών συζητήσεων προσπαθούσε ακριβώς να υπερβεί εμπεδωμένες μαρξιστικές αναγωγιστικές προσεγγίσεις.17 Παρά το αρχικό στάδιο ανάπτυξής τους αποτέλεσαν για μένα πολύτιμο αναλυτικό εργαλείο για την αποτύπωση των πολιτικών συσχετισμών, διότι δεν συνάγουν από οικονομικούς παράγοντες και καθορισμούς ούτε τις πολιτικές δομές ούτε τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων ούτε αντανακλούν τη «λογική» τους. Συναφώς, το εννοιολογικό οπλοστάσιο του Γκράμσι (κρίση εκπροσώπησης, κρίση εξουσιαστικής ισχύος, βαθμοί ισορροπίας του συστήματος, ασυμμετρίες κ.λπ.) μου φάνηκε πολύ πιο πρόσφορο, κατάλληλο και βοηθητικό για τη μελέτη των πολιτικών κρίσεων, τη μήτρα των εκβάσεων καθοριστικών πολιτικών συγκρούσεων. Ακριβώς, οι συνθήκες των πολιτικών κρίσεων, όπως η παρατεταμένη της περιόδου 1965-1967, συμπυκνώνουν και διανέμουν τη μεταβαλλόμενη από την εξελισσόμενη πολιτική διαμάχη και σύγκρουση ισχύ (όχι μόνο πολιτική, αλλά οικονομική, κοινωνική, ιδεολογική και πολιτιστική) στους διάφορους θεσμικούς φορείς. Καμιά, όμως, αφηρημένη θεσμική προσέγγιση δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις επιδράσεις της δράσης ατομικών και συλλογικών φορέων και τις επιλογές τους που δοκιμάζονται και κρίνονται ανάλογα και με τις αντίστοιχες των αντιπάλων. Ενώ θα πρέπει κανείς να απορρίψει κάποια ανύπαρκτη νομοτέλεια ή «σιδηρούς νόμους» που δήθεν διέπουν τις ιστορικές διαδικασίες, εν τούτοις θα πρέπει ταυτόχρονα να αναγνωρίσει και το τίμημα, το αναπόφευκτο κόστος της δράσης, όταν κυρίως παραγνωρίζει τους αντικειμενικούς περιορισμούς, συγκυριακούς ή μη. Ο γέγονε γέγονε. Τα τετελεσμένα ιστορικά γεγονότα δεν μπορούν να ανατραπούν με εναλλακτικές υποθέσεις, με τα διάφορα «τι θα συνέβαινε εάν...» Δεν συνέβη όμως. Ωστόσο, για την αποφυγή διάφορων ντετερμινισμών, η ανάλυση οφείλει να αναδείξει δυνατούς και εφικτούς τρόπους επίλυσης της κρίσης, στην περίπτωση που ήταν διαθέσιμοι, διαφορετικούς από την τελική έκβαση. Έτσι, είναι δυνατόν να αποφύγει κανείς τόσο την υποταγή στο δήθεν αναπόφευκτο και μοιραίο όσο και στην τυραννία ανύπαρκτων εναλλακτικών λύσεων που υπέχουν θέση ευσεβών πόθων μάλλον παρά αντικειμενικής πραγματικότητας.

ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Αναφορικά με τα συμπεράσματα της μελέτης μου:

Κατ αρχάς, δεν μπόρεσα να ανιχνεύσω κάποιους άμεσους οικονομικούς παράγοντες, όπως π.χ. κάποια παρατεταμένη οικονομική κρίση, που να απειλούσε ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα, να προ- καλούσε κάποια μέγιστη κοινωνική αναταραχή, κατάρρευση της τάξης και ασφάλειας είτε πολιτική παράλυση, ούτως ώστε να προκαλέσει κάποια στρατιωτική επέμβαση για την αποκατάσταση των τάξης.

Δεύτερον, οι μακρόσυρτες οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις και αναδιατάξεις, οφειλόμενες στην οικονομική ανάπτυξη καθώς και οι αλλαγές που επέφεραν στην κοινωνική διαστρωμάτωση και στις κινήσεις του πληθυσμού (εξαστι- σμός, μετανάστευση κ.λπ.) καθώς και οι πολιτικές των κυβερνήσεων σε καίριους τομείς (π.χ. Παιδεία) αποτέλεσαν το υπόβαθρο των μαζικών κινητοποιήσεων οικονομικού (απεργίες κ.λπ.) και πολιτικού χαρακτήρα, που φυσικά δεν ήταν αυθόρμητες αλλά απαιτούσαν οργάνωση σε διάφορα επίπεδα.

Τρίτον, τα αιτήματα της πολιτικής κινητοποίησης, συμπεριλαμβανομένης της κινητοποίησης της Νεολαίας και των Σπουδαστών, επέβαλλαν την ανάγκη δημιουργίας συμμετοχικών δομών. Κι αυτό έφερνε την πολιτική κινητοποίηση απ? ευθείας σε σύγκρουση με τον επικροτούντο τρόπο πολιτικής κυριαρχίας που είχε ως έδρα ένα κράτος προσανατολισμένο από άποψη δομών και πρακτικής στη διατήρηση και προστασία της εσωτερικής ασφάλειας (security state). Τον ασθενή κοινοβουλευτισμό υπονόμευε το πλέγμα των εκτάκτων νόμων, οι διάφορες ζώνες ασφάλειας, η χειραγώγηση της ψήφου, η έλλειψη πραγματικού κράτους δικαίου με πολίτες Α και Β κατηγορίας, η ισχύς των κατασταλτικών κρατικών μηχανισμών, η λειτουργία των παρακρατικών οργανώσεων18, ο πολύπλοκος ιστός του πελατειακού κράτους ασφάλειας. Οι πολιτικοί ακόμα κρατούμενοι, η αργή εξάλειψη των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου σε όλα τα επίπεδα, οι διώξεις, οι παρακολουθήσεις, οι διακρίσεις. Το μετεμφυλιακό κράτος των νικητών, ιδεολογικά συμπαγές, δεν επέδειξε ούτε μεγαλοθυμία έναντι των ηττημένων ούτε πολιτική ωριμότητα και σωφροσύνη.

Το πολιτικό μονοπώλιο ήταν δύσκολο να σπάσει. Οι κινητοποιήσεις αντιμετωπίστηκαν ως μέγιστη πρόκληση. Διότι μια ώριμη πολιτική αντιμετώπιση θα επέβαλε το «άνοιγμα» του συστήματος με τη σταδιακή ενσωμάτωση της ανερχόμενης κοινωνικής και πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης και πολιτικής συμμετοχής, όχι μία κατά μέτωπο σύγκρουση μέχρις εσχάτων, από θέση ισχύος φυσικά. Ήταν, βεβαίως, πολιτική επιλογή.

Στο αίτημα του «εκδημοκρατισμού» και της ισονομίας, των ίσων πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων με την ουσιαστική κατάργηση των διακρίσεων, όπως το αντιλαμβανόταν η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών εντεύθεν της Δεξιάς, προκαλούσε κραδασμούς στο επικρατούν σύστημα. Ήταν φυσιολογικό η διαμαρτυρία αυτή να διοχετευθεί στην Ένωση Κέντρου, το αντίπαλο δέος και το συστημικό κόμμα, μολονότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι δεν τον θεωρούσαν ούτε επαρκώς αστικό ούτε επαρκώς συστημικό και αντι-κομμουνιστικό. Διότι, για τη νόμιμη Αριστερά (ΕΔΑ) ο εκδημοκρατισμός δεν ήταν παρά «αστικός». Αναγκαίος, βέβαια, για τη διεύρυνση των δικών της δυνατοτήτων δράσης αλλά τίποτα περισσότερο από ένα «στάδιο» στο δρόμο προς τη «σοσιαλιστική επανάσταση». Το επίσημο Πρόγραμμα του κόμματος, η Εθνική Δημοκρατική Αλλαγή, αποτελούσε «ενδιάμεσο» στάδιο, αλλά ο απώτερος στόχος, το «όραμα», είχε φυσικά ως πρότυπο το σοβιετικό μοντέλο, το οποίο η ΕΔΑ και υπερασπιζόταν με όλα τα μέσα και με όλους τους τόνους.

http://vk.compress.to/wp-content/uploads/2017/10/-3-300x225.jpg 

Ιούλιος 1965. Νεολαίοι της ΕΔΑ διαδηλώνουν στη διάρκεια των «Ιουλιανών».

Τέταρτον, το κομματικό σύστημα (προσωποκεντρικό, πελατειακό, εκλογικός μηχανισμός) δεν είχε ούτε εσωτερική δημοκρατική οργάνωση ούτε ανθεκτικές κομματικές δομές και κατοχυρωμένες διαδικασίες λήψης πολιτικών αποφάσεων. Κυριαρχούσαν οι διάφορες προσωπικές φατρίες. Ασφαλώς, ο Γεώργιος Παπανδρέου κατάφερε να συνενώσει τις διάφορες κεντρώες και κεντροαριστερές φατρίες της εποχής υπό την ηγεσία του και να διεξαγάγει με μεγάλη επιτυχία τον «ανένδοτο αγώνα» μετά τις εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961, κινητοποιώντας τεράστια πλήθη. Περιόρισε έτσι την πολιτική εμβέλεια και επιρροή της ΕΔΑ, η οποία στις εκλογές του 1958 είχε αναδειχτεί αξιωματική αντιπολίτευση, λόγω της διάσπασης του Κέντρου, προκαλώντας ρίγη ανησυχίας προς όλες τις κατευθύνσεις. Το εύθραυστο της κομματικής συγκρότησης ήταν εμφανές και στην παράταξη της Δεξιάς, όπου μετά το θάνατο του Παπάγου κυριάρχησε η προσωπικότητα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αιφνίδια μάλλον επιλογή των Ανακτόρων που το 1956 τον έχρισε στην ουσία αρχηγό της παράταξης. Η ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση) ήταν δικό του δημιούργημα. Η αναχώρησή του για το Παρίσι και η αποστασιοποίησή του από την ενεργό πολιτική δημιούργησε προβλήματα στην ΕΡΕ και τη νεολαία της.

Το εύθραυστο της κομματικής συγκρότησης αποκαλύφτηκε πλήρως κατά τη διάρκεια της πολιτικής κρίσης (1965-67) κυρίως στο χώρο του Κέντρου, αλλά και στη Δεξιά, με σημαντικές ιδεολογικές και πολιτικές διαφοροποιήσεις. Το κομματικό σύστημα δεν ήταν σε θέση να αντισταθεί απέναντι στις πιέσεις αντίπαλων κέντρων εξουσίας, όπως ο Θρόνος και ο αμερικανικός παράγοντας.

Πέμπτον, οι επικρατούσες πολιτικές ιδεολογίες δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αποτελεσματικό αποτρεπτικό και ανασχετικό παράγοντα απέναντι στην επαπειλούμενη στρατιωτική επέμβαση.

Στη συντηρητική παράταξη οι γνήσιες κοινοβουλευτικές δυνάμεις ήταν μάλλον ανεπαρκείς. Η «εθνικοφροσύνη»19 ως ιδεολογία ήταν αντιδραστική. Ο αντικομμουνισμός ήταν βαθιά εμπεδωμένος στους κρατικούς θεσμούς, επίσημη σχεδόν ιδεολογία του κράτους. Ο εμφύλιος δεν απείχε και πολλά χρόνια από τον τερματισμό του. Οι ιδεολογικές και πολιτικές διαιρέσεις ήταν βαθύτατες. Εύκολα κανείς γλιστρούσε στο νωπό αίμα που χώριζε την κοινωνία. Η προπαγάνδα τρόμου για τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» παρέσυρε ακόμα και μετριοπαθείς πολιτικούς. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Π. Κανελλόπουλος, όταν ομάδα στρατιωτικών πήγε να τον συλλάβει στην κατοικία του τα ξημερώματα της Παρασκευής, την 21η Απριλίου, νόμιζε προς στιγμήν ότι επρόκειτο για κομμουνιστικό πραξικόπημα! Η κινδυνολογία είχε επικρατήσει.20

Από την άλλη μεριά, η ΕΔΑ ήταν στην ουσία ελεγχόμενη από το ΚΚΕ. Η πραγματική ηγεσία της αποτελείτο από μέλη της ΚΈ. του εξόριστου ΚΚΕ, το οποίο σε αρκετές περιπτώσεις επέκρινε το «Γραφείο Εσωτερικού», που θεωρούσε παράρτημά του, διότι δεν άδραξε την ευκαιρία της εξουσίας «που έτρεχε στους δρόμους». Η εξάρτηση από τη Σοβιετική Ένωση ήταν πλήρης. Ο θαυμασμός και η υπεράσπιση των «επιτευγμάτων» του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ανεπίδεκτα αμφισβήτησης. Η διαπαιδαγώγηση μελών και στελεχών, παρόμοια. Το σύνδρομο του «Χαμένου Παραδείσου», εμφανές. Η παράδοση της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου, καταθλιπτική. Η ίδια, απολύτως εξαρτημένη από τη Σοβιετική Ένωση, κατηγορούσε τους αντιπάλους της ως «ξενόδουλους», εξαπολύοντας μύδρους κατά της «ολιγαρχίας», των «μονοπωλίων» και του «ληστρικού ξένου κεφαλαίου». Το 1966, εν μέσω της σοβαρής κρίσης και του κινδύνου εκτροπής, το ΚΚΕ δημιουργούσε «ομάδες κομμουνιστών» εντός της ΕΔΑ που δεν θεωρήθηκε αρκούντως «επαναστατική»21 και έθετε ως πολιτική προτεραιότητα τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ.

Η κριτική στάση απέναντι στην «πατρίδα του σοσιαλισμού» ήταν ανύπαρκτη. Ο περίοδος του Σταλινισμού, με τις εκατόμβες των νεκρών, τις διώξεις, την εξόντωση όλων των κομματικών αντιπάλων, τις στημένες δίκες, τα γκουλάγκ, ήταν απαγορευμένα θέματα. Η ερμηνεία του σταλινισμού ακολουθούσε την επίσημη σοβιετική, ως περίοδο «προσωπολατρίας», χωρίς καμιά διάσταση του μονοκομματικού και ολοκληρωτικού καθεστώτος. Όλα καλά! Κατά τα άλλα, η δημοκρατία στην Ελλάδα ήταν ελλιπής, που ήταν, αλλά όχι με το μέτρο των «σοσιαλιστικών χωρών».

Η εξωτερική πολιτική της ΕΔΑ ήταν αυτονόητα φιλοσοβιετική, ακόμα και στο κυπριακό. Η «ουδετερότητα» της χώρας που επεδίωκε σήμαινε την αποχώρηση της χώρας από το ΝΑΤΟ και τη διάλυση της νοτιανατολικής του πτέρυγας, την ανατροπή δηλαδή του Δόγματος Τρούμαν (1947) που είχε επίκεντρο της Ελλάδα και την Τουρκία για την ανάσχεση της σοβιετικής επιρροής στην περιοχή. Η στάση της ΕΔΑ απέναντι στη Συμφωνία Σύνδεσης της χώρας με την τότε ΕΟΚ ήταν τελείως αρνητική, με τον ίδιο τον Ηλιού να τη χαρακτηρίζει «λεόντειο εταιρία». Στη σινο-σοβιετική διένεξη, που είχε καθαρά γεωπολιτικά χαρακτηριστικά, επενδυμένα με άφθονη μαρξιστική και «επαναστατική» ιδεολογία (Μάο εναντίον των επιγόνων του Στάλιν), η ΕΔΑ τάχτηκε σαφώς και προβλέψιμα με τη μεριά της Σοβιετικής Ένωσης.

Μολονότι η ηγεσία της ΕΔΑ κατά τη διάρκεια της κρίσης επέδειξε σε πολλά σημεία μετριοπάθεια και σωφροσύνη, πιστεύοντας ορθώς ότι η δημοκρατία και ο κοινοβουλευτισμός αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση και για τη δική της επιβίωση, εντούτοις, λόγω όλων των ανωτέρω, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους αντιπάλους της.

Ο κόσμος στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου ήταν πράγματι διαιρεμένος σε δυο στρατόπεδα, και η ελληνική περίπτωση δεν αποτελούσε εξαίρεση. Η κομμουνιστική Αριστερά, υπό τον μανδύα της ΕΔΑ, σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή ως πολιτικός εταίρος κυβερνητικών σχημάτων. Ούτε καν η ανοχή της δεν ήταν αποδεκτή. Ως εχθρός του συστήματος δεν μπορούσε να αποτελέσει μέρος της λύσης του πολιτικού προβλήματος.

Όλα τα ανωτέρω, πέραν των απώτερων στόχων, δεν μπορούν φυσικά ούτε να μειώσουν ούτε να υποβαθμίσουν την προσήλωση και την προσφορά όλων αυτών που με πολλές θυσίες και κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες κατάφεραν να συμβάλουν αποφασιστικά στους αγώνες για τον εκδημοκρατισμό της χώρας.

Έκτον, η ακραία πολιτική πόλωση, που εντάθηκε την περίοδο της κρίσης με την παραίτηση του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου το 1965 (τα «Ιουλιανά») και τις ένδοξες ημέρες των διαρκών, καθημερινών κινητοποιήσεων που επακολούθησαν για 70 «ένδοξες» ημέρες στην Αθήνα, η οποία μεταβλήθηκε σε πραγματικό πεδίο μάχης με νεκρούς και τραυματίες, εμπόδιζε τους αναγκαίους συμβιβασμούς των πολιτικών δυνάμεων. Οι συνεννοήσεις μεταξύ Παπανδρέου και Κανελλόπουλου απέκτησαν παρασκηνιακή μυστικότητα για την αποφυγή αντιδράσεων εκατέρωθεν και κατά συνέπεια δεν είχαν τη δύναμη και την εμβέλεια της λαϊκής αποδοχής, υπό την απειλή της «προδοσίας». Ο κανόνας ότι η Δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα διότι έχει τον μηχανισμό των εκλογών δεν ήταν αυτονόητος, διότι στόχος ήταν η αποφυγή εκλογών κατά τις οποίες ελάχιστοι πίστευαν ότι δεν θα κατίσχυε και πάλι ο δεινός ρήτορας και πείσμων Γεώργιος Παπανδρέου.

Η λεγάμενη «Αποστασία» δεν μπορεί να εξηγηθεί με καταφυγή στην εξαγορά συνειδήσεων και την ηθική εξαχρείωση, που ασφαλώς υπήρξαν. Στην κορυφή, αποτέλεσε ύστατη πολιτική κίνηση συμβιβασμού, καθ? όσον η σύγκρουση με το Παλάτι στο θέμα του ελέγχου του Στρατού θεωρήθηκε ότι δεν ήταν δυνατόν παρά να οδηγήσει σε ήττα και, τελικά, εκτροπή. Ως προς αυτό, η πολιτική εκτίμηση των ηγετικών στελεχών της Ενώσεως Κέντρου, που αποχώρησαν από το κόμμα για να σχηματίσουν μετά αλλεπάλληλες κυβερνήσεις ελέω βασιλέα και με την απαραίτητη στήριξη της ΕΡΕ, κάθε άλλο παρά λανθασμένη ήταν. Εκ του αποτελέσματος, όμως, αποδείχτηκε ότι και ως μεθόδευση η πολιτική τους αποσκίρτηση ήταν λανθασμένη και ατελέσφορη, συνετέλεσε δε στην ηθική απαξίωση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Η κίνηση των «Αποστατών» ουδέποτε φυσικά απέκτησε κάποιο αξιόλογο λαϊκό έρεισμα ούτε ήταν δυνατόν να αποκτήσει. Άλλος ένας λόγος που οι «Αποστάτες» από μόνοι τους δεν μπορούσαν να επιβάλλουν πολιτικές συμβιβαστικές λύσεις, παρά μόνο βοηθητικά.

Παράλληλα, οι ίδιοι, εκκενώνοντας την Ένωση Κέντρου, άνοιξαν το δρόμο στον Ανδρέα Παπανδρέου, νέο πολιτικό και γιο του Γεωργίου με λαμπρή ακαδημαϊκή καριέρα ως οικονομολόγος στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο οποίος διαρκώς κέρδιζε επιρροή μέσα στο κόμμα και στην κοινωνία. Η πολιτική του συμπεριφορά θεωρούνταν αινιγματική από πολλούς, ιδιαίτερα από το Θρόνο και τους Αμερικανούς. Για δε το στρατό ήταν και παρέμεινε το «κόκκινο πανί». Τα συνθήματά του «Η Ελλάς στους Έλληνες», «Ο Στρατός στο Έθνος», «Εξουσία στο Λαό» και οι πύρινοι μέχρι εμπρηστικοί λόγοι του κατά του «κατεστημένου» (establishment), όρο που ο ίδιος εισήγαγε στο ελληνικό πολιτικό λεξιλόγιο, και κατά της ξένης εξάρτησης (αμερικανικής) ερμηνεύονταν ως άκρατος λαϊκισμός και ως απειλή για το Θρόνο, το στρατό και τις κατεστημένες δυνάμεις της Δεξιάς. Ακόμα μάλιστα και για την ΕΔΑ, από την οποία αφαιρούσε με τον μεστό και δυναμικό του πολιτικό του λόγο σημαντικό εκλογικό ακροατήριο. Στα «αριστερά» ενός παραδοσιακού και προβλεπτού κεντρώου συστημικού κόμματος, από το οποίο μάλιστα είχαν αποχωρήσει πολλά, προβεβλημένα συντηρητικά και φιλελεύθερα στοιχεία, που ήθελε μάλιστα (και ορθώς) να τηρεί αποστάσεις τόσο από την Αριστερά όσο και από τη Δεξιά (διμέτωπος αγώνας), είχε πλέον εμφανιστεί ένας νέος διεκδικητής του αριστερού και κεντροαριστερού ακροατηρίου με σύγχρονο πολιτικό λόγο. Προφανώς, όμως, χωρίς συγκεκριμένη πολιτική τακτική και αίσθηση των πολιτικών κινδύνων, καθ? όσον αποτελούσε για όλους εμπόδιο των απαραίτητων συμβιβασμών. Εξ ου και η προσπάθεια εξουδετέρωσής του με την εμπλοκή του στη συνωμοτική στρατιωτική οργάνωση «Ασπίδα», χωρίς βάσιμα στοιχεία.

Συνάμα, τα ηγετικά στελέχη της Ένωσης Κέντρου, κυρίως ο φιλελεύθερος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης22, εξέχων κοινοβουλευτικός και σημαντικότερος διάδοχος του Γεωργίου Παπανδρέου στην ηγεσία του κόμματος, δικαιολογημένα θεωρούσαν τον Ανδρέα ως επικίνδυνο διεκδικητή και έβλεπαν με ανησυχία την αυξανόμενη επιρροή του στην Κοινοβουλευτική Ομάδα και στο λαό.

Ο χαρισματικός Ανδρέας, όπως τον αποκαλούσαν πλέον οι αυξανόμενοι οπαδοί του με το μικρό του όνομα, αναδεικνυόταν σε de facto ηγέτη μιας ριζοσπαστικής Κεντροαριστεράς, αλλά με τρόπο που πρόσθετε ένα ακόμα στοιχείο πολιτικής πόλωσης. Καθιστούσε ακόμα πιο αβέβαιους και επισφαλείς δυνατούς συμβιβασμούς και παρέσυρε την ΕΔΑ σε επίδειξη αδιαλλαξίας από το φόβο να υπερκεραστεί ιδεολογικά, πολιτικά και εκλογικά. Ο διαγωνισμός «αριστεροσύνης» ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Ο Ανδρέας ανέλυε τον σύγχρονο καπιταλισμό (και τον ελληνικό) με θέσεις ανάλογες με αυτές της Μηνιαίας Επιθεώρησης (Monthly Review). Στην ουσία, όμως, ήθελε να βελτιώσει τη θέση της χώρας εντός του στρατοπέδου όπου ανήκε. Δεν ήθελε αλλαγή στρατοπέδου. Απλώς, με τη ρητορεία του, το λαϊκισμό του και την πολιτική του απειρία έδειχνε σα να ήθελε μια τέτοια αλλαγή στρατοπέδου. Κι αυτό ήταν φυσικά αδιανόητο. Δεν μπορούσε να γίνει ανεκτό. Αποτελούσε μέγιστο κίνδυνο. Για άλλους ένα επικίνδυνο αίνιγμα για τις πραγματικές του προθέσεις, πηγή αστάθειας και αβεβαιότητας.

Μεγαλύτερη απόδειξη δεν μπορεί να υπάρξει από τη μετέπειτα συμπεριφορά του ως πρωθυπουργός της χώρας. Δεν αμφισβήτησε τη θέση της χώρας στις παραδοσιακές της συμμαχίες παρά μόνο με μερικές υποσημειώσεις σε επίσημα Ανακοινωθέντα.

Έβδομον, κατά τη διάρκεια της κρίσης η πολιτική κινητοποίηση, μετά την αρχική της κορύφωση, άρχισε να εξασθενεί. Κόπωση και κατασταλτικά μέτρα συνετέλεσαν στην αποδυνάμωσή της ως παρεμβατικού παράγοντα. Αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι οι πολίτες δεν θα έριχναν την ψήφο τους στην κάλπη εκεί όπου ήταν ηλίου φαεινώτερον. Η πλειονότητα των πολιτών είχε δεόντως εκτιμήσει τον άνεμο ελευθερίας που έπνευσε κατά την περίοδο διακυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου (1963-65), τις σημαντικές παροχές, τη μεταρρύθμιση στην Παιδεία, τη σύγκρουσή του με το Στέμμα. Απλώς, η προσδοκία των εκλογών παρέμεινε ως η μόνη οδός διαφυγής διαψεύδοντας, βέβαια, όσους, τόσο από την ΕΔΑ όσο και από την πλευρά του Ανδρέα Παπανδρέου, μιλούσαν για «αντίσταση», ακόμα και ένοπλη(!), Πλατείες Συντάγματος και τα συναφή, σε περίπτωση εκδήλωσης στρατιωτικού πραξικοπήματος. Ουδόλως τόνωναν το φρόνημα. Αντίθετα, έσπερναν το φόβο. Η «αντίσταση» δεν ήταν παρά αποκύημα της φαντασίας τους και σοβαρή υποτίμηση του κινδύνου. Όταν τα τανκς κύλησαν στους δρόμους δεν συνάντησαν καμιά οργανωμένη αντίσταση. Κανένα «λαϊκό κίνημα» δεν βρέθηκε στην πορεία τους, ούτε εντός ούτε εκτός Αθηνών.

Τέλος, η πολιτική κρίση είχε επίκεντρο τον πολιτικό έλεγχο του στρατού. Αποτέλεσε το «Μήλον της Έριδος». Ευλόγως. Βρισκόταν τελείως εκτός ελέγχου της πολιτικής ηγεσίας. Για τη Μοναρχία ήταν, και παρέμεινε, ο αποφασιστικός εσωτερικός της στυλοβάτης. Η στενή εξάρτηση του στρατού από τον αμερικανικό παράγοντα ενίσχυε την πρόσδεση αυτή, μολονότι ο Θρόνος φρόντιζε να έχει τις δικές του προσβάσεις. Το ίδιο ίσχυε για τις στρατιωτικές και πολιτικές Υπηρεσίες Ασφάλειας, μυστικές και φανερές.

Η σύγκρουση του Κωνσταντίνου με τον πρωθυπουργό μιας κυβέρνησης που απολάμβανε της εμπιστοσύνης της Βουλής κι είχε κερδίσει πριν ένα χρόνο τις εκλογές με το συντριπτικό ποσοστό του 53%, είχε ως επίδικο αντικείμενο τον έλεγχο του στρατού. Αλλά μια τέτοια σύγκρουση, αναπόφευκτα, μείωσε και τη δημοτικότητα του Θρόνου. Ήταν μια άφρων κίνηση κατά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που προβλέψιμα κατέληξε αργότερα στην κατάργηση της Μοναρχίας. Διότι, τότε, ουδείς έθετε πρόβλημα Μοναρχίας, ακόμα και η ΕΔΑ. Ήταν, όμως, βέβαιο ότι η προσφυγή στις κάλπες για την επίλυση της πολιτικής κρίσης θα έθετε «από τα κάτω» θέμα Μοναρχίας, οπότε το δίλημμα του Θρόνου ήταν είτε η σύμπλευση με τα νέα πολιτικά ρεύματα και δεδομένα της εποχής είτε η εκτροπή από τη συνταγματική τάξη.

Ο Κωνσταντίνος σε καμιά περίπτωση δεν ήθελε την επανεκλογή της Ένωσης Κέντρου με απόλυτη πλειοψηφία, γι? αυτό και έγινε φανατικός οπαδός της απλής αναλογικής (!), κάτι που μετεκλογικά μπορούσε να οδηγήσει στο σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας Ενώσεως Κέντρου - ΕΡΕ. Βεβαιότητα, φυσικά, για το εκλογικό αποτέλεσμα δεν υπήρχε. Μόνο, όμως, ο αρχηγός της ΕΡΕ Κανελλόπουλος φαίνεται να πίστευε ότι θα μπορούσε να κερδίσει τις εκλογές, έχοντας τη στήριξη του κρατικού μηχανισμού.

Η άλλη επιλογή του Κωνσταντίνου ήταν η εκτροπή με όργανο τον στρατό, επιλογή για την οποία επανειλημμένα είχε βολιδοσκοπήσει τον αμερικανικό παράγοντα, χωρίς να πάρει σαφή απάντηση. Έχοντας τον έλεγχο και \.ην εμπιστοσύνη, όπως πίστευε, της ανώτατης ηγεσίας του στρατού είχε τη δυνατότητα να κινηθεί ανάλογα. Γι? αυτό, γενικευμένη ήταν η εκτίμηση ότι χωρίς την έγκριση του Θρόνου ήταν αδύνατο το στρατιωτικό πραξικόπημα. Έχοντας ο ίδιος αυτοπαγιδευθεί και εκτεθεί με τις εμφανείς πολιτικές του προτιμήσεις αναζητούσε διέξοδο για να σώσει το Θρόνο του. Ο ίδιος έχει πρόσφατα δώσει τη δική του εκδοχή για τα γεγονότα της περιόδου, «ως εκπλήρωση ευθύνης», καθώς υποστηρίζει, και τις δικές του πολιτικές κινήσεις και επιδιώξεις23. Η ανώτατη στρατιωτική ηγεσία προετοιμαζόταν για την επέμβαση και περίμενε το πράσινο φως του Κωνσταντίνου για να ματαιώσει τις εκλογές και να επιβάλει κάποια «προσωρινή» εκτροπή μέχρι να κατασιγάσουν «τα πολιτικά πάθη»!

Από την πλευρά του, ο στρατός (το σώμα των αξιωματικών) δεν είχε μόνο το μονοπώλιο των όπλων αλλά θεωρούσε και τον εαυτό του, ως νικητής του εμφυλίου, τον απόλυτο και έσχατο φυσικά εγγυητή του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Η ύπαρξη «μυστικών» οργανώσεων, όπως ο ΙΔΕΑ24 ή η ΕΕΝΑ, καθώς και η ομάδα γύρω από τους πραξικοπηματίες (Παπαδόπουλος, Μακαρέζος, Παττακός) κάθε άλλο παρά «μυστική» ήταν και στις πολιτικές δυνάμεις και, φυσικά, τον αμερικανικό παράγοντα (πολιτικές υπηρεσίες και άλλες), από τον οποίο ο στρατός ήταν πλήρως εξαρτημένος. Ούτε θα ήταν η πρώτη φορά που θα αποτολμούσε να πάρει τον έλεγχο των πολιτικών πραγμάτων μετά το τέλος του εμφυλίου. Είχε ο ίδιος μεγάλα περιθώρια αυτόνομης δράσης. Και φυσικά, διέβλεπε τον κίνδυνο περιορισμού της πολιτικής του ισχύος σε περίπτωση επικράτησης πολιτικών δυνάμεων που θεωρούσε αντίθετα με τα δικά του συμφέροντα, πολιτικά και συντεχνιακά. Γι αυτό, ορθώς εκτιμούσε ότι, εάν επρόκειτο να κινηθεί, θα έπρεπε να δράσει πριν από τη διεξαγωγή εκλογών. Αποτελούσαν μεγάλο κίνδυνο για τη δική του θέση στο θεσμικό σύστημα, που ήταν εμφανώς κυρίαρχη.

Γι αυτό και η «χούντα των συνταγματαρχών» έδρασε με ταχύτητα και Σχέδιο πριν αρχίσει η προεκλογική εκστρατεία. Ασφαλώς, η κίνηση αυτή αιφνιδίασε πολλούς, και πρωταρχικά τον Κωνσταντίνο, όταν στα Ανάκτορα, στο Τατόι, βρέθηκε περικυκλωμένος από δυνάμεις που δεν ήλεγχε· Ο αιφνιδιασμός επέτυχε απόλυτα.

Το ενδεχόμενο η κίνηση αυτή να κατέλαβε εξ απίνης και την αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα ή τους αρμόδιους πολιτικούς προϊσταμένους στην Ουάσιγκτον, ίσως όμως όχι άλλες υπηρεσίες, δεν πρέπει να αποκλειστεί, αλλά δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία25.

Εν κατακλείδι, οι πολιτικές δυνάμεις της εποχής εκείνης φέρουν σοβαρές ευθύνες για την τροπή και την έκβαση μιας βαθύτατης θεσμικής26 και πολιτικής κρίσης, μολονότι άπαντες γνώριζαν και αισθάνονταν τους κινδύνους της εκτροπής.

ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΟ

Η εκτίμηση αυτή, φυσικά, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εξισώσει τα θύματα με τους θύτες, τους επίορκους στρατιωτικούς που κατέλυσαν το έστω και ημιτελές δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας. Ανοηταίνουν όσοι ισχυρίζονται ότι πάνω σε καταστροφές, τις στάχτες και το αίμα, οικοδομείται δήθεν νομοτελειακά ένα καλύτερο σύστημα. Ούτε τα θύματα και οι νεκροί είναι πάντα «λευτεριάς λίπασμα». Αυτό είναι και το συμπυκνωμένο συμπέρασμα της δικής μου ανάλυσης.27 Το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967ήταν η τελευταία πράξη του εμφύλιου δράματος με σοβαρότατες συνέπειες για τη χώρα.

Ο ΞΕΝΟΣ (ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΣ) ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ

Το «εθνικό θέμα» της Κύπρου ταλάνισε την ελληνική πολιτική καθ? όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Υπήρχαν σοβαρές εντάσεις μεταξύ Αθήνας, που επεφύλασσε στον εαυτό της το ρόλο του «εθνικού κέντρου» και της Κύπρου υπό τον Μακάριο. Σοβαρές εντάσεις προέκυψαν και με την Τουρκία. Η επικείμενη τουρκική εισβολή της στην Κύπρο απετράπη χάρις στην αμερικανική παρέμβαση τον Ιούνιο του 1966. Δυσχερείς και οι σχέσεις με την αμερικανική πλευρά που επεδίωκε την επίλυση του ζητήματος. Η βιβλιογραφία είναι κι εδώ μεγάλη28.

Είναι δύσκολο να σταθμίσει κανείς την επίδραση του θέματος στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις ή να το συμπεριλάβει με κάποια σχετική διαβάθμιση και αξιολόγηση στο σύνολο των παραγόντων που επέδρασαν άμεσα ή έμμεσα στο πραξικόπημα.

Το βέβαιο είναι ότι ο «ξένος παράγων», και εννοούμε τον αμερικανικό, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές διαδικασίες. Ανάμεσα στην πληθώρα και πάλι βιβλίων και μελετών για τον πολύπλοκο ιστό29 των σχέσεων Ελλάδας και ΗΠΑ, από την εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν το 1947 μέχρι το στρατιωτικό πραξικόπημα το 1967, άμεση σχέση με το θέμα μας έχει το βιβλίο του Αλέξη Παπαχελά30 το οποίο στηρίζεται σε σημαντικό όγκο αποχαρακτηρισμένων επίσημων αμερικανικών εγγράφων, που είναι δυνατόν εν μέρει να αποκτηθούν μέσα από τις διαδικασίες της αμερικανικής νομοθεσίας (Freedom of Information Act). To μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στη δεκαετία του 1960 παρακολουθώντας στενά, βήμα βήμα, τις εξελίξεις που τις αναλύει, τις αντιπαραθέτει με τις αμερικανικές εκτιμήσεις, όπως προκύπτουν από τα έγγραφα και τις αξιολογεί.

Αποτελεί αναγκαστικό ανάγνωσμα.

Έτερο αναγκαστικό ανάγνωσμα αποτελεί το βιβλίο του αμερικανού διπλωμάτη καριέρας Robert Keeley31 (1929-2015), πρώτου Γραμματέα στην αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα (1966-1970) και μετέπειτα πρέσβη στη χώρα μας (1985-1989). Είναι αποκαλυπτικό και συγκλονιστικό, όχι μόνο για τη δική του πρόσληψη και τεκμηριωμένη ανάλυση των γεγονότων, καθώς και τη διαμόρφωση απόψεων εντός της πρεσβείας για την ελληνική κατάσταση, όσο για τη βαθύτατη προσήλωσή του στις δημοκρατικές διαδικασίες. Τα κείμενα που περιέχονται στο βιβλίο του αφορούν σε αναλύσεις, Υπομνήματα κ.λπ. που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στην Αθήνα πριν και μετά το πραξικόπημα και που επιμελήθηκε στην περίοδο 1971-72. Ωστόσο, υπάρχουν και ορισμένες προσθήκες του 2008 που παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς συμπληρώνουν τις κρίσεις του για την περίοδο εκείνη.

Σχετικά με την ευθύνη για το πραξικόπημα υποστηρίζει σε ένα Post Mortem ότι βαρύνει πολλούς και συγκεκριμένα:

1. Τους αξιωματικούς του στρατού που χρόνια συνωμοτούσαν για να καταλύσουν το δημοκρατικό και συνταγματικό καθεστώς της χώρας.

2. Την κλίκα των ανώτερων αξιωματικών του ΙΔΕΑ που σχεδίαζαν κι αυτοί πραξικόπημα και δεν υπερασπίστηκαν τους θεσμούς της πατρίδας τους.

3. Τον βασιλιά Κωνσταντίνο για τα αμέτρητα πολιτικά του σφάλματα, την αντιμετώπιση των Παπανδρέου δημιουργώντας αδιέξοδο και την έγκριση του σχεδίου για εκτροπή από τους δικούς του αξιωματικούς.

4. Τους συμβούλους του βασιλιά.

5. Το συντηρητικό κατεστημένο της χώρας, πρόθυμο να στηρίξει κάθε «λύση» που θα απέτρεπε την επάνοδο τν Παπανδρέου στην εξουσία.

6. Την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών που ενώ ήταν πλήρως ενημερωμένη για τις συνωμοσίες παρέλειψε να ενεργήσει σαφώς και αποφασιστικά στέλνοντας τα κατάλληλα μηνύματα για να αποτρέψει το έγκλημα.

7. Τους Παπανδρέου32 που είχαν ολισθήσει στη δημαγωγία δίνοντας αφορμές στους πολιτικούς τους αντιπάλους.

8. Τους έλληνες κομμουνιστές που άφηναν ανοιχτό το ενδεχόμενο συνεργασίας με τους Παπανδρέου και έδιναν προσχήματα στους συνωμότες. Δεν είναι τυχαίο που οι πραξικοπηματίες επικαλέστηκαν τον, ανύπαρκτο βέβαια, «κομμουνιστικό κίνδυνο».

Στην αρχική αυτή νεκροτομή, ο Keeley προσθέτει (2008) ορισμένες νέες κρίσεις.

  • Επικρίνει των Κωνσταντίνο Καραμανλή33 που, αυτοεξόριστος στο Παρίσι, δεν κούνησε το δαχτυλάκι του για την αποτροπή του πραξικοπήματος.
  • Θεωρεί τις επιθέσεις του Ανδρέα εναντίον του Κωνσταντίνου ασύνετες και περιττές που φόβιζαν, ενώ ο γηραιός Γεώργιος γνώριζε ότι έτσι κι αλλιώς η αντιμοναρχική ψήφος θα συνέρρεε στην Ένωση Κέντρου. Θεωρεί ότι ο Γεώργιος έπαιζε το πολιτικό παιγνίδι με σωφροσύνη και εντιμότητα σε αντίθεση με τον Ανδρέα «που δεν μπόρεσε να χαλιναγωγήσει και ο οποίος, «παρά τις πολλές αρετές του, επέδειξε σοβαρή έλλειψη πολιτικής επιδεξιότητας» παίζοντας το παιγνίδι των εχθρών τον, που ήταν επίσης και οι εχθροί της ελληνικής δημοκρατίας» (σελ. 237).
  • Ευθύνες αποδίδει επίσης και στον τότε αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα Φίλιπ Τάλμποτ που πιστεύει ότι μπορούσε να κάνει περισσότερα για να αποτρέψει το πραξικόπημα.

Παρέθεσα με λεπτομέρειες καταγραμμένες και γνωστές απόψεις για τον επιμερισμό των ευθυνών, όπως τις καταθέτει ο συγγραφέας. Ο κατάλογος δύσκολα θα μπορούσε να απορριφθεί, μολονότι η ιεράρχηση ευθυνών και οι κρίσεις για πολιτικά πρόσωπα μπορούν έντονα να αμφισβητηθούν.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου έχει, φυσικά, δώσει τη δική του εκδοχή για πρόσωπα, γεγονότα και τις δικές του πολιτικές κινήσεις και στόχους34.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ: THE60S

http://vk.compress.to/wp-content/uploads/2017/10/-4-300x176.jpg 

Η κατάληξη της «χαμένης άνοιξης». Τανκς μπροστά από τη Βουλή των Ελλήνων, το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου 1967.


Ορισμένες περίοδοι στην ιστορία κατέχουν ιδιαίτερη θέση. Μια τέτοια ήταν η δεκαετία του 1960, όπως συμβατικά οριοθετείται, καθ? όσον ορισμένες τάσεις και προϋπήρχαν, ενώ οι επιπτώσεις της συνεχίστηκαν και άφησαν ανεξίτηλα αποτυπώματα στα μετέπειτα χρόνια. Δεν έχει νόημα να απαριθμήσει κανείς τις συγκλονιστικές εξελίξεις της δεκαετίας αυτής σε όλους τους τομείς, στην Ευρώπη και την Αμερική. Αναφορικά δε με τις διεθνείς εξελίξεις από την κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962, που έφτασε στα πρόθυρα του πυρηνικού ολοκαυτώματος, μέχρι τον πόλεμο στο Βιετνάμ, τον γαλλικό «Μάη» και την «Πολιτιστική Επανάσταση» του Μάο στην Κίνα. Στην Ελλάδα, μια πιο κλειστή και παραδοσιακή κοινωνία, κατεστραμμένη από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, που όμως είχε πάρει το δρόμο της οικονομικής ανάπτυξης, έχοντας ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει σοβαρά κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, το στρατιωτικό πραξικόπημα ανέκοψε μια πραγματική «Άνοιξη» σε όλους τους τομείς, τόσο από την άποψη της επίδρασης των δυτικών εξελίξεων όσο και της αυθεντικής εγχώριας δημιουργίας. Δεν είναι καθόλου υπερβολή. Γι? αυτό και ήταν «χαμένη». Ούτε η Αριστερά παρέμεινε ανέπαφη από τα νέα ρεύματα δυτικών ιδεών. Το Κέντρο Μαρξιστικών Μελετών και Ερευνών, που συ- στάθηκε το 1964 από τον Φίλιππο Ηλιού και υπό τη δική του διεύθυνση διοργάνωσε το 1965 και το 1966 δυο Εβδομάδες Σύγχρονης Σκέψης, εισάγοντας στην Ελλάδα ό,τι πιο σύγχρονο είχε να επιδείξει τότε η δυτική μαρξιστική σκέψη. Το κομματικό Βιβλιοπωλείο Θεμέλιο υπό τον Μίμη Δεσποτίδη αποτέλεσε ισχυρό φορέα νέων ιδεών. Στο χώρο των Γραμμάτων και της Τέχνης35 μαίνονταν οι ιδεολογικές διαμάχες. Μια νέα γενιά διανοουμένων της Αριστεράς με δυτική κυρίως παιδεία έδινε σκληρές μάχες απένρντι στο κομματικό κατεστημένο. Δεδομένων των τότε συνθηκών δεν θα μπορούσε να ζητήσει κανείς περισσότερα, όταν λίγο αργότερα ένας από τους πιο διάσημους διανοούμενους της Αριστεράς, ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, κράδαινε στο Παρίσι το κόκκινο βιβλιαράκι με τις «σκέψεις» του Μάο, ενός από τους μεγαλύτερους χασάπηδες στην ιστορία.

ΕΠΙΜΥΘΙΟ

Ολόκληρη αυτή η «εποχή» με συνέχειες και τομές, και κάτω από τελείως διαφορετική διάταξη των πολιτικών δυνάμεων, θα επανέλθει μετά την κατάρρευση της χούντας το 1974. Θα χρειάζονταν αρκετά χρόνια ακόμα μέχρι να επουλωθούν στο πολιτικό επίπεδο τα τραύματα του εμφυλίου, μολονότι ο εφιάλτης του κατατρύχει ακόμα την ελληνική κοινωνία. Αλλά αυτό είναι μια «άλλη ιστορία», όπως λέμε

Βιβλιογραφικό Σημείωμα

.Οι στρατιωτικές επεμβάσεις στην πολιτική της χώρας μας έχουν μακρά ιστορία, ιδιαίτερα στον περασμένο αιώνα. Οι βιβλιογραφικές επιλογές που παραθέτω σε καμιά περίπτωση δεν είναι ολοκληρωμένες και είναι βέβαιο ότι παραλείπουν σημαντικά έργα, τα οποία, ωστόσο, εμπεριέχονται στις βιβλιογραφικές παραπομπές και αναφορές των βιβλίων αυτών. Ασφαλώς ισχύει και το αντίστροφο. Τα παραλειπόμενα έργα εμπεριέχουν κι αυτά πλούσια βιβλιογραφία. Το βιβλίο του Β. Παπακοσμά36, αναφέρεται στο «πραξικόπημα του 1909», όπως το χαρακτηρίζει και τις επιπτώσεις του στην πολιτική ζωή της χώρας. Πρόσφατα, το βιβλίο του Γ. Μαυροκορδάτου,37 χαρακτηρίζει το 1909 «επανάσταση». Το βιβλίο του Γ. Δερτιλή38 μελετά το θέμα των στρατιωτικών επεμβάσεων στην περίοδο 1980-1909 σε συνάρτηση με τις αλλαγές στους συσχετισμούς στην οικονομία και στην κοινωνία. Το βιβλίο του Θάνου Βερέμη39 καλύπτει τις επεμβάσεις του στρατού την περίοδο 1916-1936. Σε ένα άλλο βιβλίο του (1989), καλύπτει τη σχετική βιβλιογραφία40 με τα σχόλιά του για τις επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική της χώρας. Στο βιβλίο των Γ. Γιαννόπουλου - Richard Clogg (επιμ.)41 το αναλυτικό Βιβλιογραφικό Σημείωμα του Γιάννη Γιανουλόπουλου καλύπτει τη μέχρι τότε βιβλιογραφία, ελληνική και ξενόγλωσση, και για τη δικτατορία και για τις αντιστασιακές εκδόσεις. Βιβλιογραφικός Οδηγός για την περίοδο 1952-1967 περιέχεται στο βιβλίο του Γ. Αναστασιάδη.42 Για την ανάλυση του πολιτικού συστήματος της χώρας πριν από το πραξικόπημα σημαντικά είναι τα βιβλία του Jean Meynaud,43 οι εξαιρετικές αναλύσεις του Ερίκ Ρουλώ, ανταποκριτή της γαλλικής εφημερίδας Le Monde, από την Αθήνα (1965-1967). Τα σχετικά με το θέμα βιβλία και άρθρα του Νίκου Μουζέλη44 έχουν και θεωρητικό και αναλυτικό πολιτικό προσανατολισμό. Από τις πιο πρόσφατες μελέτες, το βιβλίο του ιστορικού Κώστα Κωστή45 βασίζεται σε δευτερογενείς πηγές για την περίοδο 1950-1974, το βιβλίο του Δημήτρη Παπανικολόπουλου46 εξετάζει την περίοδο από την σκοπιά των κινημάτων (εργατικό, σπουδαστικό, ειρήνης), των πολιτικών κινητοποιήσεων («ανένδοτος», κυπριακό, κ.τ.λ.) και των επιπτώσεών τους στις πολιτικές εξελίξεις, ενώ το βιβλίο του Κωστή Κορνέτη47 σχετικά με τους νέους και το φοιτητικό κίνημα στη διάρκεια της δικτατορίας έχει ως φυσιολογικό προοίμιο τη δεκαετία του I960 και τη «Γενιά του Ζήτα».

1. Στην κατηγορία αυτή συγκαταλέγεται κατ? εξοχήν η πρόσφατη 8σέλιδη Ανακοίνωση της Κ.Ε. του ΚΚΕ «Για το στρατιωτικό Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967» (βλ. Ριζοσπάστης, 5/3/2017J. Είθισται τα ΚΚ να λειτουργούν και ως συλλογικοί ιστορικοί συγγραφείς.

2. Μεταξύ άλλων βλ. Κατερίνα Σαιν-Μαρτέν, Λαμπράκηδες: Ιστορία μιας γενιάς, Πολύτυπο, Αθήνα, 1984. Βλ. επίσης Ιωάννα Παπαθανασίου σε συνεργασία με άλλους, Η Νεολαία Λαμπράκη τη δεκαετία τον 1960, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών Ε.Ι.Ε, 2008.

3. Οι φήμες έφερναν τον Γεώργιο να εμφανίζεται πάνω σε άσπρο άλογο, προφανώς σε αντιδιαστολή με τον Νικόλαο Πλαστήρα, τον επονομαζόμενο «Μαύρο Καβαλάρη», από τη στρατιωτική του δράση στους Βαλκανικούς Πολέμους.

4. Για την ανάλυση της πολιτικής κρίσης βλ. Ηλίας Ηλιού, Κρίση Εξουσίας, Θεμέλιο, 1966. Για τη ζωή και το έργο του βλ. Β. Μπρακατσούλας, Ηλίας Ηλιού, Η ζωή και η δράση του, Κέδρος, 2014.

5. Ο λεγόμενος «Φάκελος της Κύπρου», ό,τι και να νοείται με τον όρο αυτό, παραμένει ερμητικά κλειστός, για «εθνικούς λόγους». Καμιά κυβέρνηση στη μεταπολίτευση δε θεώρησε σκόπιμο να τον «ανοίξει».

6. Για την εκεί ελληνική κοινότητα βλ. Νίκανδρος Μπούρας, Έλληνες στο Λονδίνο, Ακακία, Αθήνα, 2013.

7. Βλ. Β. Kapetanyannis, Socio-political conflicts and military intervention, the case of Greece: 1950-1967, Birkbeck College, University of London, 1986. Η διατριβή δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Το αγγλικό κείμενο θα είναι διαθέσιμο σε ψηφιακή μορφή σε τρεις μήνες: http://vufind.lib.bbk.ac.uk/vufind/Record/42939

8. Επί παραδείγματα σχετικά με ξένα στοιχεία, τα Αρχεία του βρετανικού ΥΠΕΞ (Foreign Office) ή των πρακτικών του Υπουργικού Συμβουλίου (Cabinet Minutes) δεν είναι διαθέσιμα παρά μετά 30 χρόνια και σε περιορισμένη έκταση, εφ? όσον η προσβασιμότητά τους στο κοινό ελέγχεται και αποφασίζεται εκ των προτέρων. Εννοείται ότι ορισμένα κρίσιμα έγγραφα δεν γίνονται διαθέσιμα παρά μετά την παρέλευση 50 ή 100 ετών, ορισμένων δε κρατικών φορέων (υπουργείο Άμυνας, μυστικές υπηρεσίες κ.λπ.) μάλλον ποτέ. Τότε, μάλιστα, δεν υπήρχαν και τα WikiLeaks του Τζούλιαν Ασάνζ για να βγάζουν στο φως χιλιάδες απορρήτων εγγράφων της CIA κ.λπ.

9. Βλ. Ηλίας Νικολακόπουλος, Η καχεκτική Δημοκρατία: κόμματα και εκλογές 1946-1967, Πατάκη, 2001.

10. Βλ. Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης, Η Δικτατορία 30 Χρόνια Μετά, Αθήνα, 10-12 Δεκεμβρίου 1997. Τα πρακτικά του Συνεδρίου εκδόθηκαν με τίτλο Η Δικτατορία: 1967-1974, Καστανιώτη, 1999. Βλ συναφώς. Β. Καπετανγιάννης, Τριάντα Χρόνια Μετά, Γνωρίζουμε Αρκετά; «Νέες Εποχές», Το Βήμα της Κυριακής, 20 Απριλίου 1997. Βλ. επίσης 21η Απριλίου: 1967-200740χρόνια από το πραξικόπημα της χούντας, εκδ. ΔΟΛ, Τα Νέα, σε επιμ. Α. Πελώνη και Θ. Σαμπατακάκη.

11. S. Huntington, Political Order in Changing Societies, Yale Univ. Press, New Haven and London, 1968. Βλ. επίσης J. Nun, «The Middle Class Military Coup» στο βιβλίο του C. Veliz (ed.) The Politics of Conformity in Latin America, Oxford Univ. Press. 1967, The Hegemonic Crisis and the Military Coup. Berkley, 1968 και D. Collier (ed.) The New Authoritarianism in Latin America, Princeton Univ. Press, NJ, 1979.

12. S. Finer, The Man on Horseback, The Role of the Military in Politics, Penguin, 1975.

13. Βλ. L. Pye and S. Verba, Political Culture and Political Development, Princeton Univ. Press 1969 καθώς επίσης G. Almond and S. Verba, The Civic Culture, Princeton Univ. Press, 1963.

14. To 2005 δώρισα τα βιβλία τα οποία χρησιμοποίησα για τη διατριβή μου στη Βιβλιοθήκη του Ανοιχτού Πανεπιστημίου τα οποία και είναι διαθέσιμα για το κοινό.

15. Όπωςπ.χ. ταβιβλίατωνΒ. Stockton, Phoenix with Bayonet, George Town Publication, 1971, του K. Young, The Greek Passion, London, 1968,του D. Holden, Greece without Columns, Faber and Faber, London, 1972, του G. Kousoulas, The Origins of the Greek Military Coup, April 1967, Univ. Of Pennsylvania, 1969 ή του G. Kourvetaris, «The Greek Army Officer Corps: Its professionalism and military intervention» στο βιβλίο των M. Janowitz and J. Van Doorm (eds), On Military Intervention, Rotterdam, 1971, για να μνημονεύσω ορισμένα εξ αυτών. Ο Kouvertaris, θέλοντας προφανώς να ενσωματώσει στην ανάλυσή του και ορισμένα «ιθαγενή στοιχεία», όπως αυτό που αποκαλεί το σύνδρομο «παληκάρι-φιλότιμο» για τους εγχώριους πραξικοπηματίες, αναπόφευκτα καταλήγει σε αφελή συμπεράσματα. Γενικότερα, σημαντικοί πολιτικοί επιστήμονες της εποχής ασχολήθηκαν με το φαινόμενο των στρατιωτικών επεμβάσεων από διάφορες σκοπιές, όπως οι Η. Bienen, Η. Daalder, Μ. Feld, G. Germani, W. Gutteridge, L. Hamon, M. Janowitz, D. Lerner, L. McAlistair, H. Laswell, E. Lieuwen, F. Nunn, L. Pye, D. Rapoport, J. Verner, E. Shils κ.ά.

16. Στο βιβλίο του Η Κρίση των Δικτατοριών: Πορτογαλία, Ελλάδα, Ισπανία, Παπαζήση, 1975 που μάλλον γράφτηκε εσπευσμένα στα γαλλικά (La Crise des Dictatures, Maspero, 1975) για να καλύψει τις ραγδαίες τότε εξελίξεις (μεταφράστηκε αμέσως στα ελληνικά), αποδίδει το πραξικόπημα στην «ενδογενή αστική τάξη» η οποία «μπροστά στην άνοδο των λαϊκών αγώνων σύρθηκε από τη μεταπρατική αστική τάξη και υποστήριξε το πραξικόπημα». Ο στρατός χαρακτηρίζεται ως «το πραγματικό πολιτικό κόμμα της αστικής τάξης». Λιγότερο άκαμπτη, περισσότερο ευέλικτη και δημιουργική, στην ουσία λειτουργιστική και «συστημική», είναι η ανάλυση του Δημήτρη Χαραλάμπη στο βιβλίο του, Στρατός και Πολιτική Εξουσία: η δομή της εξουσίας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, Εξάντας, 1985.

17. Οφείλω πολλά στο θεωρητικό έργο του Νίκου Μουζέλη και τη δική του ενθάρρυνση. Με τίμησε με τις συμβουλές και τη φιλία του.

18. Βλ το κλασικό βιβλίο του Ανδρέα Λεντάκη, Παρακρατικές Οργανώσεις και 21η Απριλίου, Καστανιώτη, 1975. Εκπληκτικό δείγμα ερευνητικής δημοσιογραφίας για την εποχή το βιβλίο του Γ. Βούλτεψη, Υπόθεση Λαμπράκη, ΜΕΛΑ, 1966. Ο ανακριτής της υπόθεσης Λαμπράκη, Χρήστος Σαρτζετάκης, μετέπειτα πρόεδρος της Δημοκρατίας (1985-1990), δίνει τη δική του σκοπιά για την υπόθεση στο πρόσφατο δίτομο έργο του, Επιτελών το Καθήκον, εκδ. Κέρκυρα, 2016.

19. Για μια προσέγγιση στο θέμα βλ. Δέσποινα Παπαδημητρίου, Από τον λαό των νομιμοφρόνων στο έθνος των εθνικοφρόνων: η συντηρητική σκέψη στην Ελλάδα, 1922-1967, Σαββάλας, 2006. Η έρευνα βασίζεται στον αθηναϊκό Τύπο της περιόδου και σε άλλο αρχειακό υλικό.

20. Βλ. Π. Κανελλόπουλος, Πώς εφθάσαμεν στην 21η Απριλίου 1967, Εστία, 1997 (μεταθανάτια έκδοση). Βλ. επίσης, Ιστορικά Δοκίμια, 1975, με μεγάλη δόση αυτοκριτικής. Με εξαιρετική παιδεία, πλούσιο συγγραφικό έργο, δημοκρατικό ήθος, ήταν από τους πιο σημαντικούς πολιτικούς της συντηρητικής παράταξης.

21. Για την ΕΔΑ βλ. το δίτομο έργο του Τάσου Τρίκκα, ΕΔΑ 1951-1967: Το νέο πρόσωπο της Αριστεράς, Θεμέλιο 2009. (Για τη σύσταση της ΕΔΑ βλ. Γιώργος Λεονταρίτης, Το Ξεκίνημα της Μετεμφυλιακής Αριστεράς 1950-1953, Καστανιώτη, 2016). Βλ. επίσης, Πότης Παρασκευόπουλος (που διετέλεσε διευθυντής της Αυγής), Μαρτυρία 1963-67, Πώς φτάσαμε στη Δικτατορία, Διάλογος, 1974 και Γεώργιος Παπανδρέου: Τα δραματικά γεγονότα 1961-1967, Φυτράκης, 1988, όπου καταλογίζει βαρύτατες ευθύνες και στην ΕΔΑ και στον Παπανδρέου για την εξέλιξη των πραγμάτων.

22. Βλ. Ίδρυμα Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, Ιστορικό Αρχείο, www.ikm.gr Ο Κ. Μητσοτάκης, από τους σημαντικότερους φιλελεύθερους πολιτικούς της εποχής του, έξοχος κοινοβουλευτικός και κάθε άλλο παρά αντικομμουνιστής, διετέλεσε αργότερα πρωθυπουργός της χώρας (1990-1993) ως ηγέτης της Ν.Δ.

23. Από τις εκδόσεις της εφημερίδας Το Βήμα κυκλοφόρησαν, το 2015, μαζί με το κυριακάτικα φύλλα της εφημερίδας, τρεις τόμοι με τίτλο Βασιλεύς Κωνσταντίνος, Χωρίς τίτλο, με τις δικές του απόψεις, κρίσεις και εκτιμήσεις και με τη συγγραφική αρωγή του δημοσιογράφου Γιώργο Μαλούχου. Βλ. επίσης, Δημήτρης Μπίτσιος, Στο Όριο των Καιρών, Λιβάνη, 1997. Ο διπλωμάτης Μπίτσιος διετέλεσε διπλωματικός σύμβουλος του Κωνσταντίνου (1966-1967).

24. Βλ. μεταξύ άλλων, Γιώργος Καράγιωργας, Από τον ΙΔΕΑ στη χούντα ή πώς φτάσαμε στην 21η Απρίλιου, Παπαζήσης, 1975, Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στη Χούντα, Παπαζήσης, 1978 (5 τόμοι), Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας, Τολίδης, 1984, Σ. Γρηγοριάδης, Ιστορία της Δικτατορίας, Καπόπουλος, 1975, Μ. Παπακωνσταντίνου, Η Ταραγμένη Εξαετία (1961-1967) Από τη Μοναρχία στη Δικτατορία, 2 τόμοι, Προσκήνιο, 1997, R. Clogg, A Short History of Modem Greece, Cambridge Univ. Press, 1979, C. M. Woodhouse, Modem Greece: A short History, Faber, 1977.

25. Ούτε η βρετανική πλευρά φαίνεται να γνώριζε τις κινήσεις της ομάδας Παπαδόπουλου. Βλ. Alexandras Nafpliotis, Britain and the Greek Colonels, Tauris, 2012

26. Βλ. Νίκος Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, 1922-1974: όψεις της ελληνικής εμπειρίας, Θεμέλιο, 1983. Σχετικά με το Σύνταγμα του 1952 βλ. του ιδίου, Το Σύνταγμα και οι εχθροί τον στη νεοελληνική ιστορία 1900-2010, Πόλις, 2011, κεφ. 8 και 9.

27. Ο Γιάννης Βούλγαρης σωστά υπογραμμίζει: «θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι αυτή η κατάληξη ήταν μοιραία ή ότι η δικτατορία ήταν το αναγκαίο τίμημα που η Ελλάδα έπρεπε να καταβάλει προκειμένον να κερδίσει τη μετέπειτα δημοκρατική ομαλότητα. Θα ήταν προσβολή για τα θύματα της επτάχρονης βαρβαρότητας» (σελ. 69). Βλ. Η Μεταπολιτευτική Ελλάδα, 1974-2009, Πόλις, 2013.

28. Για μια συνοπτική αποτίμηση από ελληνική διπλωματική σκοπιά βλ. Μ. Αλεξανδράκης, Β. Θεοδωρόπουλος, Ε. Λαγάκος, Το Κυπριακό 1950-1974, Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1988. Οι συγγραφείς είχαν διατελέσει όλοι πρέσβεις. Επίσης, Γιάννος Κρανιδιώτης, Το Κυπριακό Πρόβλημα 1960-1974, Θεμέλιο, 1984.

29. Βλ. Γιάννης Ρουμπάτης, Δούρειος Ίππος, η αμερικανική διείσδυση στην Ελλάδα 1947-1967, Οδυσσέας, 1987 (Ο αγγλικός τίτλος είναι Tangled Webs, Pella, 1987). Ο Θεόδωρος Κουλουμπής είναι εξ αυτών που έχουν μελετήσει επισταμένα το θέμα των ελληνο-αμερικανικών σχέσεων και της διεθνούς πολιτικής της χώρας. Βλ. ενδεικτικά, Προβλήματα Ελληνοαμερικανικών Σχέσεων, Εστία, 1978, Τ. Couloumbis, J. Petropoulos, H. Psomiades, Foreign Interference in Greek Politics-An Historical Perspective, Pella, 1976, Greek Political reaction to American and NATO Influence, New Haven, Yale Univ. Press, 1966. Couloumbis-Hicks (επιμ.) Η Αμερικανική Πολίτική στην Ελλάδα και Κύπρο, Παπαζήσης, 1976. Είναι εκτεταμένο το έργο του Κουλουμπή για τις ελληνο-αμερικανικές σχέσεις. Επίσης G. Rousseas, The Death of Democracy in Greece and the American Conscience, Grove Press, NY, 1967 (Σ. Ρουσσέας, Ο θάνατος μιας Δημοκρατίας. Η Ελλάδα και η αμερικανική συνείδηση, Καστανιώτης, 1975. Σε αποχαρακτηρισμένα αμερικανικά έγγραφα στηρίζεται και το βιβλίο των Μ. Ιγνατίου και Κ. Παπαϊωάννου, «Ποιος Επιτέλους Κυβερνά αυτή τη Χώρα;», Λιβάνης, 2013 που αναφέρεται κυρίως στην περίοδο 1961-1967. Επίσης, Λώρενς Στερν, Λάθος άλογο, Λευκωσία, Ταμασός, 1977. (Laurence Stern, The Wrong Horse: The Politics of Intervention and the Failure of American Diplomacy, N.Y., 1977). Επίσης, L.S. Winner, American Intervention in Greece, 1982. N. Stavrou, Allied Politics and Military Interventions: The Political Role of the Greek Military, Papazissis, 1976.α

30. Βλ. Αλέξης Παπαχελάς, Ο Βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας: Ο Αμερικανικός Παράγων, 1947-1967, Εστία, 1997.

31. Robert Keeley, Η αμερικανική πρεσβεία και η κατάρρευση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, 1966-1969- Η μαρτυρία ενός διπλωμάτη, Πατάκη, 2010.

32. Σχετικά με τις αμερικανικές αντιλήψεις για τους Παπανδρέου βλ. Αριστοτελία Πελώνη, Ιδεολογία κατά ρεαλισμού: Η αμερικανική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα 1963-1976, Πόλις, 2010. Το βιβλίο βασίζεται στην αξιολόγηση αμερικανικού αρχειακού υλικού. Για τους Παπανδρέου βλ. Κεφ. 6. Βλ. επίσης, Σωτήρης Ριζάς, Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η δικτατορία των συνταγματαρχών και το κυπριακό ζήτημα 1967-1974, Πατάκη, 2001.

33. Στο βιβλίο των Ιγνατίου-Παπαϊωάννου (βλ. ανωτ. υποσ. 22 ) περιέχεται αναλυτική βιβλιογραφία περί του ανδρός, από τις ηγετικές προσωπικότητες και τους σημαντικότερους πολιτικούς μετά τον Ελ. Βενιζέλο στον 20ό αιώνα που διαμόρφωσαν τις τύχες της χώρας κι άφησαν βαρύτατη πολιτική κληρονομιά. Βλ. το 12τομο έργο, Αρχείο, Γεγονότα και Κείμενα, Κωνσταντίνος Καραμανλής, 50 Χρόνια Πολιτικής Ιστορίας. Εκδοτική Αθηνών, 1977 με την επιμέλεια του Κ. Σβολόπουλου. Βλ. επίσης Ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής www.ikk.gr

34. Ανδρέας Παπανδρέου, Η Δημοκρατία στο Απόσπασμα, Λιβάνης, 2006. To " βιβλίο, που γράφτηκε και εκδόθηκε στα αγγλικά το 1971, με τίτλο Democracy at Gunpoint, The Greek Front, σε χαρτόδετη δε έκδοση από Pelican Books, 1973, αφιερώνεται στον πατέρα του. Για το συγγραφικό έργο ταυ βλ. Ίδρυμα Ανδρέα Παπανδρέου, www.agp.gr Δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν εδώ τα βιβλία κ.τ.λ. που έχουν γραφεί για τη προσωπικότητα και πολιτική -του για εκείνη της περίοδο. Βλ. π.χ. Ανδρέας Πανταζόπουλος, Για το Λαό και το Έθνος: η στιγμή τον Ανδρέα Παπανδρέου, 1965-1967, Πόλις, 2001. Για τις σχέσεις του Ανδρέα με την Αριστερά έχει διατυπώσει τη γνώμη του ο Λεωνίδας Κύρκος. Βλ. τις συνεντεύξεις του στον Γ. Δουατζή. Καθημερινή 14/10/2006 και Αλ. Παπαχελά, Καθημερινή, 3/12/2006. Επίσης, Λ. Κύρκος, Στιγμές από την προσωπική μου διαδρομή, Εστία, 2007. Βλ. επίσης Μ. Ευρυβιάδης-Μ. Ιγνατίου, CM, Ο Απόρρητος Φάκελος τον Ανδρέα, Λιβάνης, 2010. Η ηγετική, μολονότι αμφιλεγόμενη, και χαρισματική προσωπικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου και η πρωθυπουργία του (1981-1989 και 1993-1996) σφράγισαν κατά πολλούς τρόπους, θετικούς και αρνητικούς, την πολιτική ζωή της χώρας στη μεταπολίτευση.

35. Βλ. Δημήτρης Ραυτόπουλος, Αναθεώρηση Τέχνης: Η «Επιθεώρηση Τέχνης» και οι άνθρωποί της, Εκδ. Σοκόλη-Κουλεδάκη, 2006. Βλ. επίσης τις συνεντεύξεις του στο The Books Journal (25/6/2015) και στην Athens Voice (15/4/2015).

36. Β. Παπακοσμάς, Ο Στρατός στην Πολιτική Ζωή της Ελλάδος, Εστία, 1981

37. Γ. Μαυροκορδάτος, 1915:0 Εθνικός Διχασμός, Πατάκης, 2015,

38. Γ. Δερτιλής, Κοινωνικός Μετασχηματισμός και Στρατιωτική Επέμβαση 1880- 1909, Εξάντας, 1977. Το Παράρτημα II (σελ. 246-258) αναφέρεται σε προβλήματα μεθοδολογίας στη μελέτη των στρατιωτικών Επεμβάσεων.

39. Θάνος Βερέμης, Οι Επεμβάσεις του Στρατού στην Ελληνική Πολιτική, 1916- 1936, Εξάντας, 1977, βασίζεται στη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης - Trinity College (The Greek Army in Politics 1922-1935) αξιοποιώντας βρετανικά και ελληνικά ιδιωτικά αρχεία.

40. Θάνος Βερέμης, Στρατός και Πολιτική, Σάκκουλας, 1989. Βλ. επίσης Thanos Veremis, The Military in Greek Politics: From Independence to Democracy, C. Hurst and Company, London, 1997.

41. Γ. Γιαννόπουλος-Richard Clogg (επιμ.), Η Ελλάδα κάτω από Στρατιωτικό Ζυγό, Παπαζήσης, 1976 (αγγλική έκδοση, Greece under Military Rule, Seeker and Warburg, London, 1972).

42. Βλ. Γ. Αναστασιάδης, Πολίτευμα και Κομματικοί Σχηματισμοί στην Ελλάδα 1952-1957, Παρατηρητής, 1991.

43. J. Meynaud, (σε συνεργασία Π. Μερλόπουλου και Γ. Νοταρά), Πολιτικές Δυνάμεις στην Ελλάδα, Μπάυρον, 1966 καθώς και η ανάλυση του ιδίου για την 21η Απριλίου, Rapport sur l?abolition de la Democracie en Grece, Montreal, 1967 (H βασιλική εκτροπή από τον κοινοβουλευτισμό τον Ιουλίου 1965, Μπάυρον, 1974). Συναφώς βλ. Κ. Tsoukalas, The Greek Tragedy, Penguin, 1969 (Κ. Τσουκαλάς, Η Ελληνική Τραγωδία: Από την Απελευθέρωση ως τους Συνταγματάρχες, Λιβάνης, 1981), R. Roufos (the Athenian), Inside the Colonels? Greece, London, 1972. Επίσης, Μ. Βασιλάκης (επιμ.), Από τον Ανένδοτο στη Δικτατορία, Αθήνα, Παπαζήσης, 2009)

44. Νίκος Μουζέλης, Νεο-ελληνική Κοινωνία-Όψεις Υπανάπτυξης, Εξάντας, 1978 (Nicos Mouzelis, Modern Greece-Facets of Underdevelopment, Macmillan, London 1978). Νίκος Μουζέλης, Κοινοβουλευτισμός και Εκβιομηχάνιση στην Ημιπεριφέρεια: Ελλάδα, Βαλκάνια, Λατινική Αμερική, Θεμέλιο, 1987 (Nicos Mouzelis, Politics in the Semi-Periphery: Early Parliamentarism and Late Industrialization in the Balkans and Latin America, Macmillan, London, 1986). Capitalism and Dictatorship in Post-war Greece, New Left Review. 1/96, March-April, 1976.

45. Κώστας Κωστής, «Τα Κακομαθημένα Παιδιά της Ιστορίας», Η Διαμόρφωση τον Νεοελληνικού Κράτους 18ος-21 ος Αιώνας, Πόλις, 2013. Το κεφ. 11 αναφέρεται στην περίοδο 1950-1974 με τίτλο «Αντικομμουνιστικό Κράτος».

46. Δημήτρης Παπανικολόπουλος, Ο κύκλος Διαμαρτυρίας τον ?60, Συλλογική Δράση και δημοκρατία στην προδικτατορική Ελλάδα, εκδ. Νήσος, 2015

47. Κωστής Κορνέτης, Τα Παιδιά της Δικτατορίας, Φοιτητική Αντίσταση, Πολιτισμικές Πολιτικές και η μακρά δεκαετία τον εξήντα στην Ελλάδα, Πόλις, 2015 (Kostis Kornetis, Children of the Dictatorship. Student Resistance, Cultural Politics, and the «Long 1960s» in Greece, Berghahn Books, 2013. Η έρευνα βασίζεται σε πρωτογενείς -συνεντεύξεις, αρχειακό υλικό, εφημερίδες και περιοδικά- και δευτερογενείς πηγές (βιβλία και μελέτες).


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο τίτλος του άρθρου είναι δανεισμένος από το ποίημα The Waste Land (1922) του T.S.Eliot


April is the cruellest month,

Breeding lilacs out of the dead land,

Mixing memory and desire,

Stirring dull roots with spring rain.


Ο Απρίλης είναι ο πιο σκληρός μήνας,

γεννώντας πασχαλιές μέσ? από τη νεκρή γη,

σμίγοντας μνήμη με πόθο,

ανακινώντας ράθυμες ρίζες μ? ανοιξιάτικη βροχή.






Πηγή: booksjournal.gr