Αυτό που παρακολουθούμε είναι ο θάνατος ενός κόμματος. Με Κασσελάκη αύριο ή χωρίς Κασσελάκη, το μοιραίο έχει ήδη επέλθει την προηγούμενη Κυριακή. Μπορούμε να επιστρατεύσουμε περίπλοκες ορολογίες για τη δύναμη της επικοινωνίας και της «μεταπολιτικής», μπορούμε να συνωμοσιολογήσουμε κατά βούληση για τον υποτιθέμενο υπόγειο ρόλο του Α. Τσίπρα, των Αμερικανών ή των «μεγάλων συμφερόντων», ο πυρήνας όμως του γεγονότος είναι ένας και αδιαμφησβήτητος. Μια ομάδα του κόμματος επέλεξε να προωθήσει έναν ερχόμενο πολιτικά από το Πουθενά, και εβδομήντα χιλιάδες ψηφοφόροι αυτού του κόμματος ψήφισαν το προσώρας Τίποτα. Και μάλιστα το Τίποτα στολισμένο με ό,τι παραδοσιακά αποστρεφόταν το φαντασιακό της Αριστεράς. Εννοείται ότι το Πουθενά και το Τίποτα δεν αναφέρονται στον άνθρωπο Κασσελάκη, οι ικανότητες και ο ρόλος του οποίου θα κριθούν στο προσεχές μέλλον. Αναφέρονται στην ιστορική διαδρομή ενός συγκεκριμένου κόμματος και ενός συγκεκριμένου πολιτικού χώρου που καθόρισε (κυρίως αρνητικά) την εξέλιξη της χώρας την τελευταία δεκαετία.
Για να καταλάβουμε πώς συνέβη χρειάζεται πιστεύω να ξεκινήσουμε από τρία πράγματα. Πρώτον, το «γεγονός Κασσελάκη» δεν συνιστά αφετηρία κάποιας γενικής τάσης αλλαγής του συνόλου της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας. Δεν μπορούσε να συμβεί ούτε στη ΝΔ ούτε στο ΠΑΣΟΚ. Συνέβη στον ΣΥΡΙΖΑ γιατί σχετιζόταν με τη φύση και τις διαδοχικές μεταλλάξεις αυτού του κόμματος. Δεύτερον, το «γεγονός Κασσελάκη» δεν συνιστά ένα επιπλέον σύμπτωμα των μετασχηματισμών που συμβαίνουν στις σημερινές δυτικές κοινωνίες, όπως σε πολλά σχόλια παρουσιάζεται. Πρόκειται για ελληνική και συριζαϊκή ιδιομορφία. Δεν μοιάζει με τις περιπτώσεις του Τραμπ, του Μπερλουσκόνι, ή της Σλέιν, κανείς εξ αυτών δεν προέκυψε από το Πουθενά και το Τίποτα.Τρίτον, το μέλλον μάς επιφυλάσσει μια σκληρή Πολιτική, γεμάτη δύσκολα και επώδυνα διλήμματα, και όχι μια ανάλαφρη εκδοχή όπως οι «μεταμοντέρνες» δοξασίες υποθέτουν. Και οι ηγεσίες θα κριθούν όχι για τα χαμόγελά τους, αλλά για την ικανότητά τους να πάρουν δύσκολες αποφάσεις.
Το «γεγονός Κασσελάκη» είναι η κατάληξη μιας διαδρομής κατά την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ βαθμιαία άδειαζε από προγραμματικό περιεχόμενο, απλοποιούσε την κοινωνική πραγματικότητα, αντικαθιστούσε την αριστερή ιδεολογία με τη λαϊκιστική εχθροπάθεια και συγκέντρωνε την κομματική εξουσία στα χέρια του Αρχηγού. Στα κενά που άφηναν οι συνεχείς μεταλλάξεις εισχωρούσαν ανεμπόδιστα τα πιο εκφυλιστικά φαινόμενα που υφίσταται η Πολιτική στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Ένας κομματικός χώρος με αδιαμόρφωτη φυσιογνωμία, και υπό παρατεταμένη μετάλλαξη, δεν είχε τις αντιστάσεις στις παρακμιακές εκφάνσεις της Πολιτικής. Έτσι οι διεθνείς τάσεις έβρισκαν ένα ιδιόμορφο εθνικό θερμοκήπιο κατάλληλο για να θεριέψουν.
Οι διαδοχικές μεταλλάξεις ήταν στην ουσία ένας αργός θάνατος της ιστορικής Αριστεράς μέχρι τη σημερινή κατάληξη στο Τίποτα. Ο ΣΥΡΙΖΑ διέτρεξε σε ελάχιστο σχετικά χρόνο αυτή την πορεία. Ξεκίνησε ως ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ, ως μικρό κόμμα της μετακομμουνιστικής αριστεράς που αναζητούσε νέα φυσιογνωμία μετά την κατάρρευση του Τείχους. Η κυριαρχία των εκ των ΚΚΕ προερχομένων δυνάμεων όριζε το πεδίο της αναζήτησης κάπου «αριστερά της Σοσιαλδημοκρατίας» και σε σύγκρουση με τη Σοσιαλδημοκρατία. Το άλμα όμως και η θεμελιακή μετάλλαξη έγινε με την οικονομική χρεοκοπία. Πρόγραμμά του έγινε το Αντιμνημόνιο, δηλαδή ένας Ριζοσπαστικός Συντηρητισμός, όπου η επιθετικότητα του λόγου έκρυβε ότι περιεχόμενό του ήταν η συντήρηση του υπάρχοντος, η άρνηση κάθε μεταρρύθμισης. Ταυτόχρονα έφτιαχνε ήδη μια «δική του πραγματικότητα» καθώς η «αγανάκτηση» υποκαθιστούσε την κατανόηση της εθνικής κρίσης και των διεθνών συσχετισμών. Ο κομματικός φορέας και ο πολιτικός χώρος που διαμορφώθηκε τότε περιλάμβανε στελέχη της ιστορικής αριστεράς, τη νεότερη φουρνιά της αντιπαγκοσμιοποιητικής και δικαιωματικής κουλτούρας, αριστερίστικες ομάδες, μέχρι νεοαναρχικούς και «μπάχαλους». Ο εθνικολαϊκιστικός λόγος συγκολλούσε το πολυσυλλεκτικό αμάλγαμα υποκαθιστώντας και μεταλλάσσοντας βαθμιαία τον αριστερό λόγο. Ο νεαρός «Αλέξης» με το χαμόγελο και τη φωτογένεια σε αντίθεση με τα ηλικιωμένα στελέχη και από τους Καμμένους που τον περιστοίχιζαν, άρχισε να γίνεται πυλώνας του χώρου και να προσδίδει νεότητα στον εγγενή συντηρητισμό τού ΣΥΡΙΖΑ. Κάποιος θα μπορούσε ήδη να διακρίνει τα σπέρματα προς το σημερινό Τίποτα, αλλά ήταν ακόμα νωρίς και υπήρχαν πολλές άλλες πιθανές διαδρομές.
Μία από αυτές μπορούσε να είναι μια γενναία αυτοκριτική της πορείας και αναθεώρηση της φυσιογνωμίας του κόμματος μετά την τυχοδιωκτική «διαπραγμάτευση» Βαρουφάκη και την κωλοτούμπα του 2015. Η αναθεώρηση δεν ήταν απλώς χρήσιμη, αλλά απαραίτητη. Θα οδηγούσε ίσως σε ένα κόμμα ευρωπαϊκής δημοκρατικής αριστεράς. Αντιθέτως, όταν γίνεσαι κυβέρνηση με πρόγραμμα το αντιμνημόνιο και ύστερα κυβερνάς με το τρίτο μνημόνιο, τότε αδειάζεις ιδεολογικά-προγραμματικά την παράταξή σου και αποδιαρθρώνεις τον κόσμο σου. Και όντως, η κυβερνητική θητεία ήταν ένα μείγμα συντηρητισμού, δομικής καθήλωσης, ριζοσπαστικής ρητορείας και προφανούς πολιτιστικής ανεπάρκειας του ηγετικού πολιτικού προσωπικού. Σαν αντίδοτο στο προγραμματικό και πολιτικό Κενό που μεγάλωνε, εντάθηκε ο λαϊκισμός, η πρακτική του διχασμού και η συνεχής κατασκευή «εχθρών». Το αποκορύφωμα ήταν η πρωτοφανής «δίωξη» όλου του αντίπαλου ηγετικού προσωπικού με την υπόθεση Novartis. Παράλληλα, εντάθηκε η καθεστωτική νοοτροπία, το κόμμα έγινε παρακολούθημα του κράτους, τα στελέχη κρατικοί πάτρωνες, και τα μέλη οπαδοί προσώπων και «τάσεων». Στον αστερισμό αυτόν ενισχύθηκε κατακόρυφα η εξουσία του Τσίπρα που γινόταν ο βασικός ενοποιητικός κρίκος.
Μετά την εκλογική ήττα του 2019 όλες οι αδυναμίες οξύνθηκαν. Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε το κόμμα του Τσίπρα με συνεδριακή επικύρωση. Ο προγραμματικός λόγος ξέπεσε σε σοσιαλμηντιακό επίπεδο, η αντιπολίτευση σε επίπεδο τρολιάς. Βαθμιαία παγιδεύτηκε το ίδιο το κόμμα και ο κόσμος του, όχι σε μια μετα-αλήθεια, αλλά σε μια μετα-πραγματικότητα που έχανε την επαφή με την κοινωνία. Ακόμα και τα έμπειρα στελέχη έπαψαν να βλέπουν ότι βλέπαμε όλοι οι απέξω. Η λαϊκιστική κουλτούρα του χώρου ταυτίστηκε με μια δηλητηριώδη εχθροπάθεια που συρρικνώθηκε όχι στους «πάνω», όχι στις «ελίτ», αλλά σε ένα πρόσωπο. Η Αριστερά είχε γίνει απλώς Αντιδεξιά, και η Αντιδεξιά απλώς Αντιμητσοτακισμός. Ο λαϊκισμός λέει ο πολιτικός επιστήμονας Κας Μούντε είναι μια «ισχνή ιδεολογία» που κάθεται πάνω σε μια ισχυρότερη, π.χ. την αριστερή ιδεολογία. Όπως ο σκορπιός πάνω στον βάτραχο για να περάσει το ποτάμι. Ο σκορπιός ξέρουμε δάγκωσε τον βάτραχο στη μέση του ποταμού γιατί «έτσι ήταν η φύση του» και πέθαναν αντάμα.
Έτσι κι ο ΣΥΡΙΖΑ πέθανε με τον ίδιο παράξενο τρόπο την προηγούμενη Κυριακή. Η ισχυρή υποβαστάζουσα ιδεολογία είχε σχεδόν εξατμιστεί, έμεινε ένας επιφανειακός φλοιός «ισχνής ιδεολογίας» όσο ήταν ο «Αντιμητσοτακισμός». Επειδή «έτσι ήταν η φύση του» επέτρεψε σε έναν κύριο που έρχεται από το Πουθενά και προτείνει το Τίποτα να κερδίσει την πλειοψηφία μελών, φίλων και «φασαίων», προωθούμενος μάλιστα από τους πιο λαϊκιστικούς και καρεκλοκενταυρικούς κύκλους του κόμματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε μια εθνική ιδιοτυπία της περιόδου της κρίσης, με την εκλογική του επιτυχία έγινε ευρωπαϊκή ιδιοτυπία, και τώρα με τον παράξενο θάνατό του θα αναγορευτεί σε παγκόσμια πρωτοτυπία.
Πηγή: www.tanea.gr