Ο ορισμός της διαπλοκής

Νικηφόρος Αντωνόπουλος 03 Μαϊ 2017

Προσπαθώ να θυμηθώ Ελληνα επιχειρηματία ο οποίος, να έχει χειροκροτήσει τον πρωθυπουργό, που του χάρισε κάπου 40 εκατομμύρια και να τον ταυτίζει μ’ έναν ξένο ηγέτη, έστω και αμφιλεγόμενο, που να έχει στραφεί ανοιχτά εναντίον του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, «προβλέποντας» μάλιστα ότι δεν θα γίνει πρωθυπουργός (!) και καρφώνοντας κάποιους βουλευτές, που ενώ ευεργετήθηκαν (πώς; με ποιον τρόπο;;) από αυτόν, δεν του το ανταπέδωσαν και, φυσικά, δεν βρίσκω!

Οχι γιατί δεν υπήρξαν επιχειρηματίες που δεν είχαν αναπτύξει σχέσεις με προηγούμενες κυβερνήσεις και που δεν ευνοήθηκαν από αυτές (πάνω από 60 χρόνια δύο παρατάξεις κυβέρνησαν την Ελλάδα με κόμματα που είχαν διάφορα ονόματα…) αλλά γιατί πράγματι, ουδείς επιχειρηματίας βγήκε ποτέ στα κεραμίδια για να εκφράσει τον … θαυμασμό του για τον πρωθυπουργό που του χάρισε έτσι ανοιχτά κάποια εκατομμύρια και, πολύ περισσότερο, να στραφεί με τέτοια ωμότητα εναντίον του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και ταυτόχρονα να ομολογεί ότι στόχος του είναι μπει στο «κόλπο» των Μέσων Ενημέρωσης αποκτώντας εφημερίδες – τις οποίες μάλιστα και κατονομάζει, τέτοια σιγουριά ο άνθρωπος!… – καθώς και Μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι!

Αν αυτό που βλέπουμε να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας και να ομολογείται με τέτοιο κυνικό τρόπο δεν αποτελεί τον ορισμό της διαπλοκής, τότε πραγματικά, οι λέξεις έχουν πλέον χάσει και τη σημασία που είχαν και την όποια αξία τους.

Και βέβαια, ο εκ Ρωσίας και βορείου Ελλάδας επιχειρηματίας, βρίσκει και τα λέει και τα κάνει. Πού αλλού και πότε στο παρελθόν, βγήκε ο πρωθυπουργός στη Βουλή για να πάρει επάνω του μια τόσο διάτρητη τροπολογία που σβήνει από ένα επιχειρηματία μια υποχρέωση κάπου 38 εκατομμυρίων από πρόστιμα που καταλογίστηκαν στην εταιρία του για πράξεις λαθρεμπορίας που είχαν γίνει πριν την αναλάβει αυτός;

Πέραν του ότι κάθε επιχειρηματίας, ανεξαρτήτως μεγέθους, πριν αναλάβει οποιαδήποτε εταιρία ερευνά διεξοδικά όλα τα οικονομικά στοιχεία της, τις υποχρεώσεις και τα όποια βάρη πιθανόν να έχει, γεγονός παραμένει ότι η κυβέρνηση επιχείρησε κρυφίως να «καλύψει» την υπόθεση του προστίμου των 38 εκατομμυρίων, με μια τροπολογία ενός άσχετου βουλευτή σε άσχετο νομοσχέδιο, «εν τω μέσω της νυκτός»!.. Και μόνο όταν αποκαλύφθηκε η δουλειά και έγινε ο κακός χαμός έτρεξε στη Βουλή ο ίδιος ο πρωθυπουργός να υπερασπιστεί την τροπολογία, να αποκαλύψει τον ποιον αφορά – αφού προηγουμένως το είχε «καρφώσει» ο Καμμένος… – και να υποχρεώσει τους βουλευτές του να την ψηφίσουν!

Αν υποθέσουμε ότι πράγματι το κράτος είχε κάποια υποχρέωση να «καλύψει» τον επιχειρηματία, γιατί θα έπρεπε να ακολουθηθεί μια τόσο διάτρητη διαδικασία; Αν υπήρχε πράγματι μια τέτοια υποχρέωση, θα μπορούσε η κυβέρνηση να έρθει σε συνεννόηση με την αντιπολίτευση, να εξηγήσει τους λόγους και να φέρει κανονικά την τροπολογία μέσω του αρμόδιου υπουργού και με την απαραίτητη σ’ αυτές τις περιπτώσεις έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου για το κόστος της. Το ότι δεν επιλέχτηκε αυτή η πολιτικά ορθή, καθαρή, διάφανη διαδικασία, έχει δυο πιθανές εξηγήσεις:

– Ή είναι τόσο … «μεγάλη» η υποχρέωση που έχουν αναλάβει απέναντι στον Σαββίδη, ώστε να μην υπολογίζουν ούτε τις εντυπώσεις, ούτε καν το πιθανό πολιτικό κόστος από την αποκάλυψη…

– Ή είναι τέτοια και τόση η αλαζονεία τους που δεν κρατάνε ούτε τα προσχήματα. Η «δουλειά», το «νταραβέρι» να γίνεται κι ας τους να λένε…

Πέραν ωστόσο της πολιτικής διάστασης που έχει αυτή η υπόθεση, υπάρχει και μια ακόμη, που αφορά το πώς διαμορφώνεται το τοπίο της ενημέρωσης – και για να πούμε τα πράγματα με το όνομα τους, το πώς μεθοδεύει η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός πώς θα διαμορφωθεί ο χώρος των ΜΜΕ έτσι ώστε να υπηρετεί ανοιχτά την κυβέρνηση και τα σχέδιά της και ιδιαίτερα τον Τσίπρα και την ομάδα με την οποία κυβερνά.

Κι εδώ θα επαναλάβω βέβαια, ότι ουδέποτε στο παρελθόν επιχειρήθηκε μια τόσο ωμή παρέμβαση στον Τύπο κι τα Μέσα Ενημέρωσης. Όπως βέβαια και ουδέποτε, με εξαίρεση βέβαια την περίοδο της δικτατορίας, παραδοσιακά Μέσα Ενημέρωσης, ευάλωτα οικονομικά λόγω της κρίσης και της κακοδιαχείρισης των ιδιοκτητών τους, αλλά και δημοσιογράφοι, δεν εκβιάστηκαν τόσο ανοιχτά ώστε να αλλάξουν την πολιτική που επί δεκαετίας ακολουθούσαν και είχαν γι’ αυτό κερδίσει την υποστήριξη των αναγνωστών τους.

Η κρίση στο χώρο των Μέσων Ενημέρωσης είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Εχει πλήξει κυρίως την έντυπη δημοσιογραφία, αλλά δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστα το ραδιόφωνο και τα κανάλια. Δεκάδες εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και κανάλια συνεχούς ροής ειδήσεων έχουν πτωχεύσει και έχουν κλείσει ή βρίσκονται σε καθεστώς εκκαθάρισης.

Όπως περιγράφει την κρίση ο Ιγνάσιο Ραμονέ, πρώην διευθυντής της Μοντ Ντιπλοματίκ, «ο πλανήτης των Μέσων Ενημέρωσης δέχτηκε ένα τρομερό πλήγμα. Το διαδίκτυο έπεσε σαν μετεωρίτης πάνω του. Η ένταση της πρόσκρουσης πρέπει να ήταν τόσο μεγάλη όσο του μετεωρίτη που ευθύνεται για την εξαφάνιση των δεινοσαύρων. Αυτό (εννοεί, το διαδίκτυο) είναι και η αιτία που προκάλεσε τη ριζική αλλαγή όλου του οικοσυστήματος των μέσων ενημέρωσης και τη μαζική εξαφάνιση της έντυπης δημοσιογραφίας».

Η κρίση των Μέσων Ενημέρωσης έχει πλήξει βέβαια και την χώρα μας, με τη διαφορά ωστόσο, ότι ενώ σε χώρες όπως η Αγγλία, η Γαλλία ή και η Ιταλία οι κυβερνήσεις λαμβάνουν μέτρα για να μπορέσουν κυρίως οι παραδοσιακές εφημερίδες να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες από το διαδίκτυο και να επιβιώσουν, στην Ελλάδα, αντίθετα, η κυβέρνηση επιχειρεί να εκμεταλλευτεί την άσχημη οικονομική κατάσταση των Μέσων – που με ευθύνη των εκδοτών, αλλά και των τραπεζών που με πολιτική παρότρυνση παρείχαν ανεξέλεγκτο δανεισμό – προκειμένου να θέσει υπό τον έλεγχό της την Ενημέρωση.

Πέραν των ενεργειών του Νίκου Παππά να δημιουργήσει φιλοκυβερνητικό ολιγοπώλιο με το γνωστό νόμο για τον περιορισμό των καναλιών σε τέσσερα, που κατέπεσε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, πέραν των στοχευμένων ανοιχτών επιθέσεων σε Μέσα και δημοσιογράφους, υπάρχει και η επίσημα εκφρασμένη στη Βουλή «θέση» του «ειδικού συμβούλου» του πρωθυπουργού και υπουργού Επικρατείας, Χριστόφορου Βερναρδάκη, ότι «η αυτονόμηση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης συνιστά παθογένεια του πολιτικού και οικονομικού συστήματος στην Ελλάδα», κι επομένως «χρειάζεται ρύθμιση», δηλαδή παρέμβαση, για να πάψουν τα ΜΜΕ να είναι αυτόνομα, δηλαδή μη ελεγχόμενα.

Κι ακριβώς την όποια «αυτονομία» των Μέσων ήρθε να χτυπήσει με τον πιο άγριο τρόπο η διάλυση των Ταμείων των δημοσιογράφων και των εργαζόμενων στα ΜΜΕ με την αφαίρεση των καχεκτικών πόρων που τα συντηρούσαν στη ζωή μαζί με τις μειωμένες πλέον εισφορές των εργαζομένων, λόγω της τεράστιας ανεργίας που έπληξε τον κλάδο, χωρίς καμιά πρόβλεψη για αντικατάσταση των πόρων που εν μια νυκτί αφαιρέθηκαν.

Δεν ήταν απλώς μια τιμωρητική ενέργεια σε βάρος των δημοσιογράφων, τους οποίους έτσι κι αλλιώς είχαν στοχοποιήσει. Ηταν μια μεθοδευμένη ενέργεια προκειμένου να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο της Ενημέρωσης. Αυτόνομη δημοσιογραφία χωρίς αυτονομία οικονομικών μέσων, απλώς δεν υπάρχει. Κι αυτό το ξέρουν πολύ καλά και ο Τσίπρας και ο Βερναρδάκης και ο Παππάς και το μαθαίνει ευρισκόμενος στην «πρώτη γραμμή» και ο νεότερος της ομάδας, Δημήτρης Τζανακόπουλος…

Προσωρινά, φραγμό στα σχέδια της κυβέρνησης για άμεσο έλεγχο των τηλεοπτικών κναλιών έβαλε αρχικά η απόφαση του ΣτΕ καταργώντας το νόμο Παππά, ενώ στο χώρο του Τύπου, όπου και αναπτύσσεται απροκάλυπτα σχεδόν μια νέα διαπλοκή προς όφελος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η επιτυχής, ως τώρα, προσπάθεια των εργαζομένων στα ΝΕΑ και ΤΟ ΒΗΜΑ, να κρατήσουν σε λειτουργία τις εφημερίδες και τα άλλα μέσα του ΔΟΛ, απέτρεψε τόσο την απαξίωση τους όσο και το διαμελισμό και το ξεπούλημά τους σε καραδοκούντες «επενδυτές» που τα θέλουν ως προθάλαμο για «να μπουν» και στο Μέγκα. Όπως ακριβώς το ομολόγησε και ο Ιβάν Σαββίδης.

Και σ’ αυτό το σημείο είναι που η υπόθεση Σαββίδη φεύγει πια από το επίπεδο ενός σκανδάλου και αποκτά ιδιαίτερο πολιτικό, αλλά και δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, καθώς αφορά άμεσα το πώς θα ασκείται πλέον στην Ελλάδα η Ενημέρωση, το πώς θα ασκούν οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι τη δουλειά τους, που δεν είναι άλλη από την αναζήτηση της αλήθειας, από την άσκηση κριτικής σε κάθε μορφής εξουσία, από την αποκάλυψη του πώς και ποιοι υπονομεύουν εν τέλει το  Δημοκρατικό Πολίτευμα, με αυταρχικές μεθόδους διακυβέρνησης, με τη δημιουργία ενός κομματικού κράτους, με την υποταγή θεσμών, λειτουργιών και αρχών στις αξιώσεις και επιδιώξεις της κυβέρνησης και του κόμματος που την στηρίζει.

Η κρίση στο χώρο της Ενημέρωσης στην Ελλάδα είναι πολύπλευρη και συνυπεύθυνοι είναι πολλοί:

– Είναι ασφαλώς όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις που δημιούργησαν ένα άναρχο ραδιοτηλεοπτικό πεδίο πλήρους ασυδοσίας και που διαμόρφωσαν και στήριξαν ένα καθεστώς αδιαφανών οικονομικών και πολιτικών σχέσεων με εκδότες και καναλάρχες…

– Είναι τα πολιτικά κόμματα που ανέχτηκαν αυτό που υποκριτικά κατάγγελλαν ως «διαπλοκή», στο βαθμό που εξασφάλιζε και τη δική τους παρουσία στο «παιχνίδι»…

– Είναι οι συνδικαλιστικές ηγεσίες τόσο στο χώρο των δημοσιογράφων όσο και στο χώρο της κρατικής ραδιοτηλεόρασης, οι οποίες, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν λόγω της κρίσης στο χώρο της ενημέρωσης – κλείσιμο εντύπων, καναλιών και ραδιοσταθμών, απολύσεις, μειώσεις αποδοχών  – αναμασούσαν πεπαλαιωμένα συνθήματα και ως απάντηση στην εργοδοτική αυθαιρεσία κατέφευγαν σε αναποτελεσματικές μορφές πάλης, οι οποίες ενώ δεν αντιμετώπιζαν τα υπαρκτά προβλήματα, τελικά αποξένωσαν τους φορείς της ενημέρωσης από την κοινή γνώμη που βρίσκεται αντιμέτωπη με τα δικά της οξύτατα προβλήματα.

– Είναι τέλος η σημερινή κυβέρνηση, η οποία, πέραν των όσων ήδη αναφέρθηκαν, αντί να αναλάβει πρωτοβουλίες για να υπάρξει ένας ουσιαστικός διάλογος με τα κοινοβουλευτικά κόμματα, τους εργοδότες και τους εργαζόμενους, για τα προβλήματα στο χώρο της ενημέρωσης, με τον οποίο να αναζητηθούν μέσα και τρόποι αντιμετώπισης της κρίσης, επιχειρεί να την εκμεταλλευθεί για να στήσει τη δική της διαπλοκή με αμφιλεγόμενες πρακτικές και πρόσωπα, όπως άλλωστε τα ίδια τα γεγονότα αποκαλύπτουν και επιβεβαιώνουν.

Θα πρέπει από όλες τις πλευρές να γίνει κατανοητό ότι η κρίση είναι βαθειά, έχει προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στο ενημερωτικό τοπίο και θα κρατήσει για πολύ χρόνο ακόμη.

Και κυρίως, θα πρέπει άπαντες να κατανοήσουν ότι η ενημέρωση δεν είναι εμπορικό προϊόν και δεν μπορεί να γίνεται αντικείμενο συναλλαγών.

Η ενημέρωση είναι προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία του Πολιτεύματος.

Κι αυτό οφείλουν οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι να το κάνουν σημαία τους, απευθυνόμενοι άμεσα και με κάθε τρόπο στον κόσμο που βομβαρδίζεται με ψεύδη και άθλιες συκοφαντίες εναντίον τους, ως δήθεν οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι των σκληρών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν…