Ο Ολάντ και η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία

Ναπολέων Μαραβέγιας 24 Φεβ 2013

Με αφορμή την πρόσφατη επίσκεψη του Γάλλου προέδρου στη χώρα μας, μπορεί να τεθεί και πάλι το ερώτημα κατά πόσο μπορεί να εφαρμοστεί μια σοσιαλδημοκρατική, «προοδευτική» οικονομική και κοινωνική πολιτική με τη συνδρομή της Γαλλίας στη σημερινή Ευρώπη.

Πόσο μπορεί να αλλάξει η γερμανικής έμπνευσης συντηρητική πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης στην Ευρωζώνη, να σταματήσει, δηλαδή, η εφαρμογή μιας αυστηρής δημοσιονομικής, νομισματικής και εισοδηματικής πολιτικής, η οποία, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, αυξάνει την ανεργία και διευρύνει τη φτώχεια, περιορίζοντας δραστικά το κοινωνικό κράτος και ρίχνοντας το βάρος της προσαρμογής για την αύξηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας στη μείωση του εργατικού κόστους.

Ας σημειωθεί ότι για τη Γαλλία του σοσιαλδημοκράτη κ. Ολάντ, η εφαρμογή μιας διαφορετικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ευρώπη δεν είναι μόνο ιδεολογικό και πολιτικό ζήτημα, αλλά συμβαδίζει με τα πάγια συμφέροντα της χώρας αυτής για την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού Νότου μέσα στην Ευρωζώνη. Συνεπώς, είναι προς το συμφέρον της Γαλλίας η αντιμετώπιση της κρίσης των χωρών της νότιας Ευρώπης να επιτευχθεί όχι με αυστηρή λιτότητα, αλλά με αλληλεγγύη και αναπτυξιακή πολιτική.

Η αλληλεγγύη και η αναπτυξιακή πολιτική προφανώς αποτελούν και τις βασικές αρχές της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής, όπως εκφράζεται από το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα και όπως περιλαμβανόταν και στο προεκλογικό πρόγραμμα του προέδρου Ολάντ. Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και αναπτυξιακή πολιτική σημαίνει μια εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος του χρέους των νότιων χωρών της Ευρώπης, σύμφωνα με την οποία είναι απαραίτητη η χρησιμοποίηση της νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για αύξηση της ρευστότητας με απ? ευθείας αγορά ομολόγων από τα υπερχρεωμένα κράτη-μέλη, όπως γίνεται στις ΗΠΑ και σε άλλες αναπτυγμένες χώρες.

Ταυτόχρονα, ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και αναπτυξιακή πολιτική σημαίνει έκδοση ευρωομολόγων και δημιουργία κοινού Ευρωπαϊκού Προϋπολογισμού και βέβαια πολύ ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή (περικοπές μισθών, αύξηση φορολογίας, μείωση κοινωνικών δαπανών κ.ά.). Πιο συγκεκριμένα, αναπτυξιακή πολιτική στη σοσιαλδημοκρατική της εκδοχή σημαίνει, τουλάχιστον, μεγαλύτερο περιθώριο ελλείμματος στους εθνικούς Προϋπολογισμούς από όσο επιτρέπει το «Δημοσιονομικό Σύμφωνο», που υπεγράφη από τις χώρες-μέλη της Ε.Ε. και στο οποίο είχε εναντιωθεί ο πρόεδρος Ολάντ, χωρίς όμως να επιμείνει στη συνέχεια.

Αν κρίνει κανείς από τους πρώτους οκτώ μήνες της προεδρίας του κ. Ολάντ, η απάντηση στο αρχικό ερώτημα, κατά πόσο μπορεί να εφαρμοστεί μια σοσιαλδημοκρατική πολιτική με τη συνδρομή της «σοσιαλδημοκρατικής» Γαλλίας, είναι μάλλον αρνητική με βάση τους σημερινούς πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς στην Ευρώπη. Η γερμανική αντίληψη έχει παγιωθεί με τη σύμφωνη γνώμη των βόρειων χωρών της Ε.Ε. και τείνει συχνά να επηρεάσει και την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατική σκέψη και πολιτική, καθώς δεν φαίνεται να υπάρχει επεξεργασμένη και αποτελεσματική ριζικά εναλλακτική σοσιαλδημοκρατική πρόταση.

Η δημοσιονομική προσαρμογή, η μείωση δηλαδή του δημοσιονομικού ελλείμματος μέσω της εξισορρόπησης του κρατικού Προϋπολογισμού και η αύξηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας μέσω της εξισορρόπησης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, φαίνονται τεχνοκρατικά ορθολογικές και αναγκαίες, σαν να μην έχουν συντηρητικό ιδεολογικό περιεχόμενο. Ετσι, γίνονται εύλογα δεκτές και από τη σοσιαλδημοκρατική πρόταση αντιμετώπισης της κρίσης. Οι συνέπειες όμως αυτών των πολιτικών πάνω στην ανεργία, στη φτώχεια και στη μείωση των δημόσιων δαπανών για την υγεία και την κοινωνική πρόνοια είναι σοβαρές και θίγουν πάντοτε τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα.

Αν οι αναπόφευκτες αυτές συνέπειες των ασκούμενων πολιτικών γίνουν αποδεκτές από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, τότε τα όρια μεταξύ των δύο πολιτικών ρευμάτων «συντηρητικού» και «σοσιαλδημοκρατικού» γίνονται δυσδιάκριτα.