Στις 25 Οκτωβρίου συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη Ρωσική Επανάσταση. Μια Επανάσταση που αν κανείς δεν εθελοτυφλεί ή δεν είναι βαθύτατα αντιδραστικός, οφείλει να αναγνωρίσει ότι αρχικά γέννησε τεράστιες ελπίδες σε εκατομμύρια ανθρώπους – όχι μόνο σε φτωχούς, όχι μόνο σε διανοουμένους, ούτε μόνο σε κομμουνιστές, αλλά και στα μεσαία και τα ανώτερα στρώματα των ευρωπαϊκών αστικών κοινωνιών. Πολλοί μη κομμουνιστές (Σαρτρ) μάλιστα τη θεώρησαν ως κληρονόμο και συνεχιστή της Γαλλικής Επανάστασης και τα σταλινικά εγκλήματα τα ταυτοποίησαν με τη ροβιεσπέρικη δράση.
Η Ρωσική Επανάσταση ευαγγελίστηκε έναν κόσμο καλύτερο και πιο δίκαιο και γέννησε ένα από τα πιο ολοκληρωτικά καθεστώτα στη νεωτερική αστική εποχή. Πολλοί προσπάθησαν να μεταρρυθμίσουν το κομμουνιστικό σύστημα στη θεωρία (Καρλ Κορς, Γκέοργκ Λούκατς, Οτα Σικ, Γιάνος Κόρναϊ) ή και στην πράξη (Ιμρε Νάγκι και Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ). Ο τελευταίος των μεταρρυθμιστών, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, κατάλαβε ότι ήταν μη μεταρρυθμίσιμο. Τελικά είχε δίκιο ο μεγάλος πολωνός ιστορικός των ιδεών Λέσεκ Κολακόφσκι όταν υποστήριζε ότι «είναι πιο εύκολο να τηγανίσεις χιονόμπαλες από το να μεταρρυθμίσεις τον κομμουνισμό».
Το να αμφισβητεί κάποιος ότι ο κομμουνισμός ήταν ολοκληρωτισμός είναι σαν να αμφισβητεί ότι το τρίγωνο έχει τρεις γωνίες. Σημασία έχει να εντοπίσουμε όχι γιατί κατέληξε εκεί όπου κατέληξε, αλλά γιατί δεν θα μπορούσε να καταλήξει πουθενά αλλού παρά μόνο στον σταλινικό ολοκληρωτισμό. Ας μη αναζητούμε εδώ φαντάσματα αντικομμουνισμού. Λες και το να είσαι απέναντι στην κατάργηση της δημοκρατίας, στην εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων είναι αντίθεση και όχι θέση. «Αντι-κάτι» είναι να κλείνεις τα μάτια σ’ ό,τι οδήγησε σε τόσα εκατομμύρια θύματα.
Ο κομμουνισμός πηγάζει από τον Διαφωτισμό, αλλά χύνεται αλλού. Αν δεν θέλουμε να κοιτάμε τα πράγματα δήθεν από «αντικειμενική» οπτική ή «ίσες αποστάσεις», όπως δυστυχώς έκαναν στην υπόθεση Κοντονή – Εσθονία πολλοί έλληνες δημοκράτες, αριστεροί και σοσιαλιστές, μπορεί να καταφύγουμε στη σκέψη αυτού του υπέροχου ιστορικού επιστήμονα και γνήσιου σοσιαλδημοκράτη, του Τόνι Τζαντ. Αυτός απαξιούσε εκείνους που έβλεπαν τα θύματα του κομμουνισμού ως ηδονοβλεψίες «που κοιτάζουν την Ιστορία μέσα από μια τρύπα στον τοίχο χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να τη βιώνουν οι ίδιοι».
Για τον Τζαντ, η κομμουνιστική ιδεολογία έχει εσχατολογικό χαρακτήρα, κάτι που αναπόφευκτα την οδηγεί στον ολοκληρωτισμό. Ο μαρξισμός – υποστήριζε – είναι μια κοσμική θρησκεία. Στον μαρξισμό η πτώση λέγεται αλλοτρίωση, οι θυσίες λύτρωση, οι μάρτυρες επαναστάτες και ο τελικός στόχος που στη θρησκεία είναι η Ανάσταση και η σωτηρία, εδώ ονομάζεται κομμουνιστική κοινωνία.
Θα πρόσθετα πως κάθε εσχατολογική υπόσχεση έχει και μονιστικό χαρακτήρα. Οπου υπάρχει μια μονιστική – εσχατολογική ερμηνεία των κοινωνικών εξελίξεων, εκεί πάντοτε υπάρχουν αυτοί που εμφανίζονται ως βαθύτατοι γνώστες της ιστορικής πορείας. Οσοι αμφισβητούν αυτούς τους γνώστες είναι «αιρετικοί». Γνωστό το τέλος των «αιρετικών».
Οι μαρξιστές – κομμουνιστές είναι «χεγκελιανοί» με μάτια στραμμένα στο μέλλον. Καθετί όμως που στρέφει τα μάτια του μόνο στο μέλλον, περιφρονεί ή αδιαφορεί για το παρόν. Οι θυσίες τού σήμερα είναι απαραίτητες για να έρθει το φωτεινό μέλλον. Αντιθέτως, οι «καθημερινοί» σοσιαλδημοκράτες είναι «καντιανοί». Γι’ αυτούς, το μείζον είναι το παρόν να προσφέρει μια πιο αξιοπρεπή ζωή. Τίποτα περισσότερο. Και για να γίνει αυτό δεν χρειάζονται οι λενινιστές επαγγελματίες «γνώστες» των «σκοπών» της Ιστορίας, αλλά οι «ρεφορμιστές» της ηθικής του καθήκοντος, οι μεταρρυθμιστές και οι μεταρρυθμίσεις με την τρέχουσα ορολογία.
Οσον δε αφορά την ταύτιση κομμουνισμού και φασισμού, είναι δική μας εφεύρεση. Πουθενά αλλού δεν συζητείται αυτή σοβαρά. Οσοι θεωρούν πως θα στριμώξουν αυτούς που υποστηρίζουν τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα του κομμουνισμού με το να τους κατηγορούν ότι τον ταυτίζουν με τον ναζισμό, στρεψοδικούν ή κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν για ποιο πράγμα γίνεται λόγος. Ή, το χειρότερο, υποκρίνονται ότι τους ανησυχεί αυτή η «ταύτιση», ενώ αυτό που θέλουν είναι να αποφύγουν την καταδίκη των εγκλημάτων του κομμουνισμού.
Η μεγάλη διαφορά των δυο ολοκληρωτισμών του 20ού αιώνα είναι ότι ο κομμουνισμός γεννιέται από τον Διαφωτισμό, ενώ ο ναζισμός από τον αντι-Διαφωτισμό. Ο πρώτος πρωταρχικά συντίθεται από έννοιες, ο δεύτερος μόνο από στάσεις. Η καταδίκη των εγκλημάτων μιας ανθρωποφάγου ιδεολογίας όπως είναι ο ναζισμός είναι αυτονόητη. Η καταδίκη όμως συμπεριφορών που προέρχονται από μια ιδεολογία που όντως έχει καταγωγική αναφορά στον Διαφωτισμό και στην προτεραιότητα του ατόμου, αντιθέτως απ’ όσα νομίζουν πολλοί (ο Μαρξ έβλεπε στην κομμουνιστική χειραφέτηση το ανώτατο στάδιο της ατομικής, όχι της κοινωνικής, χειραφέτησης), θα πρέπει να είναι αυτόνομη μεν, σε σχέση με την απόρριψη του ναζισμού, αλλά και οξύτατη. Γιατί αν ο ναζισμός απείλησε την ανθρώπινη ζωή ως το πολυτιμότερο αγαθό, τα κομμουνιστικά καθεστώτα απείλησαν τόσο τον ανθρωπισμό και τον Διαφωτισμό όσο και την ανθρώπινη ζωή.
Βεβαίως, το πρόβλημα δεν είναι μόνο ερμηνευτικό. Είναι και πολιτικό. Η κατάληξη της Οκτωβριανής Επανάστασης, κατάληξη που βεβαίως εμπεριεχόταν στον πυρήνα της κομμουνιστικής ιδεολογίας, απαξίωσε όχι μόνο τον κομμουνισμό αλλά και τις αξίες της ισότητας, της κοινωνικής αλληλεγγύης, του δίκαιου κόσμου, την ίδια τη σοσιαλδημοκρατία. Κάτι πρέπει να αλλάξει εδώ.