Ο νικητής ενός ηττημένου κόμματος

Γιάννηs Κωνσταντινίδηs 19 Δεκ 2015

Οι αλλαγές ηγεσίας έρχονται σε δύσκολες στιγμές για ένα κόμμα, καθώς ακολουθούν συνηθέστερα μια εκλογική ήττα. Ο εκάστοτε νικητής μιας εσωκομματικής αναμέτρησης για την ηγεσία είναι κατά συνέπεια «ο νικητής ενός ηττημένου κόμματος», συνθήκη που ευθέως μετριάζει τη σημασία της επιτυχίας του νέου ηγέτη. Η έξοδος από τη δυσχερή θέση περνά μέσα από την προγραμματική ή/και οργανωτική αναζωογόνηση του κόμματος, καθώς με αυτόν τον τρόπο ο νέος ηγέτης πετυχαίνει να στρέψει τη –μάλλον περιορισμένη– προσοχή του εκλογικού ακροατηρίου στο ηττημένο κόμμα και, παράλληλα, να καλλιεργήσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της νέας ηγεσίας σε σχέση με την παλιά. Σύμφωνα με μελέτες ανίχνευσης της επίδρασης της ηγεσίας στην εκλογική επιλογή, οι ψηφοφόροι, τουλάχιστον οι πλέον μεταβαλλόμενοι από αυτούς, τείνουν να επιλέξουν ένα κόμμα του οποίου ο αρχηγός όχι απλώς αξιολογείται καλύτερα από τους αρχηγούς των άλλων κομμάτων, αλλά επιπλέον αναγνωρίζεται ως καλύτερος, βάσει της μίας ή της άλλης ιδιότητας, από τον προκάτοχό του στο ίδιο κόμμα. Με άλλα λόγια, η βελτίωση της εικόνας της ηγεσίας ενός κόμματος ως αποτέλεσμα της σύγκρισης δύο διαδοχικών ηγεσιών δύναται να πολλαπλασιάσει την επίδραση των προσώπων στην πολιτική συμπεριφορά.

Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι η επανεκλογή ενός ηγέτη επί των ημερών του οποίου το κόμμα βίωσε την ήττα εισάγει άμεσα μια υστέρηση στο σημείο εκκίνησης του κόμματος εν όψει της επόμενης αναμέτρησης. Το ίδιο συμβαίνει και στην, λιγότερο σπάνια, περίπτωση που «τον ηγέτη της ήττας» διαδέχεται ένα προστατευόμενο της απελθούσας ηγεσίας πρόσωπο. Για τον λόγο αυτό, η εικόνα του «ανανεωτικού» υποψηφίου αποτελεί κοινό στόχο των προεκλογικών εκστρατειών των περισσοτέρων υποψηφίων σε μια εσωκομματική αναμέτρηση. Η αίσθηση του φρέσκου, είτε σε ηλικία, είτε σε ύφος ηγεσίας, εξασφαλίζει τις πρώτες εντυπώσεις μιας θετικής διάκρισης από τον προκάτοχό του ή της στο εσωτερικό του κόμματος. Ωστόσο, η διατήρηση των εντυπώσεων συναρτάται του βαθμού στον οποίο ο υποψήφιος για την ηγεσία πετυχαίνει να αναμορφώσει την εικόνα του κόμματος, με ιδέες για τη λειτουργία του ή, πιο συχνά, με καινοτόμες προτάσεις του για τις δημόσιες πολιτικές, οι οποίες μάλιστα θα αποδειχθούν ελκυστικές και σε τμήματα του εκλογικού σώματος που βρίσκονται εκτός του χώρου του κόμματος. Αυτό το δεύτερο κομμάτι της καμπάνιας ενός υποψηφίου για την ηγεσία είναι το πλέον σύνθετο, καθώς απαιτεί την ύπαρξη, ή έστω την κατασκευή, ενός συνεκτικού ιστού πολιτικών θέσεων, αλλά και τεχνικών διαχείρισης του κομματικού μηχανισμού. Είναι όμως συνάμα και το πλέον κομβικό για την πορεία της νέας ηγεσίας του «ηττημένου κόμματος» μόλις περάσει τον σκόπελο της εσωκομματικής μάχης.

Η εκλογή νέου προέδρου στη Νέα Δημοκρατία εμφανίζει πολλά από τα σημεία που επισημάνθηκαν παραπάνω, περιλαμβανομένης και της σπάνιας ιδιαιτερότητας της υποψηφιότητας του επικεφαλής κατά τη στιγμή της τελευταίας ήττας του κόμματος. Τουλάχιστον οι δύο από τους υπόλοιπους τρεις υποψηφίους (η υποψηφιότητα του κ. Γεωργιάδη μοιάζει να έχει εξ αρχής ειδική στόχευση) θέλησαν να υπογραμμίσουν τον αέρα ανανέωσης που είναι σαφώς θεμιτός στους ψηφοφόρους του κόμματος την επομένη μιας (δεύτερης) ήττας. Οι επικοινωνιακές καμπάνιες των τριών ισχυρότερων, σύμφωνα με τις μετρήσεις, υποψηφίων επιβεβαιώνουν την ιστορία εκλογών ανάδειξης κομματικής ηγεσίας. Η επικοινωνιακά δυσχερής ιδιαιτερότητα υποψηφιότητας του κατόχου της θέσης ίσως εξηγεί και την επιλογή του κ. Μεϊμαράκη να παραμείνει μακριά από την αρένα της εκλογικής μάχης. Οι κ.κ. Μητσοτάκης και Τζιτζικώστας ανέδειξαν με επιμονή τη «ρηξιακή» τάση τους έναντι του κομματικού κατεστημένου ακολουθώντας τις απαιτήσεις της πρώτης φάσης της πορείας εκλογής σε θέση αρχηγού.

Όμως εκ των δύο, μόνο ο κ. Μητσοτάκης φαίνεται να πέρασε και στη λεγόμενη δεύτερη φάση της καμπάνιας εκλογής ενός νέου ηγέτη, επικεντρώνοντας την προσοχή του στην παρουσίαση μιας συνεκτικής δέσμης πολιτικών προτάσεων, οργανωμένων πάνω στη βάση των αρχών του οικονομικού φιλελευθερισμού, αλλά και της κοινωνικής ανεκτικότητας. Η κίνησή του αυτή, πιθανώς το αποτέλεσμα μιας από χρόνια διακριτής ιδεολογικής του ταυτότητας, φαίνεται να αξιολογείται θετικά από την κοινή γνώμη –ιδιαιτέρως με το πέρασμα των εβδομάδων της προεκλογικής περιόδου και σίγουρα μετά την αναβολή της διαδικασίας στις 22 Νοεμβρίου– όπως θα προέβλεπαν τα μοντέλα ερμηνείας των επιλογών υποψηφίου αρχηγού, καθώς συντείνει στην ανάγκη διαφοροποίησης του κομματικού προϊόντος από τα υπόλοιπα διαθέσιμα στην εκλογική αγορά. Αντιθέτως, η επικέντρωση του επιτελείου του κ. Τζιτζικώστα στην προβολή της ανάγκης ανανέωσης φαίνεται να εκλήφθηκε ως υπερεπαρκής κατά την πρώτη προεκλογική περίοδο, αλλά έχασε σταδιακά την ορμή της έναντι μιας περισσότερο αναλυτικής ως προς το περιεχόμενο της διαφορετικότητας εκστρατείας.

Η έκβαση της αναμέτρησης είναι βεβαίως ανοιχτή, πολύ περισσότερο που οι σχετικές μετρήσεις εμφανίζουν τον σημερινό κάτοχο της θέσης του αρχηγού να προηγείται, παραδόξως, των υπολοίπων. Τα πλέον ενεργά μέλη ενός κόμματος τείνουν άλλωστε να χρησιμοποιούν λιγότερο ορθολογικά κριτήρια για την επιλογή ηγέτη σε σύγκριση με τους απλούς ψηφοφόρους του κόμματος, για τους οποίους η συνεκτική διαφορετικότητα της πρότασης ηγεσίας μπορεί να μετατρέψει τον «νικητή ενός ηττημένου κόμματος» σε θριαμβευτή μιας εθνικής αναμέτρησης, και συνεπώς η κατανομή ενεργών και μη ενεργών μελών στις κάλπες της Κυριακής δεν μπορεί παρά να επηρεάσει το τελικό αποτέλεσμα.