Πλειστάκις γίνεται λόγος για τις ιδιαιτερότητες τις Eυρωπαϊκής Ένωσης που την καθιστούν sui generis, με όρους Διεθνούς Δικαίου, Διεθνή Οργανισμό.
Μία από αυτές είναι η άμεση εκλογή της Κοινοβουλευτικής της Συνέλευσης. Στους ?κλασικούς» Διεθνείς Οργανισμούς οι Κοινοβουλευτικές Συνελεύσεις αποτελούνται από μέλη των εθνικών Κοινοβουλίων τα οποία ορίζονται από τις Κοινοβουλευτικές Ομάδες με μέριμνα του Προεδρείου.
Στην πορεία του χρόνου οι αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενισχύθηκαν, κυρίως από τη Συνθήκη του Μάαστριχ, και μετά, αλλά καθοριστικά και αποφασιστικά μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας.
Αλλά παρόλα τα θαρραλέα βήματα ακόμη, και δικαίως, γίνεται λόγος για έλλειμμα δημοκρατικότητας και νομιμοποίησης στα Eυρωπαϊκά Όργανα και για αποστασιοποίησή τους από τα αντίστοιχα Εθνικά.
Με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας ενισχύεται ο ρόλος των Εθνικών Κοινοβουλίων στην Ένωση και θεμελιώνεται το δικαίωμά τους να ενημερώνονται απ’ ευθείας από τα κοινοτικά όργανα, χωρίς τη διαμεσολάβηση των κυβερνήσεων και θεσμοθετείται η διακοινοβουλευτική συνεργασία Εθνικών Κοινοβουλίων και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και ο ρόλος της Διάσκεψης των Επιτροπών Ευρωπαϊκών Υποθέσεων (COSAC).
Τα Εθνικά Κοινοβούλια λαμβάνουν μέρος, μεταξύ άλλων, στη διαδικασία αναθεώρησης των Συνθηκών, ενημερώνονται για τις αιτήσεις προσχώρησης νέων κρατών στην Ένωση και αποκτούν ρόλο στην αξιολόγηση των πολιτικών για τα θέματα ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.
Όμως το πιο σημαντικό είναι ο ενισχυμένος πλέον ρόλος των Εθνικών Κοινοβουλίων στον μηχανισμό ελέγχου των Αρχών της επικουρικότητας και αναλογικότητας.
Η δυνατότητα που παρέχεται στα Εθνικά Κοινοβούλια να προβάλλουν αντιρρήσεις (εντός διαστήματος 8 εβδομάδων από την ημερομηνία κατάθεσης των νομοθετικών προτάσεων) για τη συμβατότητα μιας νομοθετικής πρότασης με την αρχή της επικουρικότητας, δύναται να ωθήσει τον κοινοτικό νομοθέτη να επανεξετάσει την πρότασή του, αποφασίζοντας είτε να επιμείνει σε αυτή, είτε να την τροποποιήσει, είτε να την αποσύρει, αιτιολογώντας σε κάθε περίπτωση την επιλογή του. Η ενεργοποίηση αυτής της διαδικασίας καθίσταται δυνατή, εφόσον προβάλλει αντιρρήσεις το 1/3 του συνόλου των Εθνικών Κοινοβουλίων ή το 1/4 εάν η νομοθετική πρόταση αφορά σε θέματα δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις ή συνεργασίας των αστυνομικών αρχών των κρατών μελών.
Επιπλέον, προβλέπεται ότι σε περίπτωση που για τη λήψη απόφασης επί προτεινομένου σχεδίου νομοθετικής πράξης εφαρμόζεται η «συνήθης νομοθετική διαδικασία» (συναπόφαση) και οι αρνητικές αιτιολογημένες γνώμες των Εθνικών Κοινοβουλίων συγκεντρώνουν την απλή πλειοψηφία των ψήφων των Εθνικών Κοινοβουλίων το σχέδιο επανεξετάζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και εφόσον η τελευταία επιμείνει, οι γνώμες των Εθνικών Κοινοβουλίων και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δύνανται να διαβιβασθούν στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Προβλέπεται ακόμα και δυνατότητα προσφυγής των κρατών μελών στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τον έλεγχο της παραβίασης της αρχής της επικουρικότητας.
Κατά πόσο όμως τα Εθνικά Κοινοβούλια είναι σε θέση, και είναι προετοιμασμένα, να συμβάλλουν γόνιμα και εποικοδομητικά στον ευρωπαϊκό διάλογο, να ανταποκριθούν στις νέες ρυθμίσεις και να αξιοποιήσουν προς όφελος του ευρωπαϊκού λαού τη δυνατότητα παρέμβασης;
Η μικρή μου εμπειρία από την αρμόδια επιτροπή της Βουλής, την Ειδική διαρκή επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων δεν μου επιτρέπει να είμαι αισιόδοξη: ελλιπής ενημέρωση και μελέτη των ευρωπαϊκών θεμάτων, αποσπασματική εξέταση και μη γνώση της ευρωπαϊκής πραγματικότητας και του γενικότερου πλαισίου στο οποίο έρχονται να ενσωματωθούν τα νομοθετήματα αποτρέπουν την ουσιαστική συμβολή του ελληνικού κοινοβουλίου και διαιωνίζουν την αποκοπή της ελληνικής πολιτικής ζωής από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις.
Επιπροσθέτως, ακόμη και σε αυτή την Επιτροπή, η οποία από τη φύση της θα έπρεπε να ευνοεί έναν διάλογο απαλλαγμένο από τις στενά κομματικά αγκυλώσεις και το ξεδίπλωμα του ευρωπαϊκού οράματος, από όσους τουλάχιστον έχουν, γινόμαστε μάρτυρες μεταφοράς του ίδιου πνεύματος μικροπολιτικής και εξυπηρέτησης των στενών κομματικών συμφερόντων. Έτσι χάνεται η ευκαιρία του ελληνικού λαού, δια των εκπροσώπων του, να παρέμβουν στην ευρωπαϊκή νομοθετική διαδικασία. Στο περιθώριο του ξερού «όχι?, αλλά και του άκριτου ?ναι» το ελληνικό κοινοβούλιο απεμπoλεί πτυχές του θεσμικού του ρόλου τις οποίες τις εναποθέτει στα χέρια της εκτελεστικής εξουσίας.
Όλα τα παραπάνω μάλιστα συμβαίνουν σε μια δύσκολη συγκυρία για την Ευρωπαϊκή Ένωση όταν η οικονομική κρίση έχει δώσει χώρο στην ανάδυση ενός ιδιότυπου εθνικισμού και ο ευρωσκεπτικισμός αυξάνεται . Χάνεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρίας οι πολίτες να έρθουν πιο κοντά στην ΕΕ και να επανακτηθεί η τρωθείσα αξιοπιστία της Αρχής της κοινοτικής αλληλεγγύης.
Η Μαρία Γιαννακάκη είναι Βουλευτής ΔΗΜΑΡ Β? Πειραιά