Το δημόσιο πανεπιστήμιο ανήκει στο λαό και είναι πυξίδα ανάπτυξης, πολιτισμού και δημοκρατίας για κάθε χώρα.
Από τα βάθη των αιώνων, είναι τα φωτεινά μυαλά καθηγητών και φοιτητών που συλλαμβάνουν η δημιουργούν τα μηνύματα των καιρών και εξελίσσουν επιστήμες, τεχνολογία και φιλοσοφικές προσεγγίσεις.
Το δημόσιο πανεπιστήμιο είναι αυτό που πρώτο πρέπει να αλλάζει, να ανοίγει στον κόσμο, να εκσυγχρονίζεται, να δημιουργεί εθνικό πλούτο, δηλαδή σπουδαίο ανθρώπινο κεφάλαιο.
Η ιστορία για την μεταρρύθμιση του ελληνικού δημοσίου πανεπιστημίου είναι η ιστορία της χώρας :δυο βήματα μπροστά ένα πίσω
Το αποτέλεσμα είναι αντί το πανεπιστήμιο να οδηγεί τη χώρα, να φωτίζει και να ανοίγει δρόμους για μεταρρυθμίσεις και αλλαγές, να παραμένει καθηλωμένο σε δόγματα του παρελθόντος και εγκλωβισμένο σε πολιτικά ή προσωπικά συμφέροντα.
Αυτό είναι πρώτα σε βάρος εκείνων των νέων ανθρώπων που δεν έχουν την δυνατότητα να επιλέξουν πανεπιστημιακή σχολή σε άλλη χώρα σε αντίθεση με όσους η οικονομική κατάσταση των γονιών τους, τους επιτρέπει άλλο επίπεδο σπουδών.
Κυρίως όμως είναι σε βάρος της χώρας η οποία χάνει τα καλύτερα μυαλά της, δηλαδή τον θησαυρό της, ενώ το τεράστιο ερευνητικό έργο που λαμβάνει χώρα σε πολλά πανεπιστημιακά ελληνικά εργαστήρια είναι αδύνατον να επηρεάσει και να ενισχύσει την καινοτομία, την παραγωγή, την οικονομία.
Το νέο νομοσχέδιο που κατέθεσε η ηγεσία του υπουργείου παιδείας (με ακατανόητη καθυστέρηση τριών χρόνων) επαναφέρει σε μεγάλο βαθμό τις τομές της συναινετικής μεταρρύθμισης του 2011 με βελτιώσεις και προσαρμογές αναγκαίες μετά από μία δεκαετία.
Όπως σε κάθε σχέδιο νόμου υπάρχουν πολλά ζητήματα προς συζήτηση και αλλαγή.
Θα ήθελα όμως να αναφερθώ σε ένα θεμελιώδους σημασίας ζήτημα, αυτό της διακυβέρνησης, διοίκησης του πανεπιστημίου.
Κάθε σύστημα δημόσιο ή ιδιωτικό έχει ένα μοντέλο διοίκησης από το οποίο σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται η επιτυχία του.
Ένα σύστημα το οποίο πρέπει να επιτυγχάνει διάκριση εξουσιών , λογοδοσία , διαφάνεια, αξιοκρατία, με οργανωμένες διαδικασίες αξιολόγησης, και με προβλέψεις κοινωνικού χαρακτήρα.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα διαχρονικά στη χώρα μας είναι η οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, των δημοσίων οργανισμών, αλλά και σε μεγάλο βαθμό των ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Χρειάστηκε να συνεργαστούμε με μεγάλους διεθνείς οίκους και πανεπιστήμια για να κάνουμε οργανογράμματα για να ορίσουμε την διαχείριση στόχων , να αξιοποιήσουμε το ανθρώπινο δυναμικό, να προσφέρουμε κοινωνικά αγαθά στον πολίτη. Όλο προσπαθούμε και όλο αποτυγχάνουμε. Η διοίκηση λοιπόν δεν είναι ένα δευτερεύον γραφειοκρατικό θέμα. Είναιθέμα εξουσίας !Ποιός και πως. Γι΄ αυτό και η σύγκρουση αφορά κατά προτεραιότητα αυτό το πεδίο. Το διοικητικό σύστημα των πανεπιστημίων είναι ακόμα πιο πολύπλοκο και απαιτητικό.
Η εκλεγμένη κυβέρνηση ορίζει το πλαίσιο το οποίο πρέπει να εμπεριέχει όλα τα παραπάνω και ταυτόχρονα να εξασφαλίζει εκτός από την επαρκή χρηματοδότηση, την αυτονομία των ιδρυμάτων.
Το μοντέλο που προτείνει το προς συζήτηση νομοσχέδιο επιτείνει υπάρχοντα προβλήματα. Με απλά λόγια, ( οι πολίτες δεν είναι υποχρεωμένοι να κατανοούν τις λεπτομέρειεςτης εσωτερικής λειτουργίας των πανεπιστημίων), θα πρέπει να υπάρχει ένα όργανο ,το Συμβούλιο του Ιδρύματος με εξωτερικά και εσωτερικά μέλη έτσι ώστε να συνδυάζεται η γνώση και η εμπειρία της κοινωνίας με αυτή του ΑΕΙ και η Σύγκλητος που έχει την ευθύνη του ακαδημαϊκού και ερευνητικού έργου.
Το Συμβούλιο έτσι όπως είχε ψηφισθεί στο νόμο 4009/2011 είχε, μεταξύ άλλων την ευθύνη του ελέγχου των πράξεων της Συγκλήτου και του πρύτανη άρα εξασφαλίζονταν μία μορφή λογοδοσίας που σήμερα λείπει παντελώς.
Το σχέδιο νόμου δίνει στον πρύτανη ανεξέλεγκτη εξουσία, καθιστώντας τον πρόεδρο και στα δύο όργανα και στο Συμβούλιο και στην Σύγκλητο . Για όσους γνωρίζουν την ιστορία και την λειτουργία των εκλογών είναι σαφής η δυνατότητα εύκολων ομαδοποιήσεων όταν μάλιστα η ταξινομική ψήφος νοθεύεται.
Θεωρώ ότι υπάρχει ο χρόνος για ευρύτατες δημόσιες συζητήσεις.
Οι ελαττωματικές πλευρές ενός νομοσχεδίου σαφώς μπορούν να συζητηθούν , να γίνουν επεξεργασίες, συνθέσεις και συμβιβασμοί. Αυτό που δεν θα πρέπει να γίνει είναι να επαναληφθούν απαράλλακτα τα επιχειρήματα και οι λέξεις κλισέ του παρελθόντος.
Δηλαδή : “Ιδιωτικοποίηση των ΑΕΙ”, “αντιδημοκρατικό, αυταρχικό, νεοφιλελεύθερο νομοσχέδιο” κλπ. Το απαρχαιωμένο δηλαδή λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και που συνοδεύεται απο ηρωικά “ no passaran”, καταδίκες και γενικολογίες. Η ιδιοτελής δήθεν προοδευτική επαναστατικότητα μας οδήγησε, όχι σε στασιμότητα αλλά σε πισωγύρισμα. Ας αφήσουμε τα συνθήματα, όσοι έχουν προτάσεις και επιχειρήματα να τα καταθέσουν στον διάλογο. Έναν διάλογο ο οποίος πρέπει να έχει χρόνο και να οργανωθεί και σε συνεργασία με το κοινοβούλιο σε διαφορετικά επίπεδα όπως έγινε το 2010: Με την πανεπιστημιακή κοινότητα , με το εργατικό κίνημα (ΓΣΕΕ) με τις ενώσεις των αγροτών και με την βιομηχανία και το εμπόριο.
Ο διάλογος για το δημόσιο πανεπιστήμιο αφορά το σύνολο της κοινωνίας και της οικονομίας. Δεν μπορεί να είναι μία συζήτηση γραφείων και ανταλλαγής δηλώσεων μεταξύ υπουργού, κομμάτων και πανεπιστημιακών ,με πορείες φοιτητών οι οποίοι δεν διαθέτουν εδώ και δεκαετίες ενιαίο όργανο για να καταθέσει τις προτάσεις τους.
Εάν την συναίνεση του 2011 την είχαν σεβαστεί οι επόμενες κυβερνήσεις, και θα είχαμε κάνει τις αναγκαίες βελτιώσεις και θα συζητούσαμε τώρα για το πανεπιστήμιο της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης. Ας μη χαθεί αυτή η ευκαιρία.
Στην συναίνεση την ευθύνη την έχει η κυβέρνηση, αλλά την υπέρβαση πρέπει να την κάνει η αντιπολίτευση.
Πηγή: www.tovima.gr