Ο Μπουτάρης, το Ίλιντεν, η φανερή και η κρυφή βία του εθνικισμού

Αγγελική Σπανού 21 Μαϊ 2018

Μετά τη φασιστική επίθεση που δέχθηκε ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης στις εκδηλώσεις για τη Γενοκτονία των Ποντίων τα ερωτήματα που μένουν μετέωρα είναι πολλά: Πώς εξηγείται τόσο μίσος που ανακυκλώθηκε στη συνέχεια στα social media, τι σημαίνει το γεγονός ότι τόσοι άνθρωποι παρακολούθησαν απαθείς το φοβερό επεισόδιο, γιατί το πλήθος που δεν αντέδρασε δεν σοκάρει τους σοκαρισμένους με το πάθος των τραμπούκων, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύει την ακροδεξιά διάσταση του φαινομένου και η ΝΔ της ανομίας αντί -για μια έστω φορά- να σοβαρευτούν και να πουν κάτι που να μην κρύβει κομματική σκοπιμότητα; Και, τελικά, υπάρχουν αθώοι στην κατασκευή της μισαλλοδοξίας, της κουλτούρας βίας και του επιθετικού εθνικισμού;
Ο Μπουτάρης τιμωρήθηκε με κλωτσιές και μπουνιές για το Gay Pride και για τη στάση του στα εθνικά θέματα. Ας σταθούμε στο μακεδονικό επειδή βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη
Ο θόρυβος που έγινε με το που ακούστηκε το «Republika Ilidenska Makedonija» ήταν αποκαλυπτικός της εθνικής παθολογίας. Έγινε λόγος μέχρι και για «εσχάτη προδοσία» (Εφημερίδα Δημοκρατία). Το ενδιαφέρον είναι ότι αχός βαρύς σηκώθηκε και μόνο με την υποψία, όχι με την εξαγγελία, ότι θα μπορούσε η ελληνική πλευρά να δεχτεί την πρόταση της κυβέρνησης Ζάεφ που τους επιτρέπει να εξασφαλίσουν τη συναίνεση της εθνικιστικής αντιπολίτευσης για τη συνταγματική αναθεώρηση, επειδή το Ίλιντεν είναι ο μυθικός τόπος του VMRO γιατί σηματοδοτεί την έξαρση του σλαβομακεδονισμού.
Από την προστασία της κληρονομιάς του Μεγάλου Αλεξάνδρου περάσαμε στις τιμές στη μνήμη του Παύλου Μελά και αμέσως έγινε η ταύτιση της εξέγερσης του Ίλιντεν με τη δική μας Αγία Λαύρα. Με φοβερή ταχύτητα ξαναδιαβάσαμε την ιστορία του μακεδονικού αγώνα ξεχνώντας ότι από την Ενδιάμεση Συμφωνία (1995) μέχρι τώρα ποτέ η Αθήνα δεν αντέδρασε για τον εορτασμό της συγκεκριμένης επετείου στην ΠΓΔΜ ούτε υπήρξε σχετικό κεφάλαιο στην πολυετή, ατέρμονη διαπραγμάτευση.
Το συμπέρασμα είναι ότι δεν μας ενοχλεί μόνο ο σφετερισμός του αρχαιοελληνικού μας παρελθόντος από την ΠΓΔΜ, μας ενοχλεί και ο εθνικισμός τους παρόλο που δεν είναι δυσανάλογος προς τους διαβόητους βαλκανικούς εθνικισμούς – αλλά τους Σκοπιανούς έχουμε βρει αδύναμους και στην ανάγκη μας, αυτούς θα ταπεινώσουμε.
Ας μην κοροϊδευόμαστε: Οι ενάντιοι στη λύση είναι περισσότεροι από τους υποστηρικτές της. Παραμονεύουν και περιμένουν στη γωνία να βρουν το στραβοπάτημα για να δυναμιτίσουν οποιαδήποτε συμφωνία. Η κυβέρνηση, πέρα από τον εσωτερικό διχασμό της, έκανε έναν σωρό λάθος χειρισμούς (κυρίως δεν διαμόρφωσε συνθήκες εθνικής συνεννόησης) αλλά δεν είναι αυτή η βαθιά αιτία της υστερικής αντιμετώπισης που κυριαρχεί στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Ζητάμε σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό (ή και χρονικό κατ’ άλλους) προσδιορισμό erga omnes (χρήση έναντι όλων) και συνταγματική αναθεώρηση ώστε να κατοχυρωθεί και στην εσωτερική τους έννομη τάξη η απάλειψη κάθε αλυτρωτισμού. Παίρνουμε το erga omnes και τη συνταγματική αλλαγή αλλά δεν μας αρέσει το σύνθετο όνομα που προτείνουν, δηλαδή διεκδικούμε μέχρι τέλους τρία στα τρία. Αυτό δεν υπάρχει στις διεθνείς σχέσεις όταν πρόκειται για συμβιβασμούς αλλά εδώ μας παίρνει επειδή οι άλλοι είναι ευάλωτοι οπότε δεν αποδεχόμαστε την έννοια των αμοιβαίων υποχωρήσεων, τα θέλουμε όλα ή τίποτα.
Η αλήθεια είναι ότι εμείς δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε από μια συμφωνία. Ήδη περισσότερες από 130 χώρες τους αναγνωρίζουν ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας», όλα τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία αναφέρονται στη «Μακεδονία» και η Μέρκελ υποδέχθηκε πρόσφατα στο Βερολίνο τον «Μακεδόνα» πρωθυπουργό. Δίνουμε τη μάχη για το ταμπελάκι στα πολυμερή fora (ΕΕ, ΝΑΤΟ, ΟΗΕ) και κομπάζουμε αυτάρεσκα για το γεγονός ότι δεν τους επιτρέπουμε προσέγγιση με τους ευρωατλαντικούς θεσμούς επειδή καπηλεύονται την ιστορία μας. Απολαμβάνουμε τη φτώχεια τους και την κακομοιριά τους, αδιαφορούμε για το ενδεχόμενο να ενισχυθεί η εθνικιστική αντιπολίτευση μετά από μια αποτυχία του μετριοπαθούς Ζάεφ, αγνοούμε τον κίνδυνο να έχουν εθνοτικές αποσταθεροποιητικές εντάσεις και βέβαια δεν μας απασχολεί η γεωπολιτική διάσταση ούτε το διπλωματικό κεφάλαιο που θα κερδίζαμε αν φέρναμε τη λύση σε μια πολυετή εκκρεμότητα η οποία παραμένει ακατανόητη για τους περισσότερους εταίρους και συμμάχους μας. Άλλωστε καταδικαστήκαμε στη Χάγη για το βέτο στο Βουκουρέστι αλλά ποιος το θυμάται τώρα και ποιος έδωσε σημασία τότε…
Στην πραγματικότητα δεν θέλουμε να λυθεί το σκοπιανό. Είναι ελάχιστοι αυτοί που πραγματικά επιθυμούν τη λύση και αντιλαμβάνονται ότι μια διεθνής συνθήκη προϋποθέτει αμοιβαία βήματα προόδου για να γίνει η συνάντηση κάπου στη μέση. Έχουμε υποστεί φοβερούς εξευτελισμούς από τους πιστωτές μας λόγω χρεοκοπίας, ακούμε το γρύλλισμα του τουρκικού θηρίου και λουφάζουμε και αυτή είναι η ευκαιρία μας να δείξουμε πυγμή, να χτυπήσουμε το χέρι στο τραπέζι, να εκτονώσουμε τα απωθημένα μας, να αποενοχοποιηθούμε για τα κόμπλεξ μας, να εξωτερικεύσουμε πρωτόγονα ένστικτα και ακατέργαστες ενορμήσεις, να ψηλώσουμε ανεβαίνοντας πάνω σε ένα κακοφτιαγμένο σκαμνάκι εθνικολαϊκισμού και να βροντοφωνάξουμε «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε».
Και όσοι δεν ήξεραν έχουν πια καταλάβει.

athensvoice.gr